• Δεν φαίνεται να υπάρχει καμία απολύτως επιστημονική βάση, και σε κάθε περίπτωση καμία αιτιολογία, για την επιλογή των κατηγοριών αυτών - ή, αντίστροφα, για την απαλλαγή των υπόλοιπων κατηγοριών από την υποχρέωση μειώσεων. Η 1η (έργα χερσαίων και εναέριων μεταφορών) και η 3η (λιμενικά έργα) ομάδα αποκλείονται, προφανώς με την σκέψη ότι πρόκειται για έργα υποδομής, και ότι οι εκπομπές οφείλονται στους χρήστες τους: ωστόσο, τα έργα αυτά συνεπάγονται αλλαγές χρήσεων γης, τόσο ευθέως, όσο και δευτερογενώς. Επίσης, τόσο η ενωσιακή νομοθεσία [Παράρτημα IV σημεία 1(α), 1(β), 1(δ), 3, 5(α), 5(δ), 7 της Οδηγίας 2011/92 όπως ισχύει] όσο και το ίδιο το νομοσχέδιο (παρ. 3 του ίδιου άρθρου) απαιτούν την συνεκτίμηση των εκπομπών όχι μόνο από την κατασκευή, αλλά και από την λειτουργία. Η 2η ομάδα, που επίσης αποκλείεται, εμπεριέχει έργα που εκπέμπουν αέρια του θερμοκηπίου - π.χ., φράγματα ταμίευσης σημαντικού μεγέθους-, τα οποία καταρχήν θα έπρεπε να ενταχθούν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου. Εξίσου δυσεξήγητος είναι και ο αποκλεισμός της 5ης ομάδας (εξορυκτικές και συναφείς δραστηριότητες): πρόκειται πιθανώς για κατηγορία με μικρή, αλλά υπαρκτή συμβολή, κυρίως με την μορφή διαφυγόντων εκπομπών, η οποία σε κάθε περίπτωση περιλαμβάνεται στις κατηγορίες των “κατευθυντήριων γραμμών” της UNFCCC (UNFCCC Reporting Guidelines). H 10η ομάδα (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) περιλαμβάνει υποκατηγορίες που εκπέμπουν αέρια του θερμοκηπίου, σε ποσότητες για τις οποίες υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες, ανεξάρτητα αν χρησιμοποιούνται ή όχι τα κριτήρια βιωσιμότητας της ισχύουσας νομοθεσίας (πρβλ., ιδίως, άρθ. 29-33 Οδηγίας 2018/2001, και άρθ. 32Ζ-32Ι ν. 3468/2006, και κεφ. Β’ ν. 4062/2012, όπως ισχύουν): εδώ, εντάσσονται η ηλεκτροπαραγωγή από γεωθερμικούς σταθμούς, σταθμούς βιορευστών και βιοκαυσίμων, και από καύση βιομάζας. Εξίσου αβάσιμος επιστημονικά είναι και ο αποκλεισμός της 11ης ομάδας (μεταφορά ενέργειας, καυσίμων και χημικών ουσιών), η οποία είναι υπεύθυνη για διαφυγούσες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, τις οποίες οφείλει, βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας για την περιβαλλοντική αδειοδότηση (βλ. παραπάνω), να καταγράφει και παρακολουθεί. Προφανώς, η αξιοποίηση των κατηγοριών έργων και δραστηριοτήτων που χρησιμοποιεί η περιβαλλοντική αδειοδότηση είναι ευχερής στα πλαίσια του σχολιαζόμενου άρθρου. Ωστόσο, δημιουργεί δύο δυσκολίες: η πρώτη (που αναδείχθηκε από την προηγούμενη παρατήρηση) είναι ότι τα “όρια” των έργων και δραστηριοτήτων μπορεί να μην είναι τα καλύτερα δυνατά. Πράγματι, για κάποια από τα έργα που συμπεριλαμβάνονται και αποκλείονται θα χρειαζόταν μία “ανάλυση κύκλου ζωής” (Life-Cycle Assessment, LCA), για να διαπιστωθεί η συμβολή τους (ή η ευαλωτότητά τους) στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, το νομοσχέδιο, για τελείως αδιευκρίνιστους λόγους, επιβάλλει την ανάλυση κύκλου ζωής σε μία διαφορετική ομάδα οργανισμών (άρθρο 17 παρ. 3), μολονότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε πολλούς από τους οργανισμούς που υπάγονται στο παρόν άρθρο. Η δεύτερη, είναι ότι οι κατηγορίες της περιβαλλοντικής αδειοδότησης δεν ταυτίζονται με τους τομείς των τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα (πρβλ. αρθ. 7 παρ. 1 νομοσχεδίου) ή με τις επιχειρήσεις που υπάγονται στις απαιτήσεις δημοσιότητας (αρθ. 17 νομοσχεδίου): για παράδειγμα, η 9η ομάδα (βιομηχανικές δραστηριότητες και συναφείς εγκαταστάσεις) επικαλύπτεται με τους τομείς ενέργειας και βιομηχανίας, η 7η και η 8η ομάδα (πτηνοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις και υδατοκαλλιέργειες) μόνο εν μέρει αφορούν τον τομέα της γεωργίας/κτηνοτροφίας, κοκ. Ορισμένα από τα προβλήματα αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν με την υ.α. του άρθρου 28 παρ. 9, αλλά, σε κάθε περίπτωση, επειδή οι αυτές οι υπουργικές αποφάσεις μπορεί να καθυστερήσουν σημαντικά, και μπορεί να δημιουργηθούν κενά, αδικίες και ανισότητες στην εφαρμογή και στην παρακολούθηση των αποτελεσμάτων του νόμου (ή, ακόμα, περιθώρια ελιγμών που θα επέτρεπαν σε ορισμένους φορείς να αποφύγουν τις μειώσεις), καθώς και ανασφάλεια δικαίου, θα έπρεπε να υπήρχε ένα καλύτερο και διαυγέστερο πλαίσιο καθορισμού των εγκαταστάσεων στις οποίες επιβάλλονται οι μειώσεις. Η πρακτική συνέπεια της ρύθμισης της παρ. 4 είναι ότι η τροποποίηση της ΑΕΠΟ γίνεται χωρίς δημόσια συμμετοχή. Η ρύθμιση μπορεί να είναι σύμφωνη με v. 4014/2011 (αρθ. 6 παρ. 2), αλλά δεν είναι καθόλου σύμφωνη με την Σύμβαση Άαρχους (άρθρο 6 παρ. 10) και την Οδηγία 2011/92/ΕΕ. Συνοπτικά, πρόκειται για σημαντικές τροποποιήσεις έργων και δραστηριοτήτων, οι οποίες, τουλάχιστον στις πιο σημαντικές περιπτώσεις, θα έπρεπε να υπάγονται σε δημόσια διαβούλευση και πλήρη περιβαλλοντική αδειοδότηση. Άλλωστε, η μείωση των εκπομπών μπορεί να συνοδεύεται από άλλες μεταβολές του τρόπου λειτουργίας των υπαγόμενων έργων και δραστηριοτήτων, οι οποίες ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Για παράδειγμα, μία υποθετική επιχείρηση θα μπορούσε να επιτύχει την μείωση των εκπομπών με αλλαγή καυσίμου, αλλά η αλλαγή αυτή ενδέχεται να προκαλεί διαφορετικούς ρύπους ή απόβλητα. Ή θα μπορούσε να πετύχει την μείωση με αλλαγή των δραστηριοτήτων της, αλλά οι νέες δραστηριότητες να έχουν άλλες, διαφορετικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση του ουσιώδους (ή μη) χαρακτήρα της τροποποίησης θα πρέπει να είναι συνολική, και να μην εξαρτάται μόνο από την μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου. Η παρ. 5 παραπέμπει σε μία πρόσφατη υπουργική απόφαση με τίτλο “Καθορισμός λεπτομερειών και τεχνικών ζητημάτων επί της παρ. 3 του άρθρου 42 του 998/1979- Προϋποθέσεις εφαρμογής, επίβλεψη και έλεγχος διαδικασιών εκτέλεσης έργων από τους Αναδόχους αποκατάστασης και αναδάσωσης δημοσίων εκτάσεων δασικού χαρακτήρα” ΥΠΕΝ/ΔΔΕΥ/81777/2996/2021, Β' 4080). Η ρύθμιση πρέπει να αφαιρεθεί από το νομοσχέδιο, διότι εισάγει μία οδό καταστρατήγησης των σκοπών του. Πρώτον, η υπουργική απόφαση του 2021 δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το θέμα της αντιστάθμισης των εκπομπών. Δεύτερον, όπως γίνεται διεθνώς αποδεκτό, η μεγάλη έμφαση πρέπει να δοθεί στην μείωση, και όχι στην αντιστάθμιση των εκπομπών: ο εύκολος δρόμος της διατήρησης του status quo, της συνέχισης (αν όχι επίτασης) των εκπομπών με την καταβολή κάποιων χρηματικών ποσών (από αυτούς που μπορούν) πρέπει να κλείσει. Τρίτον, κάθε αντιστάθμιση των εκπομπών θα πρέπει να έχει το στοιχείο της προσθετικότητας (additionality): αντίθετα, δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να καταλάβει κανείς ότι η υπουργική απόφαση αναφέρεται σε έργα “αναδάσωσης και αποκατάστασης” - σε έργα δηλαδή που η πολιτεία οφείλει ούτως ή άλλως να εκτελέσει, και μάλιστα βάσει διατάξεων του Συντάγματος και του ενωσιακού δικαίου. Με την σημερινή της μορφή, η διάταξη δεν πρόκειται να οδηγήσει σε καμία απολύτως αντιστάθμιση. Τέταρτον, δεν χρειάζονται επίσης ειδικές γνώσεις για να καταλάβει κανείς ότι, με την προτεινόμενη ρύθμιση, υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση μεταξύ των εκπομπών και της αντιστάθμισης. Πέμπτον, κάθε αντιστάθμιση μέσω αναδάσωσης (ή άλλων παρόμοιων παρεμβάσεων) συνοδεύεται, ιδίως σε συνθήκες ραγδαίας κλιματικής αλλαγής, με σημαντικές αβεβαιότητες (σε αντίθεση με τις συνεχιζόμενες εκπομπές, των οποίων οι συνέπειες είναι γνωστές με μεγάλη επιστημονική βεβαιότητα). Έκτον, η ρύθμιση αγνοεί τον Κανονισμό 2018/841 (LULUCF) , και επικείμενες νομοθετικές εξελίξεις σε θέματα αποκατάστασης της φύσης στο ενωσιακό δίκαιο (EU Restoration Law). Έβδομον, η ρύθμιση δεν αντιμετωπίζει την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα σε μακροπρόθεσμη αποθήκευση του (ισοδύναμου) άνθρακα, καθώς και τις σημαντικές επιπτώσεις της αντιστάθμισης σε θέματα βιοποικιλότητας και τοπικών οικονομιών. Εν πάσει περιπτώσει, τα παραπάνω θέματα είναι στοιχειώδη, αφορούν την ουσία της ρύθμισης, και δεν μπορούν να παραπέμπονται στην απόφαση του άρθρου 28 παρ. 10. Το επισπεύδον υπουργείο καλείται να συμπεριλάβει τις ελάχιστες απαραίτητες απαιτήσεις για πραγματική αντιστάθμιση στο νομοσχέδιο, και να διαβουλευτεί για αυτές με τον (ευρύτατο) κύκλο των ενδιαφερόμενων. Οι εκθέσεις της παρ. 6 θα πρέπει να δημοσιεύονται υποχρεωτικά σε διαδικτυακό χώρο ανοιχτό και προσπελάσιμο σε όλους, και θα πρέπει να έχουν μία τυποποιημένη μορφή που θα επιτρέπει την εύκολη ενημέρωση και επαλήθευση των μειώσεων. Οι σχετικές ρυθμίσεις θα έπρεπε να συντονιστούν με όσα προβλέπονται στο κεφ. Δ’ του νομοσχεδίου (ιδίως άρθ. 23-25). Οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στις παρ. 9 και 10 δεν είναι ούτε αποτρεπτικές ούτε αναλογικές, ενώ ενθαρρύνουν τη “στρατηγική παράβαση” των απαιτήσεων μείωσης των εκπομπών. Διοικητικές κυρώσεις που ορίζονται ως ποσοστό επί των εσόδων τιμωρούν εξίσου μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, ευνοώντας τις τελευταίες, οι οποίες είναι πιθανότερο να ευθύνονται αναλογικά για μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών. Σημειώνεται ότι μετά την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 21 ν. 4014/2011 (με το άρθ. 75 παρ. 1 ν. 4843/2021), η διαπίστωση των παραβιάσεων απαιτεί μία μακρά διοικητική προδικασία (επιβολή πλάνου διορθωτικών ενεργειών, κοκ.), η οποία θα διαρκέσει για πολλά έτη. Σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται η δημοσίευση των προστίμων. *Το σχόλιο συνυπογράφεται από συμμαχία οργανώσεων και φορέων: Γ.Σ.Ε.Ε - Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, MEDASSET, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Οικολογική Εταιρία Ανακύκλωσης, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Καλλιστώ, Νόμος & Φύση, Γιατροί του Κόσμου, Vouliwatch, Greenpeace, WWF Ελλάς