• Σχόλιο του χρήστη 'Ελληνικός Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ)' | 26 Δεκεμβρίου 2019, 20:22

    Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία -της οποίας τους βασικούς άξονες παρουσίασε στις 11 Δεκεμβρίου 2019 η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- θα αποτελέσει ένα ολιστικό πλαίσιο για την Ευρωπαϊκή οικονομία, με ορίζοντα το 2050, έτσι ώστε να καταστεί κλιματικά ουδέτερη και βέβαια να παραμείνει ανταγωνιστική στο διεθνές στερέωμα. Ο κεντρικός στόχος της κλιματικής ουδετερότητας έχει ήδη γίνει αποδεκτός σχεδόν από όλα τα κράτη-μέλη (με την προσωρινή εξαίρεση της Πολωνίας) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 12ης Δεκεμβρίου 2019. Μέσα σε αυτό το Ευρωπαϊκό πλαίσιο και με κεντρικό οδηγό την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας κατανοούμε ότι έχει εκπονηθεί και η υπό διαβούλευση Μακροχρόνια Στρατηγική 2050 (ΜΣ50) της χώρας μας. Ο ΕΣΑΗ συμφωνεί απόλυτα με τον στόχο για κλιματικά ουδέτερη οικονομία το 2050, υπογραμμίζοντας ότι στον τομέα του ηλεκτρισμού αυτό μπορεί να επιτευχθεί και νωρίτερα -σύμφωνα και με τον οδικό χάρτη για την απανθρακοποίηση και τον εξηλεκτρισμό που έχει εκπονήσει η Eurelectric (Decarbonisation pathways, 2018). Ιδίως μάλιστα λαμβάνοντας υπόψη, όπως η μακροχρόνια στρατηγική συμπεραίνει (σχήμα 33), ότι η μετάβαση σε ένα κλιματικά ουδέτερο ηλεκτρικό σύστημα θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους ρεύματος για νοικοκυριά κι επιχειρήσεις. Το σχέδιο της ΜΣ50 -σε αντίθεση με το ΕΣΕΚ- δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής για την επίτευξη των δύο στρατηγικών (διατήρηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2°C ή κάτω από τον 1,5°C), αλλά αναπτύσσει και αξιολογεί τα αποτελέσματα έξι σεναρίων. Για αυτόν τον λόγο και οι παρατηρήσεις του Συνδέσμου μας σχετικά με τη ΜΣ50 δεν επεκτείνονται σε γενικότερα θέματα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής αλλά γίνονται επί των σεναρίων, των παραδοχών και των αποτελεσμάτων. Σενάρια • Με δεδομένη τη δέσμευση της ΕΕ για κλιματικά ουδέτερη οικονομία μέχρι το 2050, δύο μόνο από τα σενάρια της ΜΣ50 είναι συμβατά με αυτόν τον στόχο. Το ΕΕ1.5 (μέγιστος εξηλεκτρισμός και βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, για να επιτευχθεί ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισίου για περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου) και το NC1.5 (εξηλεκτρισμός, βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και νέοι ενεργειακοί φορείς δηλ. κλιματικά ουδέτερα αέρια). Το σενάριο ΕΣΕΚ-2030 μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος “no-regrets” σεναρίου. • Η απόκλιση, όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ), μεταξύ του “no-regrets” και των δύο συμβατών σεναρίων είναι 37 ποσοστιαίες μονάδες (95% μείωση έναντι 58% μείωσης). Αυτό το εύρημα από μόνο του δηλώνει και τη φιλοδοξία, αλλά και δυσκολία του εγχειρήματος για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας σε όλο το εύρος της οικονομίας μέσα στην εικοσαετία 2030-2050. • Σε κάθε περίπτωση, ο ΕΣΑΗ πιστεύει ότι η πολύ μεγάλη βελτίωση στην εξοικονόμηση ενέργειας και τον εξηλεκτρισμό των ενεργειακών χρήσεων σε όλους τους τομείς είναι εκ των ων ουκ άνευ και στα δύο συμβατά σενάρια. Η Ελλάδα έχει παραδοσιακά ισχυρή βιομηχανία οικοδομικών υλικών, πρέπει λοιπόν να επενδύσει και για αυτόν τον λόγο στην εξοικονόμηση ενέργειας. Ταυτόχρονα η Ελλάδα μπορεί να γίνει χώρα παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ σε τιμές φθηνότερες από ό,τι σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, λόγω του υψηλού ηλιακού και αιολικού δυναμικού της, κι έτσι να επιλεχθεί από ελληνικές και διεθνείς εταιρείες ως τόπος για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου. Συγκεκριμένα η χώρα μας θα πρέπει να είναι εξαγωγική μακροχρόνια κατά τις χρονικές στιγμές αφθονίας των ΑΠΕ, παρέχοντας ενέργεια και υπηρεσίες εξισορρόπησης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και σε λίγες ώρες έλλειψης ΑΠΕ να γίνεται εισαγωγική. Αυτά τα δύο βασικά πλεονεκτήματα της χώρας θα πρέπει να λάβει υπόψη η ΜΣ50 τώρα αλλά και σε κάθε αναθεώρησή της. • Η συνεχής παρακολούθηση των τεχνολογικών εξελίξεων -άρα και των σεναρίων της ΜΣ50- μπορεί να βοηθηθεί από την ενεργό συμμετοχή, στην παρακολούθηση και μελλοντική αναθεώρηση της μακροχρόνιας στρατηγικής, των μεγάλων εταιρειών ενέργειας και ηλεκτρισμού της χώρας οι οποίες άλλωστε βρίσκονται σε τακτική επαφή με το διεθνές R&D ή/και επενδύουν και οι ίδιες σε αυτό. Παραδοχές • Ο ρυθμός αύξησης της εθνικής οικονομίας (από 2,85% το 2020 σε 2,07% το 2025) ίσως και να θεωρείται συντηρητικός για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Το σημείο αυτό πιθανώς να χρειαστεί αναθεώρηση εντός του 2020 και ανάλογα με τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις της χώρας μας με τους θεσμούς της ΕΕ όσον αφορά τη δυνατότητα χρήσης των εσόδων από τα κέρδη των Κεντρικών Τραπεζών (ANFA- SMP) για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην Ελλάδα. • Οι τιμές των δικαιωμάτων EUA για μετά το 2030 γίνονται πραγματικά πολύ υψηλές. Στα συμβατά σενάρια από 31,2 Ευρώ/τόνο το 2030 φθάνουν τα 64 Ευρώ/τόνο το 2035 και αγγίζουν τα 380 Ευρώ/τόνο το 2050. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η ΜΣ50 έχει λάβει υπόψη της τη διασύνδεση του Ευρωπαϊκού EU ETS με άλλα συστήματα εμπορίας δικαιωμάτων μετά το 2030 ή θεωρεί πως θα παραμείνει απομονωμένο σύστημα έως το 2050, δηλαδή μόνον οι υπόχρεες εγκαταστάσεις στην ΕΕ θα είναι αντιμέτωπες με τόσο υψηλές τιμές δικαιωμάτων. • Ο ΕΣΑΗ διατυπώνει εκ νέου τη θέση του για την αναγκαιότητα σχεδιασμού και κατασκευής νέων διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων, ιδίως για την περίοδο 2030-2050. Μόνο έτσι θα μπορεί να γίνεται εξαγωγή των πολύ μεγάλων ποσοτήτων από τα έργα ΑΠΕ κατά τις ώρες αιχμής του ηλιακού και αιολικού δυναμικού και να μην οδηγούμαστε σε φαινόμενα κορεσμού του εσωτερικού ηλεκτρικού δικτύου ή/και περικοπής της παραγωγής των κυμαινόμενων ΑΠΕ. • Με τόσο υψηλές τιμές δικαιωμάτων εκπομπής προφανώς και μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να καταστεί βιώσιμη η -σήμερα ακόμα ανώριμη- τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCS). Το καίριο ερώτημα για την Ελλάδα είναι το πού θα γίνει η αποθήκευση του CO2, καθώς επίσης και για πόσα έτη επαρκεί η αποθηκευτική ικανότητα των 140 Mt CO2 που αναφέρει η ΜΣ50. • Στη ΜΣ50 δεν φαίνεται να έχει ληφθεί υπόψη η δυνατότητα για καταβόθρες διοξειδίου του άνθρακα (carbon sink) π.χ. δάση. Για αυτόν τον σκοπό θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2018/841. Στόχος φυσικά είναι να επιτευχθεί η απαιτούμενη κλιματική ουδετερότητα με το μικρότερο κόστος. • Επειδή η ΜΣ50 προτείνει την ανάμιξη αερίων (κλιματικά ουδέτερων και μη) στα ήδη υπάρχοντα δίκτυα, θα πρέπει να ληφθεί πρόνοια για τις εγκαταστάσεις των καταναλωτών και τον τρόπο κάλυψης του κόστους προσαρμογής (π.χ. εγκεκριμένα σχήματα state aid). Αποτελέσματα • Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος μειώνεται από τα 130 Ευρώ/MWh το 2020 στα περίπου 105 Ευρώ/MWh το 2050. Αυτό είναι το βασικό μήνυμα προς την κοινωνία των πολιτών που θα κληθεί να ενστερνισθεί και να συμμετάσχει ενεργά στην ενεργειακή μετάβαση. Η προστασία του κλίματος πρέπει και μπορεί να συμβαδίζει με την ανάπτυξη και τις επενδύσεις αλλά και με τη φθηνότερη ενέργεια. • Αν και το κείμενο της ΜΣ50 δεν υπεισέρχεται σε θέματα σχεδιασμού των αγορών, γίνεται φανερό, από την μελλοντικά πολύ μεγάλη εγκατεστημένη ισχύ των έργων ΑΠΕ, ότι οι αγορές διαθέσιμης ισχύος θα καταστούν πιθανότατα μόνιμη συνιστώσα των αγορών ηλεκτρισμού σε όλη την έκταση της ΕΕ. Και αυτό όχι μόνο για τη διασφάλιση κατανεμόμενων μονάδων και για τις μονάδες αποθήκευσης, αλλά και των έργων ΑΠΕ με κυμαινόμενη παραγωγή. • Ένα πράγματι εντυπωσιακό εύρημα είναι ότι την εικοσαετία 2030-2050 αναμένεται πολύ μεγάλη αύξηση έως και σχεδόν τριπλασιασμός της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας (από 62-65 TWh το 2030 σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, σε 101-173 TWh το 2050 στα δύο συμβατά σενάρια). Για να καταδειχθεί η πολύ μεγάλη πρόκληση αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η κατανάλωση ηλεκτρισμού στην Ελλάδα την εικοσαετία 2000-2020 θα μεταβληθεί από 53 TWh σε περίπου 58,5 TWh (πρόβλεψη ΕΣΕΚ για το 2020). Είναι προφανές ότι μόνο με τη λειτουργία ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών και την ύπαρξη επαρκών διασυνδέσεων μπορεί να γίνει δυνατή η σύνδεση των δεκάδων επιπλέον GW ισχύος και η απορρόφηση ή/και το διασυνοριακό εμπόριο αυτών των τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας. • Από τα αποτελέσματα της ΜΣ50 αναδεικνύεται η αναγκαιότητα των ευέλικτων θερμικών μονάδων (ειδικά αυτών που θα λειτουργούν με κλιματικά ουδέτερα αέρια) σε συνδυασμό με αποθηκευτικά μέσα (π.χ. αντλησιοταμίευση) για την παροχή εφεδρειών και τη διασφάλιση της εύρυθμης καθημερινή λειτουργία του Ηλεκτρικού Συστήματος με την πολύ μεγάλη εγκατεστημένη ισχύ κυμαινόμενων ΑΠΕ που προβλέπεται σε κάθε ένα από τα δύο συμβατά σενάρια. • Πολύ σημαντική θα είναι η συμβολή του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού τομέα στην υλοποίηση της μετάβασης σε κλιματικά ουδέτερη οικονομία την περίοδο 2030-2050. Και στα δύο σενάρια του 1,5 βαθμού Κελσίου οι ετήσιες επενδυτικές δαπάνες κυμαίνονται στα 9-10 δισ. Ευρώ (χωρίς τις μεταφορές και τις αγορές οχημάτων) με 2-3 δισ. Ευρώ εξ αυτών να αφορούν την ηλεκτροπαραγωγή και τα δίκτυα. Είναι αναγκαίο λοιπόν να διαμορφωθούν προϊόντα και υπηρεσίες που να συνδέονται με τις ανάγκες της ριζικής αναδιάταξης του ενεργειακού τομέα και της προστασίας του κλίματος. Τα πράσινα ομόλογα είναι μια αρχή αλλά απαιτούνται πολλά περισσότερα. • Επειδή η τεχνολογία παραγωγής πράσινου υδρογόνου και άλλων κλιματικά ουδέτερων αερίων (βιοαέριο και συνθετικό μεθάνιο) είναι ακόμα σε πρώιμη φάση, είναι αναμενόμενο να αυξηθεί μελλοντικά ο βαθμός απόδοσής τους. Επομένως θα μειωθεί η απαραίτητη ισχύς έργων ΑΠΕ για την τροφοδοσία των εγκαταστάσεων παραγωγής αυτών των αερίων. Συνεπώς το σενάριο NC1.5 στην πρώτη αναθεώρηση της ΜΣ50 πιθανώς θα προβλέπει χαμηλότερη συνολική εγκατεστημένη ισχύ έργων ΑΠΕ σε σχέση με σήμερα. • Αν και η Ελλάδα έχει πλούσιο γεωθερμικό δυναμικό, η ΜΣ50 -σε συνέχεια μάλιστα του ΕΣΕΚ- προβλέπει μόνο πολύ περιορισμένη διείσδυση της γεωθερμίας στην ηλεκτροπαραγωγή. Αυτό το σημείο θα πρέπει πιθανώς να επανεξετασθεί κατά τη διαδικασία παρακολούθησης και αναθεώρησης της μακροχρόνιας στρατηγικής. Το ίδιο ισχύει και για την τεχνολογία της συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας υψηλής απόδοσης, καθώς και για τα θαλάσσια αιολικά πάρκα • Η υπό διαβούλευση ΜΣ50 συμπεραίνει ότι μελλοντικά η συμμετοχή του σιδηροδρόμου και γενικά των μέσων σταθερής τροχιάς τόσο στην επιβατική όσο και στην εμπορευματική κίνηση θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αυτό όμως δεν συνάδει με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας που προβλέπει ότι το 75% των σημερινών οδικών μεταφορών εντός της ΕΕ θα πρέπει να αναληφθεί από τους σιδηροδρόμους και τις πλωτές μεταφορές.