• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΥΚΤΗΜΩΝ ΕΠΕ' | 10 Μαΐου 2022, 18:48

    Σχόλιο άρθρο 48 του σ/ν ΥΠΕΝ: Με τη σχολιαζόμενη διάταξη εισάγεται άρθρο 6Α στο Ν. 4414/2016 και καθιερώνεται για πρώτη φορά υβριδικό στην ουσία σύστημα τιμολόγησης της ενέργειας που παράγεται και τιμολογείται στο ΔΑΠΕΕΠ ή ΔΕΔΔΗΕ (για τα ΜΔΝ), στις περιπτώσεις που υπάρχει σημαντική αύξηση της ετήσιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω ενεργειακής αναβάθμισης του παραγωγικού εξοπλισμού του σταθμού. Το κύρος της προτεινόμενης διάταξης, εφόσον περιληφθεί στο σ/ν που θα κατατεθεί ελέγχεται τόσο από την άποψη του Συντάγματος, όσο και του δικαίου της ΕΕ. Εξάλλου, έχει σοβαρά νομοτεχνικά προβλήματα και δεν αντιμετωπίζει τα προφανή ζητήματα που με βεβαιότητα θα τεθούν κατά την εφαρμογή της. Κατ’ αρχάς, η διάταξη έχει αναδρομική ισχύ κατ’ ουσίαν με την έννοια ότι καταλαμβάνει πραγματικές καταστάσεις που έχουν συντελεστεί στο παρελθόν, ήτοι ανανεώσεις παραγωγικού εξοπλισμού που έχουν ήδη λάβει χώρα, στην βάση δεδομένων τιμολόγησης της ισχύουσας σύμβασης. Δεν λαμβάνει υπόψη την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, η οποία αποτελεί απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου. Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εφαρμόζεται και στην περίπτωση των κάθε είδους καθεστώτων ενίσχυσης. Την αρχή του Κράτους δικαίου σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδος (άρθρο 25 παρ. 1 όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την Ζ` Αναθεωρητική Βουλή) εγγυώνται όλα τα όργανα του Κράτους, ενώ, κατά το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση η ίδια αρχή αναγνωρίζεται ως βασική αξία της Ένωσης. Τόσο στο εθνικό όσο και στο δίκαιο της Ένωσης με την αρχή του κράτους δικαίου ταυτίζεται η αρχή της ασφάλειας του δικαίου από όπου περαιτέρω απορρέει ως αναγκαίο συνακόλουθο η αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Η εθνική έννομη τάξη και η έννομη τάξη της Ένωσης δεν λειτουργούν αυτοαναφορικά, η κάθε μια κινούμενη αυτοτελώς στο δικό της πεδίο δικαιοδοσίας, αλλά τελούν σε διαλεκτική σύζευξη διώκουσες συνεργατικά τη θεραπεία ταυτόσημων νομικών αρχών και αξιών. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού οι θεμελιώδεις δικαιικές αρχές που διέπουν την εθνική και την ενωσιακή έννομη τάξη, ως η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της οποίας η ισχύς αναγνωρίζεται και διασφαλίζεται ως κοινό αξιακό αγαθό και από τις δύο. Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως και η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, που αποτελούν στοιχείο της ενωσιακής ήδη έννομης τάξης διέπουσες τη διαδικασία ανάκτησης μη ορθώς διατεθέντων κεφαλαίων κατά την εκτέλεση των συγχρηματοδοτούμενων από ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους δράσεων, επενεργούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύεται η εύλογη, εν όψει των συνθηκών, πεποίθηση του λήπτη της ενωσιακής συνδρομής, ως συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου δραστηριότητας, ότι η δημιουργηθείσα από δημόσια εξουσία νομική κατάσταση ως απόρροια πράξης δημοσίου οργάνου θα συνεχιστεί (ΕΣ Ολ. 232/2019 σκ. 18). Για τη συνδρομή δε της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις ήτοι: (πρώτον) Να υφίσταται αντικειμενική συμπεριφορά των διοικητικών αρχών υπό τη μορφή της διαβεβαίωσης ότι οι εργασίες του δικαιούχου της ενίσχυσης είναι νόμιμες. Στον τελευταίο πρέπει να έχουν δοθεί συγκεκριμένες ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις οι οποίες προέρχονται από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές (Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κλπ κατά Επιτροπής, C-630/11 P έως C-633/11 (συνεκδ.), EU:C:2013: 387, σκ. 132 και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, C-537/08 P, ..κατά Επιτροπής, EU:C:2010:769, σκ. 63). (δεύτερον) Ο τελικός δικαιούχος της ενίσχυσης να είναι καλόπιστος, ήτοι να έχει διαμορφώσει πεποίθηση ως προς τη νομιμότητα της πράξης στην οποία στήριξε τα δικαιώματά του. (τρίτον) Η συμπεριφορά της διοίκησης στην οποία στηρίχθηκε η πεποίθηση του ενδιαφερόμενου να είναι σύμφωνη με τους εφαρμοστέους κανόνες ή τουλάχιστον να μην βρίσκεται σε προφανή αντίθεση με αυτούς. Περαιτέρω, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου επιτάσσει τη σαφήνεια και ακρίβεια της κανονιστικής ρύθμισης υπό τους όρους της οποίας χορηγείται η ενωσιακή συνδρομή στον δικαιούχο ώστε ο τελευταίος να έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Ειδικότερη έκφανση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποτελεί και το άρθρο 6 παρ. 1 & 2 της Οδηγίας 2018/2001/ΕΕ που ορίζει ότι «1. Με την επιφύλαξη των προσαρμογών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το επίπεδο της στήριξης που έχει χορηγηθεί σε έργα ανανεώσιμης ενέργειας και οι συνοδευτικοί όροι δεν αναθεωρούνται με τρόπο ο οποίος επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα που παρέχονται στο πλαίσιο αυτό και υπονομεύει την οικονομική βιωσιμότητα των έργων που λαμβάνουν ήδη στήριξη. - 2.Τα κράτη μέλη δύνανται να προσαρμόζουν το επίπεδο της στήριξης σύμφωνα με αντικειμενικών κριτηρίων, υπό την προϋπόθεση ότι τα κριτήρια αυτά καθορίζονται στο πλαίσιο του αρχικού σχεδιασμού του καθεστώτος στήριξης». Ο κοινοτικός νομοθέτης με τη διάταξη αυτή θέλησε να οριοθετήσει την ευχέρεια των κρατών μελών να επεμβαίνουν στο ήδη τεθέν πλαίσιο ενισχύσεων, είτε με την μορφή λειτουργικής ενίσχυσης κατά το καθεστώς του Ν. 4414/2016 είτε με την μορφή feed-in-tariff με το προγενέστερο καθεστώς. Με τον τρόπο αυτό επιδίωξε να κλείσει μια περίοδο που σε διάφορα κράτη-μέλη και στην χώρα μας υπήρξαν εκ των υστέρων παρεμβάσεις στις τιμές αποζημίωσης της εγχεόμενης ενέργειας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η προτεινόμενη διάταξη προφανώς επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα που παρέχονται στο πλαίσιο που ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της οικείας σύμβασης με τον ΔΑΠΕΕΠ (ΛΑΓΗΕ) ή το ΔΕΔΔΗΕ. Επιπλέον, και αναλόγως προς την χρονική εγγύτητα προς εφαρμογή της διάταξης, στους σταθμούς όπου η αναβάθμιση έλαβε χώρα πρόσφατα και συνεπώς παραμένει επί το πλείστον αναπόσβεστη η σχετική επένδυση, εγείρεται ζήτημα βιωσιμότητας. Εξάλλου, η διάταξη δεν διακρίνει μεταξύ μικρών και μεγάλων σταθμών ΑΠΕ, όπου τα περιθώρια απόσβεσης είναι διαφορετικά και αναλόγως διαφορετικά είναι τα περιθώρια απορρόφησης του κόστους εφαρμογής της διάταξης αυτής. Υπενθυμίζουμε την παρ. 17 του προοιμίου της Οδηγίας 2018/2001/ΕΕ «Οι εγκαταστάσεις μικρής κλίμακας μπορούν να αυξήσουν σημαντικά την αποδοχή εκ μέρους του κοινού και να εξασφαλίσουν την υλοποίηση έργων ανανεώσιμης ενέργειας, ιδίως τοπικών. Για να εξασφαλιστεί η συμμετοχή παρόμοιων εγκαταστάσεων ενδέχεται να εξακολουθούν να είναι αναγκαίοι ειδικοί όροι, συμπεριλαμβανομένων των εγγυημένων τιμών αγοράς, ώστε να εξασφαλιστεί η θετική σχέση κόστους-οφέλους, κατά το δίκαιο της Ένωσης για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας». Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η προτεινόμενη διάταξη εγείρει ζήτημα σε σχέση με την εφαρμογή της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης. Η διάταξη αυτή επιβάλλει την εναρμόνιση των στόχων της ενεργειακής μετάβασης και της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, με τις λοιπές αρχές, όπως είναι ο κατά το δυνατόν περιορισμός της επέμβασης στο φυσικό περιβάλλον ή η λιγότερη δυνατή θυσία αγροτικής γης. Ενώ με την ενεργειακή αναβάθμιση παρέχεται η δυνατότητα αύξησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από τις υφιστάμενες μονάδες, δίδεται κίνητρο για να κατευθυνθεί το επενδυτικό ενδιαφέρον στην άμεση ολοκλήρωση νέων έργων, προ της έναρξης της καθολικής εφαρμογής των συμβάσεων λειτουργικής ενίσχυσης με τιμή καθοριζόμενη σε ανταγωνιστικές διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά, η διάταξη έχει σοβαρά ζητήματα εφαρμογής: Κατ’ αρχάς δεν λαμβάνει υπόψη την αιτία της αλλαγής του παραγωγικού εξοπλισμού. Δεν λαμβάνει υπόψη αν για παράδειγμα υπήρξε αντικατάσταση των πάνελ λόγω φθοράς ή καταστροφής εκ γεγονότων ανωτέρας βίας. Δεν λαμβάνει υπόψη αν έγινε αντικατάσταση ή επισκευή λόγω ελαττωμάτων οφειλόμενων σε υπαιτιότητα του προμηθευτή ή το εγκαταστάτη. Δεν λαμβάνεται ακόμα υπόψη η φύση της αναβάθμισης του παραγωγικού εξοπλισμού. Δηλαδή δεν λαμβάνεται υπόψη η υλοποίηση επένδυσης για την οποία πάντα υπήρχε η σχετική δυνατότητα. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εγκατάσταση συστημάτων ηλιακής ιχνηλάτησης (trackers) που οδηγούν σε σημαντικά μεγαλύτερη παραγωγή ενέργειας ανά μονάδα εγκατεστημένης ισχύος αλλά απαιτούν και σημαντική επένδυση. Εξάλλου, το περιθώριο των πέντε ετών αναφοράς για την εύρεση της μέγιστης απόδοσης με βάση την οποίας θα υπολογιστεί το όριο του 5% πρέπει να αυξηθεί σε δέκα χρόνια, ώστε να ληφθεί υπόψη η μεταβλητότητα των καιρικών συνθηκών ή ακόμα ορθότερα να ληφθούν υπόψη τα τρία (3) πρώτα χρόνια λειτουργίας του σταθμού, ώστε να ληφθεί υπόψη η βέλτιστη περίοδος λειτουργίας και παλαιότερων πάρκων. Εξάλλου, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη για τον τρόπο επίλυσης και μάλιστα ταχείας των τυχόν διαφορών που θα προκύψουν. Εξάλλου, στη διάταξη και ειδικότερα ως προς τον υπολογισμό του ορίου 5% δεν λαμβάνεται υπόψη η φυσική πτώση της απόδοσης των φωτοβολταϊκών πανέλων.