• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 12 Ιουλίου 2022, 20:26

    Σχόλιο στο Άρθρο 13 – τροποποίηση του άρθρου 21 του ν. 1650/1986 Παράγραφος 2: Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, προστίθεται στο περιεχόμενο των ΕΠΜ η εξής διάταξη: «στις ζώνες αυτές λαμβάνονται υπόψη οι υφιστάμενες δραστηριότητες και η γειτνίαση με οικισμούς και υπάρχει μέριμνα για την εξυπηρέτηση των λειτουργιών που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον πολεοδομικό ή οικιστικό χαρακτήρα των περιοχών αυτών, καθώς και οι κατευθύνσεις του περιφερειακού χωροταξικού πλαισίου της οικείας περιφέρειας και των ειδικών χωρικών πλαισίων». Η διάταξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και ειδικότερα με το άρθρο 6 παρ. 1 το οποίο προβλέπει ότι τα αναγκαία μέτρα διατήρησης «ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος Ι και των ειδών του παραρτήματος ΙΙ, τα οποία απαντώνται στους τόπους». Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τόσο τη ζώνωση όσο και τις ρυθμίσεις και τα μέτρα εντός των ζωνών. Η λήψη υπόψη των υφιστάμενων δραστηριοτήτων καθώς και του υφιστάμενου πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού αντίκειται στον κύριο σκοπό χαρακτηρισμού και προστασίας των περιοχών αυτών που είναι η διατήρηση φυσικών οικοτόπων και ειδών. Δημιουργείται συνεπώς ένα καθεστώς κατά το οποίο οι υφιστάμενες δραστηριότητες και άλλες χωροταξικές/πολεοδομικές προβλέψεις κατευθύνουν την επιλογή των ζωνών και των μέτρων, ενώ θα έπρεπε, αντίστροφα, η επιλογή των ζωνών και των μέτρων να στηρίζεται, όπως άλλωστε προβλέπει η οδηγία, στις οικολογικές απαιτήσεις και ανάγκες των προστατευτέων αντικειμένων. Παράγραφος 2 α: Η διάταξη αυτή εξαιρεί από την ΕΠΜ περιοχές για τις οποίες έχουν εκδοθεί Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια σύμφωνα με τον ν. 4447/2016, εντός ορίων οικισμών ή σχεδίου πόλης ή οικισμών προ του 1923 και εντός οργανωμένων υποδοχέων παραγωγικών δραστηριοτήτων ιδίως ΠΟΑΠΔ ή Οργανωμένων Υποδοχέων Μεταποιητικών Δραστηριοτήτων. Η οριζόντια και χωρίς περαιτέρω αξιολόγηση εξαίρεση των περιοχών αυτών από τις ΕΠΜ οδηγεί σε ένα αποσπασματικό καθεστώς προστασίας και στη λήψη μέτρων που δεν ανταποκρίνονται στις οικολογικές ανάγκες της περιοχής αλλά αντανακλούν προϋφιστάμενα καθεστώτα πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού ανεξάρτητα από το αν αυτά συνάδουν με τους στόχους διατήρησης των ειδών και τον σκοπό προστασίας και διατήρησης των προστατευτέων αντικειμένων. Παράγραφος 4: Θετική κρίνεται η αφαίρεση της φράσης «και λαμβάνοντας υπόψη το αντίστοιχο σχέδιο διαχείρισης» με την οποία είχε δημιουργηθεί σύγχυση για τη χρονική σειρά έκδοσης των π.δ. και των σ.δ. Όπως είχαμε τονίσει σε σχετική δημοσίευσή μας στο νομικό περιοδικό «Νόμος + Φύση», τα προεδρικά διατάγματα αποτελούν κρίσιμα εργαλεία για τη συμμόρφωσης της χώρας μας με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και θα πρέπει να εκδοθούν πριν από τα σ.δ. Καθίσταται λοιπόν σαφές λαμβάνοντας υπόψη και την προτεινόμενη παράγραφο 3 (α) (γγ) του άρθρου 21 του ν. 1650/2020 («εξειδίκευση των όρων και περιορισμών άσκησης δραστηριοτήτων και εκτέλεσης έργων που είναι απαραίτητα για την ικανοποιητική διατήρηση του προστατευτέου αντικειμένου κατ’ εξουσιοδότηση του σχετικού π.δ. καθώς και, όπου είναι αναγκαίο, τις ειδικότερες μελέτες που πρέπει να εκπονηθούν για την εξειδίκευση ή και οριστικοποίηση του περιεχομένου προτεινόμενων διαχειριστικών δράσεων και μέτρων»), ότι τα προεδρικά διατάγματα θα πρέπει να εκδοθούν πριν από τα σχέδια διαχείρισης. Για να διασφαλιστεί η ορθή ερμηνεία των διατάξεων, προτείνεται η διάταξη για τα προεδρικά διατάγματα να μεταφερθεί στην παράγραφο 3 και αυτή για τα σχέδια διαχείρισης στην παράγραφο 4. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο αφαιρεί από τη διάταξη αυτή την αναφορά στον «καθορισμό γειτονικών εκτάσεων της παραγράφου 4 του άρθρου 18, όπου αυτό είναι αναγκαίο» και στον καθορισμό των χρήσεων γης και δραστηριοτήτων στις γειτονικές εκτάσεις. Ο καθορισμός ζωνών και άλλων περιοχών εκτός των ορίων των προστατευόμενων περιοχών στις οποίες ρυθμίζονται δραστηριότητες που δημιουργούν πιέσεις και αποτελούν απειλή για τα προστατευόμενα αντικείμενα αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της διαμόρφωσης των αναγκαίων μέτρων διατήρησης όπως απαιτεί η οδηγία 92/43/ΕΟΚ και η εθνική νομοθεσία. Με την αφαίρεση των σχετικών διατάξεων φαίνεται να εκλείπει η νομική βάση για τη ρύθμιση δραστηριοτήτων και άλλων χρήσεων εκτός των ορίων των π.π. με τα π.δ. και τα σ.δ. κατόπιν σχετικής τεκμηρίωσης από την ΕΠΜ, μειώνοντας έτσι το καθεστώς προστασίας. Όπως έχει άλλωστε τονίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στον οδηγό της για την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 6 (1) της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, «η υποχρέωση είναι να θεσπιστούν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης, ανεξάρτητα από το αν τα εν λόγω μέτρα εφαρμόζονται σε μεμονωμένους τόπους, ή ακόμη, σε ορισμένες περιπτώσεις, και εκτός των ορίων των τόπων ή σε πολλαπλούς τόπους» (Ανακοίνωση της Επιτροπής «Διαχείριση των τόπων του δικτύου Natura 2000 Οι διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους» (Βρυξέλλες, 21.11.2018 C(2018) 7621 final) σελ. 21). Αντίστοιχη υποχρέωση σχετικά με τη χωρική διάσταση των μέτρων υπάρχει και στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 2 (για ΕΖΔ και ΖΕΠ): «ενδέχεται να απαιτείται η εφαρμογή μέτρων εκτός της ΕΖΔ εάν τα εξωτερικά συμβάντα ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στα είδη και στους οικοτόπους εντός της ΕΖΔ» (ibid, σελ. 30). Παράγραφος 3 (εε) και παράγραφος 11 Το νομοσχέδιο προβλέπει τη σύνδεση μεταξύ του σχεδίου διαχείρισης και της διαδικασίας διενέργειας δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων έργων που δεν ανήκουν στις κατηγορίες Α και Β του ν. 4014/2011. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται ότι το ΥΠΕΝ προσπαθεί να ανταποκριθεί σε μια σημαντική έλλειψη της εθνικής νομοθεσίας για τη δέουσα εκτίμηση των έργων που δεν ανήκουν στις κατηγορίες Α και Β, ζήτημα το οποίο έχει εγείρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη διαδικασία EU Pilot (EUP(2021)9806) που έχει εκκινήσει κατά της Ελλάδας για μη ορθή εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας. Ειδικότερα, το προωθούμενο άρθρο 21 (3) (εε) του ν. 1650/1986 προβλέπει ότι η υπουργική απόφαση έγκρισης του σχεδίου διαχείρισης δύναται να περιλαμβάνει πρόβλεψη για τη διενέργεια δέουσας εκτίμησης όπως περιγράφεται στην παράγραφο 11 του ίδιου άρθρου. Οι προβλέψεις αυτές όχι μόνο δεν επιτυγχάνουν την ορθή ενσωμάτωση του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας αλλά δημιουργούν σύγχυση σε ό,τι αφορά τη διαδικασία αδειοδότησης/έγκρισης των έργων αυτών από τις αρμόδιες αρχές. Ειδικότερα: Δεν προβλέπονται σαφή κριτήρια βάσει των οποίων θα αξιολογηθεί κατά την εκπόνηση του σ.δ. ποια έργα ή δραστηριότητες ενδεχομένως να υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986. Η πρόβλεψη αυτή έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 6 παρ. 3 της οδηγίας που απαιτεί τη διενέργεια μιας ad hoc διαδικασίας screening (προελέγχου) που θα κρίνει κατά περίπτωση κατά πόσο το συγκεκριμένο έργο (ή σχέδιο) μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει σημαντικά την περιοχή. Η παράγραφος 11 προβλέπει μια διαδικασία προελέγχου η οποία ξεκινά με κατάθεση αίτησης από τον φορέα του έργου ή της δραστηριότητας στη Γενική Διεύθυνση Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης η οποία και αποφασίζει αν απαιτείται η διενέργεια δέουσας εκτίμησης. Είναι ασαφές πώς θα γίνει η διαδικασία αυτή ενώ δεν γίνεται καμία αναφορά στο ενδεχόμενο συμβολής άλλων φορέων όπως π.χ. των αρμόδιων οργάνων για τις προστατευόμενες περιοχές, ήτοι ΜΔΠΠ/ΟΦΥΠΕΚΑ. Τέλος η πρόβλεψη ότι τεκμαίρεται ότι το έργο δεν επηρεάζει σημαντικά την προστατευόμενη περιοχή μετά από άπρακτη παρέλευση της 30ήμερης προθεσμίας δεν διασφαλίζει την εκτίμηση των επιπτώσεων κατά τη διαδικασία screening (προελέγχου), όπως απαιτείται από το άρθρο 6 παρ. 3 της οδηγίας. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η δέουσα εκτίμηση υποβάλλεται στη ΜΔΠΠ του ΟΦΥΠΕΚΑ βάσει των προδιαγραφών για τις ΕΟΑ των έργων κατηγορίας Β, η οποία αποφασίζει (με απόφαση του προϊσταμένου της) επί της αξιολόγησης αυτής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επισημάνει, στο πλαίσιο της διαδικασίας Pilot, ότι η διαφοροποίηση των προδιαγραφών της ΕΟΑ μεταξύ κατηγορίας έργων Α και Β δεν είναι συμβατή με το άρθρο 6 παρ. 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Στη διάταξη αυτή δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για δημόσια διαβούλευση για την ΕΟΑ και τη δέουσα εκτίμηση, παρά τις αντίθετες προβλέψεις του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της ΕΕ σε συνδυασμό με τη διεθνή σύμβαση του Ααρχους (C-243/15). Επιπλέον, σε ευθεία αντίθεση με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, η οποία προβλέπει ότι δεν δύναται να εγκριθεί ένα έργο όταν παραβλάπτει την ακεραιότητα του τόπου, η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει ότι η απόφαση του ΜΔΠΠ αφορά μόνο στην «έκδοση όρων για την υλοποίηση του εξεταζόμενου έργου ή δραστηριότητας προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν παραβλάπτεται η ακεραιότητα της προστατευόμενης περιοχής» και όχι στην απόρριψή του. Επιπλέον, δεν καθίσταται σαφές από τη διάταξη αυτή πώς η απόφαση της ΜΔΠΠ θα δημιουργήσει ένα πλαίσιο υποχρεωτικότητας σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση του φορέα του έργου/δραστηριότητας με τους όρους που έχουν τεθεί. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον ν. 4685/2020, ούτε η ΜΔΠΠ αλλά ούτε και ο ΟΦΥΠΕΚΑ έχουν την αρμοδιότητα έκδοσης πράξεων με αναγκαστική ισχύ (εκτελεστές διοικητικές πράξεις) οι οποίες αφενός δεσμεύουν τους διοικούμενους και αφετέρου δύνανται να προσβληθούν από ενδιαφερόμενους φορείς στο πλαίσιο διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών. Τέλος, δεν υπάρχει πρόβλεψη για το πώς συνδέεται η προωθούμενη διαδικασία προελέγχου με τη διαδικασία αδειοδότησης ή έγκρισης των έργων αυτών από τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη και υλοποίηση έργων εντός των περιοχών Natura 2000. Η συγκεκριμένη διάταξη προωθεί μια αποσπασματική και άκρως προβληματική εφαρμογή της διαδικασίας της δέουσας εκτίμησης για να καλύψει ένα σημαντικό κενό του ν. 4014/11 σε σχέση με τα έργα που δεν υπάγονται στις κατηγορίες Α και Β. Η ορθή ενσωμάτωση του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο ολοκληρωμένο και σαφή για όλα τα έργα και σχέδια εντός και εκτός των περιοχών του δικτύου Natura προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου τόσο για τους φορείς των έργων αλλά και τις δημόσιες υπηρεσίες που διαχειρίζονται τις διαδικασίες αυτές. Στην πρόταση που καταθέσαμε μαζί με τη «Νόμος και Φύση» τον Μάρτιο 2022 στο ΥΠΕΝ παρουσιάζουμε ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό νομικό πλαίσιο για την ορθή ενσωμάτωση του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Την πρότασή μας μπορείτε να δείτε εδώ. Παράγραφος 10 (α-δ). Η διάταξη αυτή φαίνεται να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής μιας ήδη προβληματικής διάταξης που ενσωματώθηκε στο άρθρο 21 του ν. 1650/2020 με τον ν. 4685/2020. Η παραπομπή της αξιολόγησης της συμβατότητας των υφιστάμενων και των αδειοδοτημένων έργων και δραστηριοτήτων σε μεταγενέστερο στάδιο με εργαλεία που αφορούν την περιβαλλοντική αδειοδότηση (άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 4014/2011), και βάσει ασαφών προβλέψεων στο σχέδιο διαχείρισης, καταστρατηγεί το προστατευτικό καθεστώς των περιοχών και οδηγεί σε ανασφάλεια δικαίου συγχέοντας τις διατάξεις του ν. 1650/2020 (για τις ΕΠΜ και την έκδοση π.δ.) με τις διατάξεις για την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Με τη διάταξη αυτή, δημιουργείται ουσιαστικά ένα προδιαγεγραμμένο καθεστώς για τις προστατευόμενες περιοχές που περιλαμβάνει υφιστάμενες και αδειοδοτημένες δραστηριότητες και έργα ανεξάρτητα από την αξιολόγηση και επιστημονική τεκμηρίωση των οικολογικών αναγκών και απαιτήσεων που αποτελεί το αντικείμενο των ΕΠΜ. Παράγραφος 10 (α) Σύμφωνα με την προωθούμενη τροποποίηση, η διαδικασία για να κριθεί αν η εξακολούθηση λειτουργίας έργων ή δραστηριοτήτων εντός των προστατευόμενων περιοχών «δεν διακινδυνεύει την επίτευξη των στόχων διατήρησης της αντίστοιχης περιοχής» δεν εφαρμόζεται σε όλα τα έργα/δραστηριότητες αλλά μόνο «εφόσον υπάρχει σχετική απαίτηση του σχεδίου διαχείρισης». Η πρόβλεψη αυτή είναι ασαφής και δεν γίνεται καμία αναφορά στη δυνατότητα μεταβατικού σταδίου για την απομάκρυνση έργων ή δραστηριοτήτων που δεν συνάδουν με την ανάγκη προστασίας και τους στόχους διατήρησης της περιοχής. Παράγραφος 10 (β-δ): Οι νέες αυτές διατάξεις επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας που προβλέπεται στο ισχύον άρθρο 21 παρ. 10 του ν. 1650/1986 (όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4685/2020) στην υλοποίηση και λειτουργία έργων που διαθέτουν ΑΕΠΟ (συνοδευόμενη ή όχι από ΕΟΑ) ή κάποια άλλη έγκριση βάσει μιας μελλοντικής και ασαφούς διαδικασίας. Η αξιολόγηση της συμβατότητας των έργων/δραστηριοτήτων με τους στόχους διατήρησης των προστατευτέων αντικειμένων θα πρέπει να λάβει χώρα στο πλαίσιο της εκπόνησης της ΕΠΜ και να προβλεφθούν ρητά ρυθμίσεις για τα εν λόγω έργα και δραστηριότητες. Η αξιολόγηση και οι σχετικές ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να στηρίζονται σε ad hoc αποσπασματικές μελλοντικές διαδικασίες που επιτρέπουν την υλοποίηση και λειτουργία μεμονωμένων έργων ή δραστηριοτήτων σε αντίθεση με την ανάγκη για ένα συνεκτικό καθεστώς προστασίας για το σύνολο της περιοχής Natura 2000.