Αρχική ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣΆρθρο 44 Τροποποίηση του π.δ. 59/2018Σχόλιο του χρήστη Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας | 17 Μαρτίου 2020, 22:02
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Άρθρο 44 Τροποποίηση π.δ. 59/2018 Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας ζητάει να απαλειφτεί η προσθήκη της θήρας ως χρήση γης στο σημείο 24.12 της επιχειρούμενης τροποποίησης τους ΠΔ 59/2018. Και αυτό διότι από τη σύσταση του ελληνικού κράτους και με βάση τις κοινοτικές οδηγίες, το κυνήγι δεν αντιμετωπίζεται ως χρήση γης ή κάλυψη γης, αλλά ως υπαίθρια κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα αναψυχής. Κάτω από αυστηρό νομικό πλαίσιο και ειδικές ρυθμιστικές αποφάσεις, η θήρα ασκείται οριζόντια, πάνω και πέρα από την πολεοδομική έννοια της χρήσης γης. Με βάση τον Αστικό Κώδικα (άρθρο 1077 του ΑΚ), η θήρα σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με το θήραμα, και όχι με την ιδιοκτησία της γης, ή την κάλυψη της γης ή τη χρήση της γης. Το θήραμα, μάλιστα, ανήκει στον πρώτο νόμιμο καρπωτή του (κυνηγό). Η συγκεκριμένη χωροταξική διευθέτηση για την θήρα που επιχειρείται από το νομοσχέδιο, συνιστά και εισάγει μία καινοφανή έννοια. Και αυτό είναι κάτι που αναπόφευκτα θα επιφέρει τεράστια δυσλειτουργία στους χρήστες και την διοίκηση, σε ότι αφορά την ρεαλιστική εφαρμογή της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας. Άρθρο 14β Ζώνη προστασίας της φύσης Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας θεωρεί ότι στην Ζώνη προστασίας της φύσης η θήρα πρέπει να επιτρέπεται. Ειδικές ρυθμίσεις θήρας, πέρα από τις υφιστάμενες, στην εν λόγω Ζώνη, θα πρέπει να λαμβάνονται μόνο στην έκταση που καταλαμβάνουν τα κρίσιμα ενδιαιτήματα ειδών χαρακτηρισμού, εφόσον τεκμηριωμένα προκύπτει ότι η δραστηριότητα του κυνηγίου αποτελεί σημαντική πίεση ή απειλή για τα είδη χαρακτηρισμού. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις θήρας δεν είναι αναγκαίες εφόσον τα είδη χαρακτηρισμού της περιοχής βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης. Οι ρυθμίσεις θήρας θα πρέπει να αξιολογούνται κατά τον περίτροπο χρόνο αναθεώρησης του Διαχειριστικού σχεδίου. Άρθρο 14γ Ζώνη διαχείρισης οικοτόπων και ειδών Εν ονόματι των 200.000 κυνηγών που εκπροσωπεί, η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας ζητάει να συμπεριλαμβάνεται εξαρχής η θήρα, στις δράσεις που επιτρέπονται εντός της Ζώνης Διαχείρισης οικοτόπων & ειδών. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ακολουθούνται οι προβλέψεις που καθορίζονται στην Ζώνη προστασίας της φύσης : “(24) Αγροτικές εκμεταλλεύσεις - εγκαταστάσεις και δραστηριότητες, με εξειδίκευση ανά υποκατηγορίες ανάλογα με τη Ζώνη”. Στην Ζώνη διαχείρισης οικοτόπων και ειδών, εξ ορισμού δεν περιλαμβάνονται κρίσιμα ενδιαιτήματα ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος, καθώς και οικότοποι προτεραιότητας, όπως συμβαίνει στις δύο προηγούμενες ζώνες. Άρα η θήρα στην Γ ζώνη πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις υφιστάμενες αυστηρές προβλέψεις της εθνικής νομοθεσίας, χωρίς περαιτέρω «εξειδίκευση». Οι υφιστάμενοι αυστηροί περιορισμοί χρόνου θήρας, αριθμού θηρευομένων ειδών, τρόπων και μέσων θήρας, περιοχών εκτός θήρας κ.α., καθώς και η ύπαρξη της ετήσιας Ρυθμιστικής Απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και των τοπικών δασικών ρυθμίσεων θήρας, εξασφαλίζουν τον μεγαλύτερο στην Ευρώπη βαθμό ασφαλείας, όσον αφορά στις διατάξεις προστασίας των ειδών. Παράλληλα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το ΣτΕ (ΣτΕ 1047/2001) έχει δεχθεί ότι “η θήρα αποτελεί μορφή διαχείρισης της άγριας πανίδας, η οποία μπορεί να επιτρέπεται βάσει πάντοτε ρητών κανονιστικών διατάξεων……”. Προκύπτει επομένως ότι η θήρα δεν θα πρέπει να τίθεται υπό αμφισβήτηση σε μία ζώνη που φέρει τον τίτλο: «Ζώνη διαχείρισης οικοτόπων και ειδών». Όλες οι υφιστάμενες απαγορεύσεις κυνηγίου και αυτές που θα προκύψουν σε τμήμα του δικτύου Natura, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αφορούν μία ανθρώπινη παραδοσιακή δραστηριότητα (ερασιτεχνική θήρα), η οποία ποτέ δεν θεωρήθηκε από επιστήμονες ως υπεύθυνη για την εξαφάνιση κανενός είδους. Πέραν τούτου, όμως, αποτελεί και αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής μας παράδοσης, συμβάλλοντας σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη της υπαίθρου και στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των Ελλήνων. Tο εν λόγω νομοσχέδιο πρέπει να φροντίσει, ώστε να μην υπάρχει δυσαναλογία στην σχέση περιβαλλοντικών προβλημάτων και αντίστοιχης νομικής προστασίας, την στιγμή που το πλέον δυσεπίλυτο και κρίσιμο πρόβλημα για την επιβίωση των ειδών της άγριας ζωής, είναι η υποβάθμιση και η απώλεια των οικοτόπων σε διεθνές επίπεδο (The Global 2000 Report to the President, WWF, IUCN κ.α.). Οι υποχρεώσεις του κράτους από το άρθρο 24 του Συντάγματος, όσον αφορά στην προστασία της άγριας πανίδας, δεν θα πρέπει να εξαντλούνται σε απαγορευτικές για το κυνήγι διατάξεις. Σε αυτό το πνεύμα η Ε.Ε. χρηματοδοτεί Πρόγραμμα προώθησης και συνεργασίας μεταξύ των Κυνηγετικών Οργανώσεων και των Διαχειριστικών Αρχών των περιοχών NATURA με τον τίτλο: «NATURA 2000. Μια ευκαιρία για τη βιοποικιλότητα και το κυνήγι στην Ευρώπη» (NATURA 2000. An opportunity for Biodiversity and Hunting in Europe). Άρθρο 14δ Ζώνη βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας ζητάει να προβλέπεται εξ αρχής η άσκηση της θήρας στη Ζώνη βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά από τη δασική νομοθεσία και τις ειδικές ρυθμιστικές αποφάσεις. Η διερεύνηση της ειδικής περιβαλλοντικής επίπτωσης που προβλέπει το νομοσχέδιο, σε ό,τι αφορά τη θήρα στην Ζώνη βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων, έρχεται σε αντίθεση με την οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 197), με την οποία καθιερώθηκε η υποχρέωση προηγούμενης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, τα οποία τεκμαίρεται ότι έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καθορίζεται στο άρθρο 3, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην θήρα. Παρομοίως καμία αναφορά για την θήρα δεν γίνεται και στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, επειδή ακριβώς η επίδραση της θήρας δεν κρίνεται σημαντική. Αντίθετα, για να ασκηθεί θήρα έχει προηγηθεί της ετήσιας Υπουργικής ρυθμιστικής Απόφασης συνολική επιστημονική μελέτη, ως προς ένα έκαστο των θηρευσίμων ειδών. Η μελέτη αυτή καλείται κάθε φορά να τεκμηριώσει ότι κανένα θηρεύσιμο είδος δεν διατρέχει κίνδυνο αφανισμού ή μειώσεως του πληθυσμού του σε μη ικανοποιητικό επίπεδο, ενώ συμπεριλαμβάνει, επίσης, τεκμηριωμένη έκθεση, όσον αφορά στην επίδραση της θηρευτικής δραστηριότητας σε απολύτως προστατευτέα είδη (και ειδικότερα όσον αφορά τη δυνατότητα ελέγχου και λαθροθηρίας, προκειμένου να τηρηθούν οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη της Βέρνης και την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ. Επίσης, στην ίδια μελέτη γίνεται και ειδική έρευνα, όσον αφορά στην επίδραση των χρονικών ορίων της κυνηγετικής περιόδου (ενάρξεως και λήξεως) επί της αναπαραγωγικής δυνατότητας των ως άνω ειδών, η οποία εκκινεί από την υφιστάμενη πραγματική κατάσταση, όσο το δυνατόν εγγύτερα χρονικώς (και πάντως είναι μεταγενέστερη της λήξεως της προηγούμενης κυνηγετικής περιόδου, όπως απαιτεί η νομολογία του ΣτΕ). Με βάση όσα προαναφέρθηκαν είναι πρόδηλο ότι, η διερεύνηση της ειδικής περιβαλλοντικής επίπτωσης για την θήρα που φαίνεται να υιοθετεί το νομοσχέδιο στην Δ΄ Ζώνη, έχει ήδη υπερκαλυφθεί κατά την τεκμηρίωση των ειδικών ρυθμίσεων που διέπουν το κυνήγι, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.