• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 4 Σεπτεμβρίου 2020, 10:12

    Το εργαλείο των ΕΠΣ διατηρεί τον προβληματικό του χαρακτήρα, τον οποίο είχαμε σχολιάσει κατά τη διαβούλευση τόσο του ν. 4269/2014 όσο και του ν. 4447/2016. Για το παρόν νομοσχέδιο, πρέπει να επισημανθούν, πάλι, πέντε σημεία: (α) Η δυνατότητα των ΕΠΣ να τροποποιούν τα εγκεκριμένα ΤΠΣ (καθώς και κάθε ανάλογο πολεοδομικό σχέδιο αλλά και τις ΖΟΕ) – εργαλεία δηλαδή που συνεκτιμούν τις ανάγκες βιώσιμης ανάπτυξης ευρύτερων γεωγραφικών ενοτήτων. Συγχρόνως απαλείφεται η υποχρέωση για τα ΕΠΣ να «λαμβάνουν υπόψη τις κατευθύνσεις των εγκεκριμένων Τοπικών Χωρικών Σχεδίων και Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου» [άρθρο 8, παρ. 4(β) ν.4447/2016]. Για οποιονδήποτε χωροταξικό λόγο μπορεί να φανταστεί κανείς, τα ΤΠΣ θα έπρεπε να είναι υψηλότερα στην ιεραρχία. Πρόκειται για χωροταξία με χαριστικές ρυθμίσεις υπέρ συγκεκριμένων φορέων, και μάλιστα όχι δημόσιου συμφέροντος. (β) Ακόμα χειρότερα, το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα των ΕΠΣ να προσδιορίζουν υποδομές, μέτρα και όρους εκτός της περιοχής επέμβασης (εντός της λεγόμενης «ζώνης άμεσης επιρροής») [παρ. 1(γ)]. Η ιδέα ότι ένας ΠΟΤΑ ή ένα ΕΣΧΑΣΕ μπορεί να καθορίζει μέτρα και όρους και εκτός των ορίων του, καταργώντας όχι μόνο τα ΤΠΣ, αλλά και άλλα ειδικά καθεστώτα ίδιου ή χαμηλότερου επιπέδου, είναι εξωφρενική: για ποιον λόγο, ακριβώς, μία προστατευόμενη περιοχή, ένας αρχαιολογικός χώρος, μία ζώνη ελεγχόμενης ανάπτυξης ή ένας διατηρητέος οικισμός δεν έχει τη δυνατότητα αυτή, και πρέπει να την έχει το ΕΠΣ; Η περίπτωση να περιλαμβάνονται στην «ζώνη άμεσης επέμβασης» ευαίσθητες περιοχές, ακόμα και παράκτια ύδατα ή ΠΕΚ, που θα ρυθμίζονται πλέον από το ΕΠΣ, δεν φαίνεται να έχει ληφθεί υπόψη. Ζητούμε τη διαγραφή των αναφορών σε ζώνες άμεσης επέμβασης. Οι ζώνες άμεσης επέμβασης πρέπει να είναι μέρος του ΕΠΣ, ή ας ενταχθούν τόσο οι περιοχές επέμβασης όσο και οι ζώνες επιρροής σε ένα ευρύτερο εργαλείο. (γ) Η διαδικασία προέγκρισης ΕΠΣ αντιτίθεται στο ενωσιακό δίκαιο. Κατά το άρθ. 4 παρ. 1 της οδηγίας 2001/42, «η εκτίµηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 3 πραγµατοποιείται κατά την εκπόνηση ενός σχεδίου ή προγράµµατος και πριν από την έγκρισή του ή την έναρξη της σχετικής νοµοθετικής διαδικασίας» [πρβλ., επίσης, τα άρθ. 6 παρ. 2 και 8 της ίδιας οδηγίας]. Το γεγονός ότι «η απόφαση προέγκρισης κρίνει αποκλειστικά την καταρχήν δυνατότητα χωροθέτησης του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου και δεν εξετάζει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι οποίες θα κριθούν στο στάδιο της οριστικής έγκρισης αυτού» δεν ασκεί καμία επιρροή: η «καταρχήν δυνατότητα» δεν είναι ανεξάρτητη, και δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αυτή ακριβώς είναι η ουσία της οδηγίας 2001/42. Είναι επίσης σαφές ότι, με τις αλλαγές που εισάγει το νομοσχέδιο (και ορισμένοι προηγούμενοι νόμοι), το ΕΠΣ δεν είναι μέρος ενός ιεραρχημένου συνόλου – εκτός από την μάλλον απίθανη περίπτωση που υπάρχει κάποια γενική πρόβλεψη σε ένα μελλοντικό ΠΧΠ (οπότε, θα πρέπει να εκτιμηθούν περιβαλλοντικά τα στοιχεία εκείνα του που δεν έχουν εκτιμηθεί σε επίπεδο ΠΧΠ – πρβλ. άρθ. 5 παρ. 2 και παρ. 3 της οδηγίας 2001/42). Άλλωστε, το νομοσχέδιο προβλέπει ρητά ότι η απόφαση προέγκρισης μπορεί να προβλέπει ανάμιξη των γενικών χρήσεων – μία απόφαση με σαφείς, και ιδιαίτερα εκτεταμένες, περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Εδώ, επιβάλλεται μία γενικότερη παρατήρηση: υπάρχει εκτενής νομολογία για την οδηγία 2001/42, τόσο από τα εθνικά, όσο και από τα ενωσιακά δικαστήρια: κατά συνέπεια, δεν είναι εύστοχη η χρήση γλωσσικών ακροβασιών για να αποφευχθούν οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το νομικό πλαίσιο για τις ΣΜΠΕ. Αν μη τι άλλο, έτσι ενισχύεται η πιθανότητα δικαστικών διενέξεων και ανατροπών, που ενδέχεται να εμποδίσουν την υλοποίηση του νομοσχεδίου. (δ) Απαλείφεται η προϋπόθεση της ιδιότητας του δημόσιου ή δημοτικού επισπεύδοντα φορέα για τη δυνατότητα αναστολής χορήγησης οικοδομικών αδειών κατά τη διαδικασία εκπόνησης του ΕΠΣ (άρθρο 10 ν.4447/2016). (ε) Είναι προβληματική η δυνατότητα των ΕΠΣ για καθορισμό Ζωνών Υποδοχής Συντελεστή Δόμησης (ΖΥΣ) [τροποπ. παρ. 1(β)]. Σύμφωνα με την επιστημονική πρακτική, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις και το περιεχόμενο της οικείας ΣΜΠΕ (άρθ. 57 του νομοσχεδίου), ο καθορισμός των ΖΥΣ οφείλει να αποτελεί αντικείμενο μελέτης με ευρύτερο πεδίο εφαρμογής και θεματικά αντικείμενα σε σχέση με αυτήν ενός ΕΠΣ. Προτείνεται είτε η κατάργηση της εν λόγω δυνατότητας, είτε η εισαγωγή της προϋπόθεσης οι ΖΥΣ να προσδιορίζονται από άλλα εργαλεία (τα ΤΠΣ ή τις ειδικές πολεοδομικές μελέτες ΖΥΣ). Πλέον, με την ενίσχυση του περιεχομένου των ΤΠΣ, την εξειδίκευση της χωρικής κλίμακας εφαρμογής (δημοτική ενότητα), αλλά και με την επιχειρούμενη συντόμευση των διαδικασιών κατάρτισης και έγκρισης των ΤΠΣ (άρθρο 10), εκλείπει ο κύριος λόγος ύπαρξης των ΕΠΣ: με άλλα λόγια, η ανάγκη ενός πιο γρήγορου και εστιασμένου εργαλείου πολεοδομικών ρυθμίσεων έναντι των «δυσκίνητων» πολεοδομικών σχεδίων. Επομένως, λείπει πλέον η σκοπιμότητα των ΕΠΣ, και γι’ αυτόν τον επιπλέον λόγο προτείνεται η απόσυρση των ΕΠΣ ως εργαλείου πολεοδομικού σχεδιασμού ή η ριζική αναθεώρησή τους.