• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΝΩΣΗ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ' | 18 Μαρτίου 2020, 00:00

    Εισαγωγικά Σχόλια Αρχικά θα πρέπει να τονιστεί η ανάγκη της παράτασης της δημόσιας διαβούλευσης του Σχεδίου Νόμου λόγω της έκτασής του και των θεμάτων που πραγματεύεται. Με την παράγραφο Α. (επί της αρχής) της Αιτιολογικής Έκθεσης που συνοδεύει το Σχέδιο Νόμου το κράτος αναγνωρίζει την προβληματική της ισχύουσας νομοθεσίας. Επισημαίνεται επίσης ότι η απλοποίηση της διαδικασίας της περιβαλλοντικής αδειοδότησης για την προώθηση των επενδύσεων αλλά και γενικότερα κρίνεται αναγκαία, ωστόσο, θα πρέπει να γίνει με γνώμονα την προστασία του φυσικού πλούτου της χώρας και την αποτροπή υποβάθμισής του. Το επίμαχο σχέδιο νόμου για τον εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής αδειοδότησης φαίνεται να βάζει σε προτεραιότητα τα θέματα ανάπτυξης και να υποβαθμίζει την προστασία του περιβάλλοντος τονίζοντας την παρωχημένη αντίληψη ότι η η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί τροχοπέδη για την «ανάπτυξη». Είναι πλέον ευρέως γνωστό ότι το δίπολο περιβάλλον-ανάπτυξη αποτελεί εσφαλμένη προσέγγιση που προκύπτει από ελλιπείς γνώσεις και κατανόηση της λειτουργίας περιβαλλοντικού-κοινωνικού-οικονομικού συστήματος. Διεθνώς πλέον η προστασία του περιβάλλοντος αναγνωρίζεται ως προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη και όχι ως τροχοπέδη όπως ήταν η αντίληψη τις προηγούμενες δεκαετίες, κυρίως από μη σχετικούς με το αντικείμενο της περιβαλλοντικής επιστήμης. Το μοντέλο της προστασίας του φυσικού κεφαλαίου ως εθνικού κεφαλαίου και ως παράγοντα βιώσιμης ανάπτυξης εφαρμόζεται σήμερα από τις πλέον προηγμένες οικονομικά χώρες παγκοσμίως, στη βόρεια Ευρώπη και Αμερική. Στο επίμαχο σχέδιο νόμου υποστηρίζεται ότι η αύξηση της χρονικής ισχύος των ΑΕΠΟ θα επιφέρει μείωση των ροών περιβαλλοντικών μελετών σε μια υπηρεσία συνεπώς και θα μπορεί να γίνεται γρηγορότερη αξιολόγηση αυτών άρα και έκδοση των ΑΕΠΟ. Η ταυτόχρονη μείωση των προθεσμιών όμως θα έχει ως αποτέλεσμα τη μη ικανοποιητική αξιολόγηση λόγω έλλειψης χρόνου καθώς το προσωπικό χρεώνεται μελέτες περισσότερες από αυτές που είναι ανθρωπίνως ικανό να διαχειριστεί ακόμη και στους χρόνους του Ν. 4014/2011 . Όπως είναι γνωστό άλλωστε πολλές ΜΠΕ είναι ιδιαίτερα ογκώδεις και σε συνδυασμό με άλλες μελέτες που πρέπει να αξιολογηθούν παράλληλα πολύ δύσκολα επιτυγχάνονται οι προθεσμίες που θέτει το νομικό πλαίσιο. Προτείνεται η τροποποίηση της ΥΑ 170225/2014 (ΦΕΚ 135/Β` 27.1.2014), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, που καθορίζει το περιεχόμενο των μελετών έτσι ώστε αυτό να μεταβάλλεται ανάλογα το έργο και να μην υποχρεούται ο μελετητής να αναλώνεται στην παράθεση βιβλιογραφίας για επιπτώσεις που δεν προκύπτουν λόγω της φύσης του έργου/δραστηριότητας αυξάνοντας έτσι τον όγκο των μελετών. Η λύση στο πρόβλημα των καθυστερήσεων που επικαλείται το παρόν σχέδιο νόμου δεν είναι μόνο η μείωση του αριθμού των προς αξιολόγηση μελετών, αλλά η ενίσχυση του ελεγκτικού μηχανισμού με επιστήμονες κατάλληλης ειδικότητας και σε ικανό αριθμό. Ο χρόνος αξιολόγησης μιας μελέτης εξαρτάται εκτός από τις γνώσεις του αξιολογητή και από την ποιότητα της ίδιας της μελέτης η οποία είναι αποτέλεσμα συνδυασμένης γνώσης πολλών επιστημονικών πεδίων του συντάκτη. Ειδικότητες που δεν προέρχονται από σχολές Περιβάλλοντος, παρά έχουν στο πρόγραμμα σπουδών τους 2-3 εισαγωγικά μαθήματα για τη διαχείριση του περιβάλλοντος, έχουν δικαίωμα απόκτησης του Μελετητικού πτυχίου 27 (περιβαλλοντικές μελέτες). Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι μελέτες αυτές χρειάζονται περισσότερο χρόνο να αξιολογηθούν καθώς, λόγω έλλειψης γνώσεων, στοχεύουν στην ποσότητα εμπεριέχοντας μη σημαντικές πληροφορίες με παράλληλη αύξηση του όγκου. Επίσης είναι προβληματικό το γεγονός ότι το Υπουργείο Περιβάλλοντος δεν στελεχώνεται κατά προτεραιότητα με αποφοίτους τμημάτων περιβαλλοντικών σπουδών ή τμήματα βιολογίας αλλά κυρίως με μηχανικούς κάθε ειδικότητας, που προφανώς δεν έχουν ως κύριο γνωστικό αντικείμενο την περιβαλλοντική επιστήμη. Θα πρέπει να αναφερθεί και το πρόβλημα της απουσίας ή ελλιπούς πραγματοποίησης ελέγχου για την τήρηση των όρων λειτουργίας που επιβάλλει η ΑΕΠΟ εντός της 10ετούς ισχύος της. Με την αύξηση της χρονικής διάρκειας ισχύος της ΑΕΠΟ θα έπρεπε τουλάχιστον να θεσπιστεί και υποχρεωτικός επιτόπιος έλεγχος, η θετική έκβαση του οποίου να λειτουργεί ως αίρεση για την ισχύ της ΜΠΕ. Ενδεχομένως να είναι σκόπιμη και η ανασύσταση της Ειδικής Υπηρεσίας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος και η απεμπλοκή της από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας για λόγους διαφάνειας. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ανάγκη για απλοποίηση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης και για μείωση του χρόνου αδειοδότησης, για τον εκσυγχρονισμό της ισχύουσας νομοθεσίας, με παράλληλη, ωστόσο, ισχυροποίηση της προστασίας του περιβάλλοντος. Τα παραπάνω θα βοηθήσουν στην καλύτερη λειτουργία των Υπηρεσιών να επιτελούν το έργο τους σωστά και με ταχύτητα και εν τέλει και στην οικονομική ανάπτυξη. Σχετικά με τη συγχώνευση των 36 Φορέων Διαχείρισης σε 24 Μονάδες Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΜΔΠΠ) εκτιμάται ότι θα δυσχεράνει και υποβαθμίσει το έργο τους, καθώς και θα τονίσει την ήδη υπάρχουσα αδυναμία διαχείρισης των διευρυμένων περιοχών. Παράλληλα δεν φαίνεται να προκύπτουν σημαντικά οφέλη ως προς την εξοικονόμηση πόρων και τη διοικητική διαχείριση. Επί της αρχής λοιπόν και για τη βελτίωση της διαδικασίας αδειοδότησης η ΕΠΠΕ προτείνει: α. την νομοθετική ρύθμιση για τη δυνατότητα λήψης του μελετητικού πτυχίου κατηγορίας 27 αποκλειστικά σε αποφοίτους Τμημάτων που παρέχουν σπουδές στην Περιβαλλοντική Επιστήμη (Περιβαλλοντολόγοι και Βιολόγοι). β. Στελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών (Υπουργείο Περιβάλλοντος, Περιφέρειες, κλπ) με ικανό αριθμό επιστημόνων που προέρχονται από Τμήματα αμιγώς περιβαλλοντικών σπουδών. γ. Τη διατήρηση της χρονικής διάρκειας των ΜΠΕ στα 10 έτη, όπως ισχύει σήμερα. δ. Την επανεξέταση των προθεσμιών των σταδίων αδειοδότησης και τον καθορισμό τους σε λογικά πλαίσια. Η παρούσα πρόταση που προωθεί το σχέδιο νόμου μειώνει τις προθεσμίες στο μισό χωρίς κάποια αιτιολογία αποδοτικότητας του μέτρου. Τα σχόλια παρατίθενται αναλυτικά ανά άρθρο Άρθρο 1 Με το άρθρο 1 προτείνεται η αύξηση της διάρκειας ισχύος της ΑΕΠΟ από 10 στα 15 έτη ενώ εάν οι ενδιαφερόμενοι διαθέτουν EMAS ή ISO 14001 η διάρκεια παρατείνεται κατά 6 και 4 έτη αντί 4 και 2 που ισχύει με τον Ν. 4014/2011. Με τον ρυθμό εξέλιξης της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας να καλπάζει, την ανάγκη για ολοενα και πιο αυστηρά όρια για κάποιους ρύπους, την αντιμετώπιση χημικών ενώσεων ως ρύπων που μέχρι στιγμής δεν θεωρούνταν ως τέτοιοι τα 10 χρόνια ισχύος της ΑΕΠΟ κρίνονται ήδη αρκετά. Για παράδειγμα, στην περίπτωση ρυπογόνου βιομηχανίας που διαθέτει πιστοποίηση EMAS και λάβει ΑΕΠΟ το 2020, με την προτεινόμενη ρύθμιση θα χρειαστεί ανανέωση ΑΕΠΟ το 2041. Γίνεται αντιληπτό ότι στη βιομηχανία του παραπάνω παραδείγματος θα επιτρέπεται να ρυπαίνει νόμιμα για τουλάχιστον 7 χρόνια επιπλέον. Παράλληλα κατά το διάστημα των 21 ετών της ισχύος της ΑΕΠΟ θα έχουν μεταβληθεί σε σημαντικό βαθμό οι ανάγκες προστασίας του περιβάλλοντος / περιοχής στο οποίο λειτουργεί η επιχείρηση. Θα μπορούσε αντιθέτως να προβλεφθεί ότι σε έργα ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας για την ανάπτυξη της οικονομίας με απόφαση της διοίκησης μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη διάρκεια ισχύος της ΜΠΕ με αιτιολογημένη τεκμηρίωση της απόκλισης από τον γενικό κανόνα. Ο γενικός κανόνας πάντως σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να παραμείνει στα 10 έτη ισχύος. Η θέσπιση μεγαλύτερης από την έως τώρα διάρκεια σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στο όνομα μιας υποτιθέμενης ανάπτυξης. Επιπλέον, με την αύξηση της χρονικής διάρκειας ισχύος της ΑΕΠΟ θα ήταν λογική η υποχρεωτική πραγματοποίηση επιτόπιου ελέγχου από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Ωστόσο, ούτε αυτό θεσπίζεται με την προτεινόμενη ρύθμιση. Τέλος, σημαντικό για τον έλεγχο της τήρησης της ΑΕΠΟ, αλλά και γενικότερα για τον περιορισμό των αυθαιρεσιών κρίνεται αναγκαία η επανασύσταση της Ειδικής Γραμματείας Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, και ειδικά την Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, που καταργήθηκε με το Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. 84/2019 (ΦΕΚ Α’ 123/1 7-07-2019). Οι υπηρεσίες που υπάγονταν στην Ειδική Γραμματεία μεταφέρθηκαν και πλέον υπάγονται απευθείας στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας.