• Σχόλιο του χρήστη 'Νίκος Αρβανιτίδης' | 12 Οκτωβρίου 2018, 10:29

    Γενικές παρατηρήσεις Το δίλημμα Ν.Π.Ι.Δ ή Ν.Π.Δ.Δ. είναι πολιτικό, τεχνητό αν θέλετε, και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την αποτελεσματική λειτουργία και παραγωγική δεινότητα του ΙΓΜΕ. Η αλλαγή νομικού καθεστώτος, που οδηγεί στην «μετακίνηση» του Ινστιτούτου στο Δημόσιο σημαίνει προφανώς μια πιο γραφειοκρατική κατεύθυνση και σηματοδοτεί κατά κάποιο τρόπο ισχυρότερο και στενότερο «εναγκαλισμό» και εξάρτηση από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Ακριβώς δηλαδή αντίθετα με τις μεταρρυθμιστικές τάσεις που επικρατούν σήμερα, σε σχέση με το καθεστώς και την οργανωτική δομή, των περισσότερων Εθνικών φορέων Γεωλογικής Έρευνας της Ευρώπης και όχι μόνον. Γιατί ακριβώς στην απουσία στρατηγικού σχεδιασμού και την παρουσία ανακόλουθης πολιτικής αντιμετώπισης βρίσκεται κατά κύριο λόγο το πρόβλημα στο ΙΓΜΕ. Είναι αυτή η κατάσταση που διαχρονικά συνέβαλλε στις συχνές διοικητικές αλλαγές και οργανωτικές αγκυλώσεις, με αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις να δημουργούνται στρεβλές λειτουργικές πρακτικές στο εσωτερικό του Ινστιτούτου. Η άποψη συνεπώς είναι η δημιουργία ενός ευέλικτου και «ανεξάρτητου» επιχειρησιακά ΙΓΜΕ που ταιριάζει στο χαρακτήρα και αρμόζει στο ρόλο που οφείλει να έχει ένα Εθνικό Κέντρο/Ινστιτούτο Γεωλογικής Έρευνας. Είναι σίγουρο ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο όχι μόνο δεν πορεύεται στην κατεύθυνση αυτή, βελτιώνοντας την κατάσταση όπως ισχυρίζεται ότι θα κάνει, αλλά «εκ του περιεχομένου του» φαίνεται πως θα οδηγήσει τα πράγματα αρκετά βήματα πίσω. Το ΙΓΜΕ δεν πραγματοποιεί μεταλλευτική αλλά ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ έρευνα. Η παραγωγή είναι μεταλλευτική, όταν βέβαια πρόκειται για μεταλλικά ορυκτά, ενώ η έρευνα είναι πάντα κοιτασματολογική, και αφορά στις ορυκτές πρώτες ύλες (ΟΠΥ/ενεργειακές και μη) της χώρας. Στην κοιτασματολογική έρευνα μη ενεργειακών πρώτων υλών περιλαμβάνονονται τα μεταλλικά ορυκτά, τα βιομηχανικά ορυκτά και τα πετρώματα (διακοσμητικά, δομικοί λίθοι, αδρανή υλικά). Το γεγονός ότι στην ονομασία του Ινστιτούτου συμμετείχε τόσα χρόνια το δίλεξο, «Μεταλλευτικών Ερευνών» δεν απέδιδε ακριβώς το πραγματικό περιεχόμενο της κοιτασματολογικής έρευνας. Η ιστορικότητα του ονόματος ήταν ο βασικότερος λόγος που το θέμα αυτό δεν μπήκε ποτέ σοβαρά στο τραπέζι της συζήτησης. Το ζητούμενο είναι η θεσμική υπόσταση, παρουσία και επιχειρησιακή λειτουργία ενός Εθνικού φορέα με υψηλή εξειδίκευση, φερόμενη ικανότητα και διαθέσιμο κάθε φορά γνωσιακό κεφάλαιο σε ρόλο τεχνικού συμβούλου και εκτελεστικού οργάνου σε θέματα που άπτονται και αφορούν στις γεωλογικές υποδομές της χώρας. Η γεωλογική έρευνα είναι το επίκεντρο και αυτή πρέπει να προβάλλεται πρώτη κα καλύτερη, μέσα από την ονομασία του φορέα. Η κοιτασματολογία, η υδρογεωλογία, η ορυκτολογία, η γεωθερμία είναι υποσύνολα της γεωλογίας. Ο προτεινόμενος τίτλος παραπέμπει περισσότερο σε μια γραφειοκρατική διοικητικού χαρακτήρα δημόσια υπηρεσία και όχι σε ένα φορέα που ασχολείται με την γεωπεπιστημονική έρευνα. Με το σημερινό καθεστώς (η αλλαγή του δεν είναι θέμα άμεσης προτεραιότητας) στο ΙΓΜΕ θα μπορούσε να δοθεί το όνομα αυτού που είναι, π.χ. Εθνικό/Ελληνικό Κέντρο Γεωλογικών Ερευνών, ή Ελληνικό Ινστιτούτο Γεωλογικής Έρευνας ή Ινστιτουτο Γεωλογικής Έρευνας της Ελλάδας. Απλά μερικές γρήγορες σκέψεις, αλλά σίγουρα υπάρχουν και άλλες πιο δόκιμες επιλογές. Το ΙΓΜΕ, όπως κάθε οργανισμός χρειάζεται «νέο αίμα» για να μπορέσει να είναι βιώσιμος. Στην κατεύθυνση η πρόσληψη μεγάλου αριθμού νέων γεωεπιστημόνων (υπάρχουν πολλοί στη χώρα μας) αποτελεί πλέον επιτακτική και επιβεβλημένη ανάγκη. Είναι αυτοί που θα αλλάξουν τις ισορροπίες, θα φέρουν τις σύγχρονες τεχνικές και θα δημιουργήσουν τις πρϋποθέσεις για ένα δυναμικότερο και πιο ανταγωνιστικό Ινστιτούτο γεωλογικής έρευνας. Το κείμενο και το περιεχόμενο του νομοσχεδίου (αν έμπαινε κάποιος στην λογική σχολιασμού του), παρουσιάζετια σε πολλά σημεία ιδιαίτερα προβληματικό, με πρόχειρες νοηματικά προσεγγίσεις και λάθος χρήση της σχετικής επιστημονικής ορολογίας. Θα περίμενε κανείς, στο συγκεκριμένο υψηλό επίπεδο που βρίσκεται και κινείται η διαδικασία σύνταξης του νομοσχεδίου καλύτερο ποιοτικό αποτέλεσμα. Ορισμένα τμήματα του χρειάζεται να ξαναγραφούν σχεδόν από την αρχή, με άλλο περιεχόμενο, διάρθρωση, δομή και προσεγγίσεις, ενέργειες που απαιτούν χρονικό διάστημα αρκετών ημερών. Αν για παράδειγμα κοιτάξει κάποιος την παράγραφο 2 του άρθρου 1, πραγματικά είναι πολύ δύσκολο να βγάλει άκρη. Οι λέξεις «μεταλλευτικών», «μεταλλευτικής», «μεταλλευτική» αναφέρονται τρεις φορές, εντελώς ασύνδετα με τα συμφραζόμενα και χωρίς να εξυπηρετούν συγκεκριμένο λόγο. Τι οφείλει να είναι το ΙΓΜΕ Το ΙΓΜΕ είναι ο επιστημονικός φορέας γεωλογικής έρευνας της χώρας. Η δυναμική της επιχειρησιακής του λειτουργίας και προγραμματικής του δραστηριότητας βασίζονται στον υψηλό βαθμό εξειδίκευσης και το διεπιστημονικό γνωσιακό κεφάλαιο που διαθέτει σε θέματα γεωλογικής έρευνας. Στον ρόλο του ανήκει η αντικειμενική επικαιροποίηση και η ολοκληρωμένη εκτελεστική του παρέμβαση με στόχο την κανονική και ομαλή λειτουργία των γεωλογικών υποδομών της χώρας που αναφέρονται, συνδέονται και εξαρτώνται από την κατάσταση (έρευνα, δεδομένα, μελέτη, αξιολόγηση, αξιοποίηση) που, για παράδειγμα βρίσκονται τα αποθέματα νερών, η ποιότητα των εδαφών και η βιωσιμότητα των ΟΠΥ. Το ΙΓΜΕ έχει εκτελεστικό ρόλο, με το σύνολο της δραστηριότητας του να αναφέρεται στο διαχρονικό έργο που υλοποιεί με στόχο κάθε φορά να προσθέτει νέα επιστημονική γνώση, βέλτιστες μεθοδολογικές πρακτικές και καινοτόμες τεχνολογικές εφαρμογές στο ευρύτερο αντικέιμενο της γεωλογίας. Με άλλα λόγια το ΙΓΜΕ γνωμοδοτεί, ερευνά, αξιολογεί, μελετά, εκπονεί και προτείνει την αξιοποίηση και χρήση, με την αλυσίδα αξίας της διαδρομής και διαδικασίας αυτής να κλείνει προς όφελος της κοινωνίας, του δημόσιου συμφέροντος και της βιώσιμης ανάπτυξης, στη βάση πάντοτε τήρησης του τρίπτυχου, Οικονομική Σταθερότητα-Κοινωνική Πρόοδος-Περιβαλλοντική Φροντίδα. Το νομοσχέδιο αυτό θέλει το ΙΓΜΕ να ελέγχει και να εποπτεύει, κάτι που μπορεί κατά περίπτωση να συμβεί, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα αποτελέσει αυτό κεντρική του αρμοδιότητα. Να μην γίνει δηλαδή το ΙΓΜΕ «περιφερόμενος ΣΔΟΕ» ή «γεωλογικός Ράμπο». Πως μπορεί να διοικείται το ΙΓΜΕ Βασικός στόχος και προϋπόθεση της διοικητικής δομής και σύνθεσης είναι η λειτουργική ευελιξία και η ταχύτητα των αποφάσεων. Στην κατεύθυνση αυτή προτείνονται τα παρακάτω: Το ΙΓΜΕ έχει Γενικό Διεθυντή (ΓΔ) με απόλυτη εκτελεστική ευθύνη και αρμοδιότητα απέναντι στα επιστημονικά, τεχνικά και οικονομικά θέματα του Ινστιτούτου. Η θέση του ΓΔ προκηρύσσεται με ανοιχτό διαγωνισμό, με την αξιολόγηση και επιλογή να γίνεται από διεθνή επιτροπή 5 εμπειρογνωμόνων/ειδικών σχετικών με το θέμα. Το αρμόδιο Υπουργείο/Υπουργός συμμετέχει στον ορισμό της επιτροπής αξιολόγησης των υποψηφίων αλλά δεν εμπλέκεται στην απόφαση της τελικής επιλογής. Με άλλα λόγια ο ΓΔ επιλέγεται στη βάση επιστημονικών και τεχνοκρατικών κριτηρίων και όχι πολιτικών. Η διάρκεια θητείας του ΓΔ είναι 6 χρόνια με προοπτική ανανέωσης για άλλα 6 χρόνια. Είναι συχνή η διαπίστωση ότι ευρωπαϊκοί γεωλογικοί φορείς έχουν τον ίδιο ΓΔ για 10-15, τη στιγμή που στο ίδιο διάστημα το ΙΓΜΕ μπορεί να έχει αλλάξει 8-10 ΓΔ. Το ΙΓΜΕ δεν έχει Διοικητικό Συμβούλιο γιατί απλά δεν το χρειάζεται. Το ΙΓΜΕ λειτουργεί επιχειρησιακά στη βάση ηγετικής ομάδας στην οποία προεδρεύει ο ΓΔ και συμμετέχουν οι Διευθυντές/Τομεάρχες (αδιάφορο πως θα αποκαλούνται) που προέρχονται από την υψηλότερη δοικητική βαθμίδα του Ινστιτούτου. Σε τακτές συναντήσεις τους, που καλεί ο ΓΔ, αυτοί εισηγούνται τα θέματα και ο ΓΔ παίρνει μόνος του τις αποφάσεις. Θα μπορούσε να υπάρξει, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο, Ομάδα Εξωτερικών Συμβούλων, που εκπροσωπούν την κοινωνία, την παραγωγική οικονομία, την ακαδημαϊκή κοινότητα, την αυτοδιοίκηση..., με γνωμοδοτικές παρεμβάσεις στο έργο του ΙΓΜΕ. Το ΙΓΜΕ έχει δική του προγραμματική στρατηγική και επιχειρησιακό σχέδιο βάση του οποίου επιλέγει την εκτέλεση συγκεκριμένων έργων και αναζητά αντίστοιχα τις καλύτερες δυνατές πηγές χρηματοδότησης, πέρα και συμπληρωματικά των δημοσίων επενδύσεων. Το ΙΓΜΕ ανταποκρίνεται και υλοποιεί κατά προτεραιότητα τις προγραμματικές επιλογές της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της χώρας. Αυτό γίνεται χρονικά ελεγχόμενα αλλά και εμβόλιμα με σχετικές εγκυκλίους του αρμόδιου Υπουργείου/Υπουργού. Το ΙΓΜΕ υποβάλλει κάθε χρόνο ετήσιο απολογισμό της προηγούμενης χρονιάς μέχρι το τέλος Μαρτίου της επόμενης, όπου παρουσιάζονται η πορεία και τα αποτελέσματα των έργων, που αξιολογούν και προσεγγίζουν την παραγωγικότητα σε σχέση με τις δαπάνες, λαμβάνοντας υπόψη εκτός από τα έξοδα των έργων και το κόστος των εργατοωρών που χρησιμοποιήθηκαν για την υλοποίηση τους. Η αξιολόγηση να γίνεται από τμήμα ορκωτών λογιστών του δημοσίου, αν κάτι τέτοιο υπάρχει και λειτουργεί στη χώρα μας. Σχόλια επί του κειμένου Το άρθρο 2 είναι χαοτικό συναθροίζοντας χωρίς οποιαδήποτε λογική και οργάνωση 3 σελίδες αρμοδιοτητων με τυχαίο και πρόχειρο τρόπο. Χρειάζεται θεματική ταξινόμηση και ομαδοποίηση για βγάζει κάποιο νόημα ο αναγνώστης. Για παράδειγμα, «Υδρογεωλογικές μελέτες» και από κάτω όποιες αρμοδιότητες συνδέονται με αυτές. «Κοιτασματολογικές μελέτες», κοκ. Η οργανωτική διάρθρωση που προτέινεται στο άρθρο 7 είναι πεπαλαιωμένη και παρωχημένη. Έχει σχεδόν απορριφθεί και δεν χρησιμοποιείται από τους περισσότερους γεωλογικούς φορείς, τουλάχιστον από αυτούς του ευρωπαϊκού βορρά. Στις περισσότερες περιπτώσεις αναδεικνύονται οργανογράμματα που επιχειρούν να περάσουν από μια δυσλειτουργική και αντιπαραγωγική διάρθρωση σε ένα ευέλικτο και δυναμικό σχήμα όπως αρμόζει σε ένα σύγχρονο ερευνητικό ινστιτούτο. Μία οργανωτική δομή που ανταποκρίνεται στις τρέχουσες αναπτυξιακές ανάγκες και προκλήσεις, αλλά και στις απαιτήσεις που διαμορφώνουν συγκεκριμένα οι όροι για την συνύπαρξη οικονομικής βιωσιμότητας, κοινωνικής συνοχής και περιβαλλοντικής προστασίας. Είναι γεγονός ότι για πολλά χρόνια στο ιστορικό και πρόσφατο παρελθόν η οργανωτική διάρθρωση των εθνικών φορέων γεωλογικής έρευνας στηριζότανε στην επιχειρησιακή λειτουργία διευθύνσεων που αναφέρονταν στις διαθέσιμες επιστημονικές ειδικότητες και εργαλεία, π.χ. Διέυθυνση Ορυκτολογίας, Διεύθυνση Κοιτασματολογίας, Διεύθυνση Υδρογεωλογίας κλπ. Εξυπηρετούσαν δηλαδή μια εσωστρεφή αντίληψη και θεματική ισορροπία, περισσότερο στη λογική της «επιθυμητής» έρευνας και λιγότερο στην ανάδειξη και αντιμετώπιση πραγματικών προβλημάτων. Σήμερα τα οργανογράμματα και επιχειρησιακά σχέδια των ινστιτούτων γεωλογικής έρευνας είναι απόλυτα εξωστρεφή και βασίζονται στη στρατηγική ανάλυση των κοινωνικό-οικονομικών αναγκών και τις απαιτήσεις των «εν δυνάμει» τελικών χρηστών. Στόχος των σχετικών διαρθρώσεων είναι πλέον να καταστήσουν την λειτουργία της γεωλογικής έρευνας περισσότερο δημιουργική και ρεαλιστική (συμβατή με την αληθινή πραγματικότητα), αλλά και πιο αποτελεσματική και παραγωγική. Με βασικό σκοπό να συνδυάζει επιλεγμένες αναπτυξιακές προτεραιότητες με την εφαρμογή καινοτόμων μεθόδων, νέων τεχνολογιών και σύγχρονων επιστημονικών εργαλείων. Σε μια πολύ γενική προσέγγιση τα οργανογράμματα να περιλαμβάνουν εκτελεστικές διεθύνσεις που αφορούν στην διασφάλιση των γεωλογικών υποδομών και στην αξιοποίηση των φυσικών πόρων, συμπεριλαμβανομένων των ΟΠΥ, των ενεργειακών πηγών και των υπόγειων νερών, και υποστηρικτικές διευθύνσεις που παρέχουν τον απαραίτητο και κατάλληλο εργαστηριακό και τεχνικό εξοπλισμό. Σχετικά με τις διαβουλεύσεις Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η δημόσια διαβούλευση επί νομοσχεδίων ή άλλων σχετικών υποθέσεων και θεμάτων είναι μια διαδικασία που στη βάση της υπηρετεί και προάγει την διαφάνεια και τον δημοκρατικό διάλογο. Επιδιώκει με άλλα λόγια να δώσει την δυνατότητα ανοιχτής παρέμβασης και ελεύθερης διατύπωσης. Δυστυχώς πολλές φορές αυτό δεν καθίσταται δυνατό λόγω κυρίως των στενών χρονικών περιθωρίων που ισχύουν για την διάρκεια της διαβούλευσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χρονικό διάστημα 10 ημερών της παρούσας διαβούλευσης. Συγκεκριμένα η διαβούλευση κοινοποήθηκε στις 5 Οκτωβρίου και ολοκληρώνεται στις 15 Οκτωβρίου. Είναι φανερό ότι δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι που ενδεχόμενα θα ενδιαφέρονταν να συμμετάσχουν να μπορέσουν να το κάνουν εντός 10 ημερών. Ούτε μπορεί να απαιτεί κανείς μέσα στα στενά αυτά χρονικά περιθώρια να δώσει τεκμηριωμένες απαντήσεις, να κάνει ουσιαστικά σχόλια και να υποβάλλει καλά επεξεργασμένες προτάσεις. Σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές που διεθνώς ισχύουν για το θέμα, η διάρκεια των διαβουλεύσεων οφείλει να είναι το λιγότερο 12 εβδομάδες. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν δημόσιες διαβουλεύσεις που κρατούν πάνω από 3 μήνες. Κατά συνέπεια αν εννοούμε και θέλουμε σοβαρά ο θεσμός αυτός να έχει υψηλότερο δείκτη ανταπόκρισης και ευρύτερο ενδιαφέρον συμμετοχής στη χώρα μας, τότε θα πρέπει το ταχύτερο να προσαρμοστούμε με τις προδιαγραφές που ισχύουν πραγματικά. Διαφορετικά η δημόσια διαβούλευση χάνει την διαδικαστική της σημασία της και δεν καταλήγει σε χρήσιμα αποτελέσματα.