• Το άρθρο 10 θα μπορούσε να θέτει ως αιχμές τις εμβληματικές πολιτικές που δεσμευτικά εισάγονται στο υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ και οι οποίες θέτουν τη χώρα σε τροχιά μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα. Δυστυχώς όμως το άρθρο 10 διαπνέεται από ένα πνεύμα φοβικότητας (παράγραφοι 1 και 2: “δύνανται να λαμβάνονται και να εφαρμόζονται μέτρα και πολιτικές”) και περιέχει γενικόλογες εξαγγελίες (παράγραφος 1, περίπτωση α και β: “μεγαλύτερη δυνατή μείωση” και “μεγαλύτερη δυνατή διείσδυση” αντιστοίχως). Η 1η παράγραφος δεν προσθέτει τίποτα απολύτως στο ισχύον νομικό πλαίσιο για το ΕΣΕΚ., το οποίο ήδη επιτρέπει την λήψη παρόμοιων μέτρων. Το άρθρο δεν ορίζει στόχους, καταληκτικές ημερομηνίες ή δείκτες, όπως συμβαίνει με άλλα άρθρα του νομοσχεδίου (π.χ., άρθ. 11 και 12). Επιπλέον, δεν προβλέπει “ειδικούς στόχους” για όλα τα “μέτρα και πολιτικές” που αναφέρει στα σημεία (α) έως (ι). Σχετικά με την παρ. 2, τα περισσότερα μέτρα και πολιτικές είναι τόσο γενικόλογα που σχεδόν στερούνται ουσίας (“προστασία του φυσικού περιβάλλοντος”). Το σχέδιο νόμου θέτει συγκεκριμένους ποσοτικούς στόχους και προθεσμίες σε άλλα σημεία του, χωρίς να αιτιολογείται το γιατί επιλέχθηκαν οι πολιτικές αυτές, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση πώλησης συμβατικών οχημάτων από 1/1/2030 (άρθρο 12, παράγραφος 6) ή οι περιορισμοί και απαγορεύσεις στην εγκατάσταση καυστήρων πετρελαίου (άρθρο 14 παρ. 1 - 3). Τεκμαίρεται επομένως ότι αποτελεί προφανώς συνειδητή επιλογή του νομοθέτη η απουσία κάθε είδους συγκεκριμένων και δεσμευτικών μέτρων και πολιτικών στο άρθρο 10. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στην απουσία κάθε αναφοράς σε μέτρα και πολιτικές για τον τερματισμό του προγράμματος ανάπτυξης υδρογονανθράκων. Είναι πλέον επιστημονικά τεκμηριωμένο, ότι οι εξορύξεις νέων κοιτασμάτων ορυκτού αερίου, πετρελαίου και άνθρακα δεν είναι συμβατές με τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου. Η Ελλάδα θα πρέπει ως εκ τούτου να εγκαταλείψει το πρόγραμμα ανάπτυξης υδρογονανθράκων, το οποίο είναι απολύτως ασύμβατο με τους κλιματικούς στόχους της χώρας, απειλώντας ταυτόχρονα την εθνική οικονομία με ζημιές δισεκατομμυρίων ευρώ σε αχρηστευμένα κεφάλαια. Οι πρόσφατες αποχωρήσεις ή παραιτήσεις εταιριών από τα δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης και η διαφαινόμενη ματαίωση των ερευνών εντός των προβλεπόμενων από τις κυρωμένες συμβάσεις προθεσμιών στα οικόπεδα της Κρήτης, προσφέρουν μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον οριστικό τερματισμό του προγράμματος ανάπτυξης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου προτείνεται να γίνει ρητή αναφορά και σύνδεση με το ΕΣΕΚ, όπου θα ενσωματωθούν συγκεκριμένοι, νομικά δεσμευτικά στόχοι και μέτρα στους παρακάτω τομείς: Ορυκτά καύσιμα Πλήρης απεξάρτηση από: στερεά ορυκτά καύσιμα έως το 2025 υγρά ορυκτά καύσιμα έως το 2030 αέρια ορυκτά στην ηλεκτροπαραγωγή έως το 2035 Τερματισμός του προγράμματος εξορύξεων υδρογονανθράκων, με υιοθέτηση προγράμματος δίκαιης μετάβασης για τους εργαζόμενους στις υφιστάμενες εγκαταστάσεις Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) Συμμετοχή των ΑΠΕ: (έως το 2030) στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας σε ποσοστό 50% στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σε ποσοστό 85% στην τελική κατανάλωση για μεταφορές σε ποσοστό 30% στην τελική κατανάλωση για θέρμανση και ψύξη σε ποσοστό 50% Εξοικονόμηση ενέργειας Επίτευξη ενεργειακής απόδοσης σε ποσοστό 50%, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες προβολές, όπως αυτές ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2018/2002 έως το 2030 Επίτευξη ενεργειακής απόδοσης σε ποσοστό 50% για τον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα Ενεργειακή αναβάθμιση 1.000.000 κτιρίων έως το 2030, με μέριμνα για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος Το σχέδιο νόμου κινείται κάτω από τον επιστημονικά ορισμένο πήχη περιορισμού της κλιματικής κρίσης στον 1,5oC που είναι απαραίτητο να επιτευχθεί με εθνικές δεσμεύσεις και ουσιαστικά μέτρα και πολιτικές από κάθε χώρα του πλανήτη για τον μηδενισμό των εκπομπών το συντομότερο δυνατό και σίγουρα πριν το 2050. Λαμβάνοντας όμως ακόμα υπόψη και το πακέτο “Fit for 55” της ΕΕ και την εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών που αφορούν στην ενεργειακή αποδοτικότητα, τον κανονισμό για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (ΚΕΝΑΚ) και τα έργα ΑΠΕ, δεν φαίνεται επί του παρόντος με ποιο τρόπο τα μέτρα θα εναρμονιστούν με τις παραπάνω οδηγίες ενώ απουσιάζει ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για τη σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα σε όλους τους τομείς της οικονομίας και η αντίστοιχη στόχευση. Αντίστοιχα δεν υπάρχει καμία στοχοθεσία για τον τομέα της βιώσιμης γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Ενώ λοιπόν η εντατική κτηνοτροφία και η γεωργία αναγνωρίζονται διεθνώς ως απο τους βασικότερους παράγοντες (ανθρώπινες δραστηριότητες) που επιτείνουν την κλιματική κρίση, μέχρι στιγμής απουσιάζουν οι σχετικές δράσεις. Ενώ η σχετική συμμετοχή της γεωργίας-κτηνοτροφίας στην κλιματική κρίση προβλέπεται να αυξηθεί ραγδαία μεσα στα επόμενα χρόνια (καθώς καθαρίζει το ενεργειακό μίγμα από ορυκτά καύσιμα), απουσιάζουν πολιτικές, μέτρα και χρονοδιαγράμματα. Ενώ η κατανάλωση κρέατος (σε συνδυασμό με την παραγωγή ζωοτροφών) πρέπει να μειωθεί δραστικά μέσα στα επόμενα χρόνια και (ιδίως) στην Ελλάδα, δεν αποτυπώνονται πουθενά σχετικές στοχοθεσίες, μετρα και πολιτικές. Απουσιάζει επίσης κάθε σοβαρή πρόβλεψη για την απαραίτητη μετάβαση τόσο των παραγωγών όσο και των καταναλωτών σε ενα μέλλον με εντελώς διαφορετικά αγροτικά και διατροφικά δεδομένα. Με αυτό τον τρόπο, "εξασφαλίζεται" η αντίθεσή τους στα όποια μέτρα ακολουθήσουν. Ελλείψει σχεδιασμού, αυτα θα ειναι αποσπασματικά και βίαια. Σήμερα ειδικά που γνωρίζουμε ότι αν συνεχίσουμε να καταναλώνουμε κρέας και γαλακτοκομικά με την ποσότητα και συχνότητα που το κάνουμε σήμερα, μέχρι το 2050 το 52% των εκπομπών αερίων στην ατμόσφαιρα θα προέρχεται από τη γεωργία, ενώ το 70% των εκπομπών αυτών θα προέρχεται από τη βιομηχανική κτηνοτροφία και ότι πρέπει να πάρουμε επειγόντως μέτρα ώστε να μειωθεί η κατανάλωση 50% για αρχη και 71% ως το 2030. Παράλληλα, χάνονται σημαντικές αναπτυξιακές ευκαιρίες. Η εισαγόμενη σόγια για ζωοτροφή, μπορεί να αντικατασταθεί από ντόπια πρωτεϊνούχα φυτά (όπως το κτηνοτροφικό ρεβίθι, το λούπινο κοκ). Η εκτατική κτηνοτροφία μπορεί να συμβάλει στην τοπικη αναπτυξη και την αναζωογόνηση τοπικών οικονομιών. Η μείωση στην παραγωγή και κατανάλωση κρέατος πρέπει να συνοδευτεί με όρους ποιότητας αλλά και με κάλυψη του συνόλου της ζήτησης από ντόπια παραγωγή. Ομοίως, μπορούν και πρέπει να συμπεριληφθούν οι μέθοδοι ήπιας και βιώσιμης γεωργίας όπως είναι η βιολογική γεωργία, η βιο-δυναμική γεωργία, η αναγεννητική, η παραδοσιακή, η αγρο-οικολογία, η εκτατική κτηνοτροφία που διατηρούν τη βιοποικιλότητα και προστατεύουν το κλίμα. Δυστυχώς, δεν έχουμε δει πουθενά δημοσιευμένα σχέδια να αφορούν γεωργία που αναγεννά το έδαφος και αναχαιτίζει την κλιματική κρίση με την εναπόθεση άνθρακα (CCM-Climate Change Mitigation) και την αύξηση της ανθεκτικότητας των φυτών σε ακραίες μετεωρολογικές συνθήκες (CCA - Climate Change Adaptation). Δυστυχώς, αντ’ αυτού, τα μόνα σχέδια προσαρμογής του ΥΠΑΑΤ που είναι γνωστά είναι αυτά για τη δοκιμαστική καλλιέργεια υποτροπικών φυτών. Σε κάθε περίπτωση, η απουσία έγκυρων και αξιόπιστων δεδομένων αναφοράς για τη χώρα σε σχέση με τη συνεισφορά της γεωργίας και της κτηνοτροφίας στις συνολικές εθνικές εκπομπές, αναδεικνύει την ανάγκη διαφάνειας, δημοσιοποίησης σχετικών στοιχείων ώστε να επιτευχθεί ενας τομεακός προϋπολογισμός άνθρακα. Ο στόχος για τη σταδιακή υποκατάσταση του “φυσικού” αερίου όπως διατυπώνεται στην παράγραφο (δ) του παρόντος άρθρου είναι εξαιρετικά ελλιπής. Τα σχεδιαζόμενα έργα επέκτασης υποδομών αερίου δεν φαίνεται με ποιο τρόπο θα είναι συμβατά έστω και με τον όχι αρκετά φιλόδοξο στόχο του νέου ΕΣΕΚ που ακόμα εκκρεμεί. Να σημειωθεί ότι ενώ οι διάφορες μορφές μη ορυκτού αερίου θα μπορούσαν να διαδραματίσουν περιορισμένο, ενδιάμεσο ρόλο στην απεξάρτηση από τον άνθρακα σε τομείς που είναι δύσκολο να εξηλεκτριστούν όπως η βαριά βιομηχανία (πχ τσιμέντο, χάλυβας, μεταφορές), αυτή η μετάβαση θα εξακολουθούσε να απαιτεί τη μείωση χρήσης της συνολικής ποσότητας ορυκτού αερίου για την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Ανάλυση του Διεθνούς Συμβουλίου για τις Καθαρές Μεταφορές (ICCT) διαπίστωσε ότι το ανανεώσιμο μεθάνιο θα μπορούσε να διαδραματίσει “μικρό ρόλο” στην απανθρακοποίηση της οικονομίας της ΕΕ μέχρι το 2050, αλλά “δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει την πρωταρχική στρατηγική για την απαλλαγή από τον άνθρακα ενός ολόκληρου βιομηχανικού κλάδου”. Έκθεση του E3G, ανεξάρτητης ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης για την κλιματική αλλαγή και την ενέργεια, σημειώνει επίσης ότι κανένα από τα σενάρια συμμόρφωσης με τη συμφωνία του Παρισιού με ανανεώσιμο ή απανθρακοποιημένο αέριο δεν παρουσιάζει αύξηση της ζήτησης ορυκτού αερίου. Αντιθέτως, τα περισσότερα από αυτά τα σενάρια περιλαμβάνουν απότομη μείωση της χρήσης της συνολικής ποσότητας ορυκτού αερίου σε σύγκριση με σήμερα. Επιπλέον, ο όρος “ανανεώσιμο αέριο” είναι παραπλανητικός. Ο όρος χρησιμοποιείται συμπεριληπτικά κυρίως από τη βιομηχανία για να αναφερθεί σε μία ποικιλία από διαδικασίες παραγωγής και τελικά προϊόντα - συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που εξακολουθούν να προέρχονται από ορυκτό αέριο - όλα όμως με διαφορετικές επιπτώσεις για μελλοντική ρύπανση, το κόστος και τις υποδομές. Μεταξύ άλλων, αυτά περιλαμβάνουν το “βιοαέριο ή βιομεθάνιο”, το “πράσινο” υδρογόνο και αέριο που προέρχεται από καύση ορυκτού αερίου με δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα. Στην παράγραφο (η) του παρόντος άρθρου δεν διευκρινίζεται ποιες είναι οι κατηγορίες αποβλήτων στις οποίες αναφέρεται ο νομοθέτης. Για παράδειγμα συμπεριλαμβάνονται σε αυτές τα γεωργικά και κτηνοτροφικά απόβλητα; Είναι απαραίτητο οι στόχοι μείωσης εκπομπων ΑτΘ να γίνουν πιο συγκεκριμένοι ανά κατηγορία αποβλήτων. *Το σχόλιο συνυπογράφεται από συμμαχία οργανώσεων και φορέων: Γ.Σ.Ε.Ε - Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, MEDASSET, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Οικολογική Εταιρία Ανακύκλωσης, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Καλλιστώ, Νόμος & Φύση, Γιατροί του Κόσμου, Vouliwatch, Greenpeace, WWF Ελλάς