• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 4 Σεπτεμβρίου 2020, 11:53

    Οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι, και ιδίως οι χώροι αστικού πρασίνου, αποτελούν πολύτιμη ανάσα για τις σύγχρονες πυκνοκατοικημένες πόλεις και συμβάλλουν στην εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης σε αυτές. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, το σύστημα που εισάγεται με το παρόν σχέδιο νόμου για την απλούστευση του συστήματος επιβολής, επανεπιβολής και άρσης των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων να είναι επαρκώς ορισμένο ώστε να διασφαλιστούν στην πράξη οι θύλακες δημοσίου χώρου και αστικού πρασίνου. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, «η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν κατ’ αρχήν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους […] οφείλει να επιληφθεί, προκειμένου να προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου. […] δεν δεσμεύεται να καταστήσει, άνευ ετέρου, το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει αν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει, κατά τρόπο τεκμηριωμένο, αφενός μεν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, καθώς και τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται, αφετέρου δε τις πολεοδομικές ανάγκες, στις οποίες περιλαμβάνεται προεχόντως η ανάγκη δημιουργίας κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, καθώς και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής και, τέλος, τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου χωροταξικού σχεδίου ή Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται οι αποσπασματικές ρυθμίσεις» (ΣτΕ Ε΄1608/2019, σκέψη 5η, ΣτΕ Ε΄528/2017, σκέψη 6η, ΣτΕ Ε΄ 2142/2016, σκέψη 4η κ.α.). Το άρθρο 70 του σχεδίου νόμου, καταρχήν με την παρ. 1, αφαιρεί από τις προϋποθέσεις της αυτοδίκαιης άρσης των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων την προηγούμενη υποβολή αίτησης από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου για την τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου (σε σύγκριση με τις προβλέψεις της παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 4067/2012), συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην ταχεία μείωση των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, δίχως όμως να κινεί τη διαδικασία ο ωφελούμενος ιδιοκτήτης. Η παρ. 2 προβλέπει ότι «[μ]ετά από την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ο ιδιοκτήτης, με αίτηση προς τον οικείο Δήμο, δύναται να ζητήσει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου προκειμένου η ιδιοκτησία του να καταστεί οικοδομήσιμη. Η αίτηση, στην οποία γίνεται συνοπτική περιγραφή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, πρέπει να συνοδεύεται από δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την κυριότητα του αιτούντος επί του ακινήτου». Ωστόσο, δεν αναφέρονται τα δικαιολογητικά αυτά, όπως προβλέπονται σήμερα στην παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4067/2012. Η παρ. 3 προβλέπει δύο σωρευτικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την ολική ή μερική επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Από τη διατύπωση της παρ. 4 περίπτ. α΄ του άρθρου 32 του ν. 4067/2012 έχει αφαιρεθεί η φράση «βάσει πολεοδομικών προτύπων ή των προβλέψεων του ισχύοντος γενικού πολεοδομικού σχεδιασμού όπου υπάρχει», η οποία κρίνεται σκόπιμο να επαναφερθεί για λόγους σαφήνειας. Επίσης, δεν προβλέπεται πλέον η έκδοση π.δ. που θα ρύθμιζε τα σχετικά θέματα (βλ. παρ. 5 άρθρου 32 του ν. 4067/2012).