• Συνολικά, οι απαιτήσεις προς τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 υστερούν σημαντικά σε σύγκριση με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας και των βέλτιστων διεθνών πρακτικών, αλλά και σε σχέση με τις αντίστοιχες προβλέψεις των κλιματικών νόμων άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, όπως της Γαλλίας και της Ισπανίας. Πιο συγκεκριμένα: Οι υποχρεώσεις για δημοσίευση εκπομπών καλύπτουν μόνο τις εκπομπές πεδίων 1 (άμεσες) και 2 (έμμεσες) ενώ η βέλτιστη διεθνής πρακτική προβλέπει και το πεδίο 3 τις εκπομπές δηλαδή που σχετίζονται με την εφοδιαστική αλυσίδα (supply chain) μιας εταιρίας, ανάντη (upstream), αλλά και κατάντη (downstream) της λειτουργίας της. Την πρακτική αυτή μάλιστα αναφέρει και η ΕΕ στις κατευθυντήριες γραμμές της Οδηγίας 2014/95/EE για τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών (NFRD). Ένα τεράστιο φάσμα δραστηριοτήτων με το μεγαλύτερο αποτύπωμα άνθρακα μίας επιχείρησης εντοπίζεται στο πεδίο 3. Παραδείγματος χάρη, οι εκπομπές μιας επιχείρησης διανομής πετρελαίου (προκαλούμενες upstream) αλλά και το τραπεζικό σύστημα, όσον αφορά το αποτύπωμα άνθρακα του χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Με το παρόν άρθρο ως έχει, με λίγα λόγια απαλλάσσονται από κάθε υποχρέωση δημοσιότητας οι δραστηριότητες με το σημαντικότερο αποτύπωμα άνθρακα. *Το σχόλιο συνυπογράφεται από συμμαχία οργανώσεων και φορέων: Γ.Σ.Ε.Ε - Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, MEDASSET, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Οικολογική Εταιρία Ανακύκλωσης, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Καλλιστώ, Νόμος & Φύση, Γιατροί του Κόσμου, Vouliwatch, Greenpeace, WWF Ελλάς Η Ευρωπαϊκή νομοθεσία απαιτεί επίσης την εξέταση, όχι μόνο των εκπομπών και των στόχων μείωσης αλλά και (α) την έκθεση χαρτοφυλακίου σε κλιματικούς κινδύνους (μετάβασης και φυσικούς) και (β) το ποσοστό των επενδυτικών και λειτουργικών δαπανών που προορίζονται σε «πράσινες επενδύσεις/δαπάνες», όπως ορίζονται από το EU Taxonomy. Θα ήταν ορθό να γνωρίζουμε (ενδεχομένως και οι επενδυτές) μέσω μίας κεντρικής βάσης δεδομένων ποιες επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένες σε ποιους κινδύνους και σε ποιο ποσοστό του χαρτοφυλακίου τους. Η πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία “το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κατόπιν γνώμης της Επιστημονικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, εξετάζει τη δυνατότητα θέσπισης στόχων μείωσης των εκπομπών ανά κλάδο δραστηριότητας, σε αντιστοιχία με τους εθνικούς στόχους / με βάση το ΕΣΕΚ» είναι εξαιρετικά ανεπαρκής και αδύναμη. Στην περίπτωση που οι εθνικοί στόχοι δεν ευθυγραμμίζονται με τον στόχο του 1.5 βαθμού δεν θα δημιουργούνται κίνητρα για την υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών ευθυγράμμισης του ιδιωτικού τομέα, αλλά αντίθετα θα εφαρμόζονται μόνο οι ελάχιστες απαιτήσεις. Μέχρι στιγμής όλοι οι κλιματικοί νόμοι που έχουν δημοσιευθεί, που προβλεπουν μέτρα για τον ιδιωτικό τομέα, αναφέρονται στην ευθυγράμμιση με τους διεθνείς στόχους για τον 1.5 βαθμό και τις μηδενικές εκπομπές και όχι με «εθνικούς στόχους». Ο κλιματικός νόμος επομένως θα πρέπει να καθορίζει τη μακροπρόθεσμη κατεύθυνση για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας αλλά και φιλόδοξους στόχους. Διαφορετικά χάνεται και η ουσία ύπαρξής του. Κλάδοι δραστηριότητας: Παρατηρούμε ότι επιλέγονται επιλεκτικά κάποιοι κλάδοι οι οποίοι εντάσσονται στις ρυθμίσεις. Για να γίνει μια σωστή μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία θα πρέπει να ενταχθούν όλοι οι κλάδοι εφόσον μιλάμε για μεγάλες ή/και μεσαίες επιχειρήσεις σε κρίσιμους τομείς. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει καμία αναφορά στη βιομηχανία τροφίμων, στους υπόλοιπους κλάδους παραγωγής και διανομής ορυκτών καυσίμων (πέραν «επιχειρήσεων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου» που αναφέρονται) και σε πολλούς άλλους. Εκτός από τις επιχειρήσεις, ειδική μέριμνα θα πρέπει να δοθεί και στις οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, με την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 περ. 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επενδυτικούς οργανισμούς, οι οποίοι βρίσκονται στην Ελλάδα, και υπόκεινται σε οποιαδήποτε εποπτική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδας ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τον ν. 4261/2014. Θα πρέπει να δημοσιοποιείται σε ετήσια βάση έκθεση αξιολόγησης των χρηματοοικονομικών επιπτώσεων της έκθεσής τους στους κινδύνους που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών. Η έκθεση θα πρέπει να ενσωματώνει την περιγραφή των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών, την αξιολόγηση της ευθυγράμμισης των δραστηριοτήτων του εκάστοτε ιδρύματος με τους στόχους που ορίζονται στον κλιματικό νόμο. Το ακριβές περιεχόμενο των ετήσιων εκθέσεων μπορεί να καθοριστεί βάσει των ισχυουσών εξουσιοδοτικών διατάξεων, που διέπουν τις εποπτικές αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις συστάσεις της ειδικής ομάδας του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τη δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με το κλίμα (Task Force for Climate Related Financial Disclosures).