• Με το άρθρο 27 επιχειρείται να περιγραφεί νομοθετικά η θεμελιώδης για την πολεοδομική νομοθεσία διάκριση του χώρου σε εντός και εκτός ρυμοτομικού σχεδίου και ορίων οικισμών περιοχές, ενσωματώνοντας σε κανονιστική ρύθμιση τη σχετική ερμηνεία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα στην παρ. 1 διατυπώνεται η ερμηνεία του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι τα εκτός σχεδίου ακίνητα δεν προορίζονται καταρχάς για δόμηση. Πρόκειται για διατύπωση, που μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, από αυτά που προσπαθεί να επιλύσει. Καταρχάς είναι αμφίβολο κατά πόσο η διατύπωση αυτή (και μάλιστα με τη μορφή νομικού δόγματος και γενικής αρχής) μπορεί να συνεισφέρει στο σκοπό του νομοθετήματος, που είναι ο περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται ούτως ή άλλως με την πληθώρα των όρων και περιορισμών δόμησης, που ακολουθούν στα επόμενα άρθρα και όχι με ολιστικές νομικές διατυπώσεις, που μπορεί να δημιουργήσουν πολλά ερμηνευτικά ζητήματα. Διότι, με τη θεσμοθέτηση από την πολιτεία της θέσης ότι τα εκτός σχεδίου ακίνητα δεν προορίζονται για δόμηση, εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος ο εθνικός δικαστής να προχωρήσει σε γενικό και όχι μόνο οριακό έλεγχο της επιλογής των σχεδίων χρήσεων γης, να επιτρέπει κατ΄ εξαίρεση μόνο και υπό προϋποθέσεις τη δόμηση στις εκτός σχεδίου περιοχές. Συνεπώς το εδάφιο για τον προορισμό των εκτός σχεδίου ακινήτων είναι προτιμότερο να απαλειφθεί. Περαιτέρω προβλέπεται ότι για την έκδοση οικοδομικών αδειών σε εκτός σχεδίου ακίνητα θα πρέπει να καταβάλλεται τέλος 5% επί του κόστους της άδειας υπέρ Πράσινου Ταμείου. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι στο κόστος της αδείας δεν συμπεριλαμβάνεται το κόστος αμοιβών μελετών και επιβλέψεων των μηχανικών, διότι κάτι τέτοιο στερείται νομικής βάσης και θα επιβαρύνει υπερβολικά τις εν λόγω αμοιβές εις βάρος των μηχανικών. Ο ΣΕΤΕ επανειλημμένα έχει διατυπώσει την θέση, ότι οι παθογένειες της εκτός σχεδίου άναρχης δόμησης δεν πρέπει να αποδίδονται στην ανάπτυξη στον χώρο των «σημειακών» τουριστικών επενδύσεων και μάλιστα σε αντιδιαστολή με την ορθά προτεινόμενη ανάπτυξη και των Οργανωμένων Υποδοχέων Τουριστικών Δραστηριοτήτων. Τα ξενοδοχεία ειδικά τα τελευταία χρόνια αναπτύσσονται με βάση απαιτητικές εγκρίσεις χωροθέτησης και ΑΕΠΟ και δεν πρέπει να προσομοιώνονται με τις λοιπές ανεξέλεγκτες αναπτύξεις (κατοικία, εμπόριο, αποθήκες κλπ). Σε αντίθεση με την προφανή αναγκαιότητα της ανάπτυξης βιομηχανικής-βιοτεχνικής δραστηριότητας σε κατά το δυνατόν οργανωμένες περιοχές δραστηριοτήτων και συγκεντρώσεις, δεν συμβαίνει μονοσήμαντα το ίδιο για τον τουρισμό. Οι μεγάλες οργανωμένες αναπτύξεις τύπου ΠΟΤΑ και ΣΤΚ οι οποίες σε συνδυασμό με την πώληση κατοικιών αποτελούν εξαιρετικά σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο ιδιαίτερα σε περιοχές που διαθέτουν μεγάλες εκτάσεις και υστερούν σε τουριστικές ανωδομές, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σε αντιδιαστολή με τις ‘σημειακές’ αναπτύξεις στον χώρο, των τουριστικών εγκαταστάσεων υψηλών προδιαγραφών. Ένα Boutique Hotel, είτε ένα μεσαίου μεγέθους πεντάστερο ξενοδοχείο παροχής υψηλής ποιότητας υπηρεσιών, προσαρμοσμένο κατάλληλα στο περιβάλλον (που λόγω μικρής είτε μεσαίας έκτασης και μεγέθους δεν υπάγεται σε Οργανωμένους Υποδοχείς Δραστηριοτήτων) συμβάλλει τουλάχιστον ισότιμα στην ανάπτυξη και απασχόληση, εντάσσεται ευκολότερα στην μικροκλίμακα της νησιωτικής Ελλάδας αλλά και στο οικιστικό ισοζύγιο της παράκτιας χώρας, προσφέρει παράλληλη απασχόληση στους εργαζόμενους του πρωτογενή τομέα στους γύρω οικισμούς και συμβάλλει στην αξιοποίηση των αγροδιατροφικών προϊόντων και στην αναζωογόνηση των χωριών. Σε αυτά στηρίχθηκε μέχρι σήμερα η ισχυρή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού, συμβάλλοντας στην διάχυση και συνέργεια της τουριστικής δραστηριότητας στους οικισμούς της χώρας. Εξάλλου δεν υπάρχουν σε ευρωπαϊκό-μεσογειακό είτε και παγκόσμιο επίπεδο παραδείγματα όπου ο τουρισμός αναπτύχθηκε με περιβαλλοντικά δόκιμο τρόπο, μόνο με μεγάλης κλίμακας αναπτύξεις. Γενικά θεωρούμε ότι οι δύο κατευθύνσεις δεν είναι ούτε αντιμαχόμενες ούτε αυτοαποκλειόμενες και πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα από τις κανονιστικές διατάξεις. Θεωρούμε ότι αυτή η διάκριση για την τουριστική δραστηριότητα πρέπει να αποτυπώνεται οπωσδήποτε τουλάχιστον στην εισηγητική έκθεση, με στόχευση η μελλοντική ανάπτυξη του τουριστικού μας προϊόντος να κατευθύνεται τόσο στις μεγάλες αναπτύξεις, όσο και στις μικρότερες σημειακές κατανεμημένες στον χώρο ποιοτικές μονάδες, ειδικά σε περιοχές (πχ νησιωτικές) που η έννοια της κλίμακας είτε σε επίπεδο τοπίου και χώρου, είτε σε επίπεδο οικιστικού περιβάλλοντος το επιβάλλει. Ζητούμε να γίνει αντικατάσταση της διατύπωσης «και να μην λειτουργούν ανταγωνιστικά» η οποία είναι γενική καθόσον πάντα υπάρχει ανταγωνισμός με την έκφραση «να μην λειτουργούν με πλεονεκτικότερους όρους: «Οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης πρέπει να συνάδουν με τα χωρικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, και να μην λειτουργούν με πλεονεκτικότερους όρους ως προς τις χρήσεις γης στις περιοχές εντός σχεδίου, εντός ορίων οικισμών και εντός οργανωμένων μορφών ανάπτυξης στην ευρύτερη περιοχή.»