• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 12 Ιουλίου 2022, 22:01

    Σχόλιο στο Άρθρο 3 (Εξαιρέσεις από την περιβαλλοντική αδειοδότηση) Η ρύθμιση αγνοεί τον παράγοντα της κλιματικής αλλαγής και τη σωρεία ειδικότερων ρυθμίσεων για τα θέματα αυτά – στο πλαίσιο των οποίων θα έπρεπε να προσδιοριστεί η ανάγκη και οι διαδικασίες εξαίρεσης από την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Δύο χρόνια μετά από τη θέσπιση της υποχρέωσης εκπόνησής της, «Εθνική Πολιτική Μείωσης Κινδύνου Καταστροφών» δεν υπάρχει (9 παρ. 1 ν. 4662/2020). Είναι άγνωστο αν η χώρα έχει εκπονήσει την εθνική εκτίμηση κινδύνων που απαιτεί η ενωσιακή νομοθεσία για την πολιτική προστασία (άρθ. 6 Απόφασης 1313/2003/ΕΕ) και εάν όντως αυτό έχει συμβεί, δεν μπορούν να ανευρεθούν οι σχετικές πληροφορίες. Η Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ, 2016) χρήζει επικαιροποίησης, και, στον βαθμό που ισχύει, επίσης δεν προβλέπει την ανάγκη παρόμοιων εξαιρέσεων (45 ν. 4414/2016, 4-5 ν. 4936/2022). Το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας έχει αναρτήσει διάφορα ad hoc κείμενα που δίνουν με «επιτελικό» τρόπο οδηγίες αντιμετώπισης παρόμοιων καταστροφών σε άλλους φορείς (π.χ., το από 11.5.2020 «Πρότυπο Υπόδειγμα Σχεδίου Αντιμετώπισης Έκτακτων Αναγκών εξαιτίας Δασικών Πυρκαγιών για την σύνταξη σχεδίων από τους δήμους της Χώρας»): ούτε τα κείμενα αυτά φαίνεται να προβλέπουν, στην πλειονότητά τους, παρόμοιες εξαιρέσεις. Δεν χρειάζεται φυσικά να ειπωθεί ότι μία ευνομούμενη (και εκτεθειμένη σε σοβαρούς φυσικούς κινδύνους) χώρα, αφιερώνει τους απαραίτητους πόρους στην πρόληψη, στην διαχείριση κινδύνων, στην κοινωνική αλληλεγγύη και στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, πριν την (ή παράλληλα με) την εξέταση αλλαγών (και μάλιστα «απλοποιήσεων») στο θεσμικό πλαίσιο. Άλλωστε, όπως σημειώνει το σχετικό Κατευθυντήριο Έγγραφο της ΕΕ, «η εξαίρεση θα ήταν γενικά δικαιολογημένη μόνο εάν η το έκτακτο περιστατικό που οδήγησε στο έργο δεν μπορούσε να προβλεφθεί ή, στην περίπτωση που μπορούσε να προβλεφθεί, το έργο δεν μπορούσε να έχει αναληφθεί νωρίτερα. Για παράδειγμα, ένα αντιπλημμυρικό έργο θα μπορούσε να θεωρηθεί μέτρο για την αντιμετώπιση πιθανού έκτακτου περιστατικού επαρκώς επείγοντος ώστε να δικαιολογείται η επίκληση της εξαίρεσης, αν ήταν αδύνατο να αναληφθεί νωρίτερα….» (Ανακοίνωση της Επιτροπής, Έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με την εφαρμογή εξαιρέσεων βάσει της οδηγίας για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, 2019/C 386/05). Θα πρέπει επίσης να ειπωθεί ότι τα παραπάνω κείμενα (όπως ο «Ξενοκράτης» του 2003) τονίζουν την ανάγκη πρόληψης, μείωσης και διαχείρισης κινδύνων για το περιβάλλον παράλληλα με τους αντίστοιχους κινδύνους για τον πληθυσμό και τις υποδομές. Το ενωσιακό δίκαιο επιτρέπει την εξαίρεση από την περιβαλλοντική αδειοδότηση των έργων (ή τμημάτων έργων) που «εξυπηρετούν αποκλειστικά σκοπούς άμυνας» (άρθρο 1 παρ. 3 οδηγίας 2011/92). Το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης (β) της παρ. 2α («η διαδικασία της παρούσας δεν απαιτείται για αεροδρόμια, λιμάνια, δεξαμενές καυσίμων και αγωγούς μεταφοράς υγρών καυσίμων που εξυπηρετούν σκοπούς εθνικής άμυνας») παραβιάζει την υποχρέωση αυτή για 2 λόγους: πρώτον, δεν προβλέπει σχετική διαδικασία (δεν αποτελεί, δηλαδή, «ενσωμάτωση» οδηγίας). Και δεύτερον, διότι παραλείπει τον όρο «αποκλειστικά», και εξαιρεί έναν αδιευκρίνιστο αριθμό μεγάλων έργων υποδομών, με σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, τα οποία μόνο περιστασιακά μπορεί να εξυπηρετούν ανάγκες εθνικής άμυνας. Πρόκειται για συνήθη περίπτωση στην Ελλάδα. Με την υποπαράγραφο 2β επιδιώκεται η ενσωμάτωση του άρθρου 2 παρ. 4 της οδηγίας 2011/92, με το οποίο επιτρέπεται, «σε εξαιρετικές περιπτώσεις», η εξαίρεση «συγκεκριμένου έργου» από τις διατάξεις της οδηγίας, «εφόσον η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων θα επηρέαζε αρνητικά τον σκοπό του έργου, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι στόχοι της παρούσας οδηγίας». Η προτεινόμενη διάταξη εισάγει μία τεράστια και μη οριοθετημένη εξαίρεση, χωρίς κανένα περιορισμό ή κριτήριο, από τις διατάξεις που αφορούν την περιβαλλοντική αδειοδότηση, και παραβιάζει πολλαπλά τις απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας. Πρώτον, η εξαίρεση επιτρέπεται «σε εξαιρετικές περιπτώσεις», και η προτεινόμενη διάταξη δεν ορίζει καμία ειδική, πόσο μάλλον «εξαιρετική», περίπτωση. Δεύτερον, η διάταξη είναι εφαρμοστέα «υπό τον όρο ότι πληρούνται οι στόχοι της παρούσας οδηγίας»: ένας στόχος της Οδηγίας είναι ότι «η εκτίμηση των σημαντικών επιπτώσεων που ενδέχεται να έχουν» μία ομάδα ρυπογόνων έργων, «με γνώμονα την προστασία της ανθρώπινης υγείας, τη συμβολή, με τη δημιουργία ενός καλύτερου περιβάλλοντος, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, τη φροντίδα για τη διατήρηση των ποικιλιών των ειδών και τη διατήρησή της αναπαραγωγικής ικανότητας του οικοσυστήματος ως θεμελιώδους πόρου ζωής» (δικαιολογητικές σκέψεις 8 και 14). Ωστόσο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, προβλέπεται η εκπόνηση ΤΕΠΕΜ, η οποία δεν περιλαμβάνει καμία απολύτως παρόμοια πληροφορία (πρβλ. 11 παρ. 11 ν. 4014/2011, που εφαρμόζεται αναλόγως, ανεξάρτητα από ό,τι προβλέπει η υποπερίπτωση ββ) της παρ. 2β). Επιπροσθέτως, ένας άλλος στόχος της Οδηγίας είναι η διασφάλιση της «εγκυρότητας και διαφάνειας της διαδικασίας λήψης αποφάσεων» (δικαιολογητική σκέψη 16): εδώ, αντιθέτως, προβλέπεται μόνο η δημοσίευση της απόφασης εξαίρεσης, και όχι του εισαγωγικού φακέλου (με τον οποίον δήθεν «τεκμηριώνεται», με στοιχεία που δεν δημοσιεύονται, «ότι η εφαρμογή του συνόλου των απαιτήσεων της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης επηρεάζει αρνητικά τον σκοπό του έργου ή της δραστηριότητας»), ή της μεταγενέστερης ΤΕΠΕΜ. Ειρήσθω εν παρόδω, δεν υπάρχει έργο στο οποίο να μην μπορεί να τεκμηριωθεί ότι η «εφαρμογή του συνόλου των απαιτήσεων της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης επηρεάζει αρνητικά τον σκοπό του έργου ή της δραστηριότητας» (σημείο β)), καθώς η περιβαλλοντική αδειοδότηση συνεπάγεται καθυστέρηση και έξοδα. Ωστόσο, συνεπάγεται επίσης διάχυτα οφέλη που αφορούν (μεταξύ πολλών άλλων) την βιώσιμη ανάπτυξη, την προστασία των φυσικών και πολιτιστικών αγαθών, την προστασία της δημόσιας υγείας, την βελτιστοποίηση των αδειών, την κοινωνική συνοχή και τα οφέλη αυτά είναι αδύνατο να τεκμηριωθούν από τον ενδιαφερόμενο (ούτε η προτεινόμενη διάταξη απαιτεί την τεκμηρίωσή τους με οποιοδήποτε άλλο τρόπο). Τέταρτον, το WWF ελπίζει να είναι αντιληπτό στο ΥΠΕΝ ότι η εξαίρεση αναφέρεται σε μελλοντικά έργα,και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την τακτοποίηση παρανομιών και αυθαιρεσιών. Τέλος, η ΤΕΠΕΜ, όχι μόνο δεν έχει το κατάλληλο περιεχόμενο, αλλά και υποβάλλεται μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του έργου. Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η περιβαλλοντική εκτίμηση είναι το νομικό περίβλημα με το οποίο υλοποιούνται οι θεσμοί της «δέουσας εκτίμησης» (άρθρο 6 παρ. 3 οδηγίας 92/43) και της «αδειοδότησης» εγκαταστάσεων που υπάγονται στο Παράρτημα Ι της οδηγίας 2010/75. Με άλλα λόγια, και σύμφωνα με την ορολογία του ενωσιακού δικαίου, ακολουθείται η «κοινή διαδικασία» (Ανακοίνωση της Επιτροπής, Έγγραφο καθοδήγησης της Επιτροπής για τον εξορθολογισμό των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διεξάγονται βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 3 της οδηγίας για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, 2016/C 273/01). Καμία όμως από τις οδηγίες αυτές δεν προβλέπει εξαιρέσεις όπως αυτές που εισάγονται με την σχολιαζόμενη διάταξη του παρόντος νομοσχεδίου. Συνεπώς, η εφαρμογή των προτεινόμενων διατάξεων σε όσα έργα ή δραστηριότητες απαιτούν «δέουσα εκτίμηση» ή εμπίπτουν στο Παράρτημα Ι της οδηγίας 2010/75 είναι παράνομη, και το ΥΠΕΝ οφείλει να τις εξαιρέσει αμέσως από την εφαρμογή του άρθρου 3 του νομοσχεδίου. Παράλληλα, εφόσον ένα έργο ή δραστηριότητα εμπίπτει στο άρθρο 4 παρ. 7 της οδηγίας 2000/60 (Οδηγίας – Πλαίσιο για τα ύδατα) (όπως μπορεί να συμβεί με έργα που επηρεάζουν την κατάσταση υπόγειων ή επιφανειακών υδάτων), θα πρέπει να τεκμηριωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων για την εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας αυτής – κάτι που, σήμερα, γίνεται στα πλαίσια της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Για το θέμα αυτό, οι προτεινόμενες από το νομοσχέδιο διατάξεις δεν λαμβάνουν καμία μέριμνα, και, κατά συνέπεια, και τα έργα αυτά θα πρέπει να εξαιρεθούν από τις προτεινόμενες διατάξεις. Το τελευταίο εδάφιο του προτεινόμενου άρθρου 3 ορίζει ότι «δεν απαιτείται εκ νέου περιβαλλοντική αδειοδότηση έργου, τμήματος έργου ή δραστηριότητας, εάν αυτή υφίσταται ήδη και οι προβλεπόμενες ή εκτελούμενες εργασίες αφορούν στην αποκατάσταση του έργου στην προτέρα, πριν την επέμβαση, κατάσταση» (προφανώς, υπονοείται η περίπτωση που η αρχική περιβαλλοντική αδειοδότηση δεν έχει μεριμνήσει για τα θέματα αυτά, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, δεν υφίσταται θέμα). Η διάταξη πρέπει να αποσυρθεί, διότι παραβιάζει ευθέως το ενωσιακό δίκαιο, τόσο στην περίπτωση έργων που υπάγονται στην Οδηγία 2011/92 (πρβλ. Παράρτημα IV σημείο 1 (β), σύμφωνα με το οποίο η ΜΠΕ περιλαμβάνει «περιγραφή των φυσικών χαρακτηριστικών του όλου έργου, καθώς και, εφόσον χρειάζεται, των αναγκαίων εργασιών κατεδάφισης» ) όσο και εγκαταστάσεων που υπάγονται στην Οδηγία 2010/75 (πρβλ. 12 παρ. 1 ε) , σύμφωνα με το οποίο η «αίτηση αδείας» περιλαμβάνει την «βασική έκθεση» για την εξυγίανση και αποκατάσταση του χώρου μετά την παύση των δραστηριοτήτων). Δεν χρειάζεται να τονιστεί η σημασία των διατάξεων αυτών, καθώς η χώρα προσπαθεί να αναπροσαρμόσει τις οικονομικές της δραστηριότητες εν όψει των νέων συνθηκών της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής. Προκαλεί, πάντως, αλγεινή εντύπωση η ποιότητα του νομοθετικού έργου του ΥΠΕΝ, το οποίο αγνοεί βασικές παραμέτρους των θεμάτων που επιδιώκει να ρυθμίσει. Σχόλιο στο Άρθρο 4 - (Διαδικασία ΑΕΠΟ) Το WWF Ελλάς έχει επανειλημμένα ασκήσει κριτική για την επίκληση των «μη ουσιωδών» τροποποιήσεων της ΑΕΠΟ προκειμένου να αποδυναμωθεί περαιτέρω ο θεσμός της περιβαλλοντικής αδειοδότησης (βλ. σχετικά σχόλια στον ν. 4685/2020). Η οδηγία 2011/92 αναφέρεται σε «κάθε μεταβολή» ή «οποιαδήποτε τροποποίηση» (σημείο 24 Παραρτήματος Ι, σημείο 13 α) Παραρτήματος ΙΙ). Η εγκατάσταση βοηθητικού εξοπλισμού, η συντήρηση και η ανακαίνιση εντάσσονται στην «λειτουργία» του έργου, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της οποίας έπρεπε να είχαν εκτιμηθεί στην αρχική ΑΕΠΟ [βλ., ενδεικτικά, την ΚΥΑ 170225/2015 (ΦΕΚ Β’ 45), όπου όλα αυτά τα θέματα εξετάζονται εξαντλητικά, και το Παράρτημα IV της οδηγίας 2011/92]. Οι «υποσταθμοί» είναι έργο που υπόκειται αυτοτελώς σε περιβαλλοντική αδειοδότηση κατά την εθνική νομοθεσία (11η Ομάδα, ΚΥΑ ΔΙΠΑ/οικ. 37674/2014 όπως ισχύει), και δεν είναι σαφείς οι λόγοι για τους οποίους η διάταξη τους θεωρεί «διαφοροποίηση μικρής κλίμακας». Οι αλλαγές στην εσωτερική διαρρύθμιση των μηχανημάτων δεν είναι έργο που υπόκειται σε περιβαλλοντική αδειοδότηση, αλλά μπορεί να αφορά άλλες άδειες (π.χ., την άδεια λειτουργίας). Σχόλια στο Άρθρο 5 (αποδέκτες λυμάτων) 1. Η υγειονομική διάταξη Ε1β/221/1965 απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Υγιεινής «Περί διαθέσεως λυμάτων και βιομηχανικών αποβλήτων» και οι μεταγενέστερες υγειονομικές διατάξεις τροποποίησης της, καθόσον αφορά τα απόβλητα που περιλαμβάνονται στον Ευρωπαϊκό Κατάλογο Αποβλήτων (ΕΚΑ), που καταρτίστηκε με την απόφαση 2000/532/ΕΚ (ΕΕ L 204/37/21.7.1998)» (όπως η τελευταία ισχύει) έχει καταργηθεί «καθόσον αφορά τα απόβλητα που περιλαμβάνονται στον Ευρωπαϊκό Κατάλογο Αποβλήτων (ΕΚΑ), που καταρτίστηκε με την απόφαση 2000/532/ΕΚ (ΕΕ L 204/37/21.7.1998)» (59 παρ. 2 ν. 4042/2012). Η διαδικασία «καθορισμού αποδέκτη» δεν υφίσταται πλέον, και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να «αντικατασταθεί» από την ΑΕΠΟ. Συνεπώς, οι συντάκτες του νομοσχεδίου θα πρέπει να επανεξετάσουν το νόημα της νέας περίπτωσης δ’ του άρθρου. 12 παρ. 1 ν. 4014/2011. Γενικότερα, σημειώνεται ότι για τις «σημειακές πηγές απορρίψεων που ενδέχεται να προκαλέσουν ρύπανση», η ενωσιακή νομοθεσία απαιτεί «προηγούμενη κανονιστική ρύθμιση, όπως η απαγόρευση της εισόδου ρύπων στα ύδατα, ή …προηγούμενη άδεια, ή ..καταχώρηση βασιζόμενη σε γενικούς δεσμευτικούς κανόνες που να καθορίζουν ελέγχους εκπομπών για τους σχετικούς ρύπους…» [άρθρο 11 παρ. ζ) Οδηγίας 2000/60]. Μολονότι η ΑΕΠΟ μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει την υποχρέωση της «προηγούμενης άδειας», οι διοικητικές ρυθμίσεις θα πρέπει να συντονίζονται σε επίπεδο λεκάνης απορροής (άρθρο 3 παρ. 4 Οδηγίας 2000/60). Κατά συνέπεια, το μόνο εργαλείο για τον καθορισμό αποδεκτών και όρων απόρριψης είναι το Σχέδιο Διαχείρισης Λ.Α.Π. Σχόλια στο Άρθρο 6 (Καθορισμός τρόπου πληρωμής των πιστοποιημένων αξιολογητών) Με αυτή τη διάταξη ουσιαστικά επιδιώκεται η πληρωμή του αξιολογητή ΜΠΕ χωρίς να παρεμβάλλεται ο «κωδικός της παρ. 5 του άρθρου 17» (όπως προβλέπεται από το σημερινό άρθ. 16 παρ. 7 ν. 4014/2011). Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται μία απευθείας εμπορική συναλλαγή μεταξύ του αξιολογητή ΜΠΕ και του φορέα του έργου – στην ουσία, ο τελευταίος επιλέγει, ελέγχει και κατευθύνει τον αξιολογητή ΜΠΕ του. Εννοείται ότι, με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται μία εστία αδιαφάνειας και σύγκρουσης συμφερόντων (αν όχι διαφθοράς), και η αξιοπιστία των εξωτερικών αξιολογήσεων ΜΠΕ θα είναι μηδαμινή. Πόσο μάλλον που το ΥΠΕΝ αδυνατεί, επί 2 χρόνια, να εκδώσει το προεδρικό διάταγμα του άρθρου 16 παρ. 6 (για τα προσόντα των αξιολογητών), και είναι προφανές ότι οι «δειγματοληπτικοί έλεγχοι» των ΜΠΕ (16 παρ. 4 ν. 4014/2011) είναι ελάχιστοι (ή δεν γίνονται καθόλου), και, σε κάθε περίπτωση, δεν τεκμηριώνονται πουθενά. Η καταβαράθρωση αυτή κάθε έννοιας χρηστής διοίκησης – η οποία πρέπει να σταθμίζει με στοιχειώδη αμεροληψία τις ΜΠΕ- είναι φυσικά αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο, το οποίο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να «διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή ή οι αρμόδιες αρχές εκτελούν τα καθήκοντα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία με αντικειμενικό τρόπο και δεν βρίσκονται σε σύγκρουση συμφερόντων» (άρθρο 9α Οδηγίας 2011/92). Φυσικά, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η τελευταία διάταξη, με ευθύνη του ΥΠΕΝ, δεν έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο. Άρθρο 7 (Συμπληρώσεις διαδικασίας περιβαλλοντικών ελέγχων) Προφανώς, η αδυναμία του ΥΠΕΝ να αξιοποιήσει τον θεσμό του Εποπτικού Συμβουλίου είναι ένα ακόμα πλήγμα στην αποδοτικότητα και την ανεξαρτησία των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος ( 20 παρ. 5 γ) ν. 4014/2011). Όχι μόνο δεν γίνονται βήματα για την ενδυνάμωση του θεσμού και την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του, αλλά επιδιώκεται και η συνεχής υποβάθμισή τους. Με την προτεινόμενη τροποποίηση του σημείου γ) της υποπαραγράφου 15β του άρθρου 20, ορίζεται ότι η έλλειψη Π.Π.Δ. – κατά νομική ακριβολογία, η έλλειψη πράξης υπαγωγής σε Π.Π.Δ. (πρβλ. άρθ. 8) - δεν είναι «ουσιώδης διοικητική παράβαση» η οποία χαρακτηρίζεται από την νομοθεσία ως «ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ» ή «ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ» (πρβλ. το σημερινό άρθρο 20 παρ.15β β. 4014/2011). Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο υποδηλώνεται ότι οι συγκεκριμένες παραβάσεις δεν αφορούν το δημόσιο συμφέρον (20 παρ. 15β εδ. α’) , αλλά και δίνεται ουσιαστικά μία «προθεσμία» υπέράνω των 3 ετών και «πλάνο διορθωτικών ενεργειών» (με ευθύνη των αρχών επιθεώρησης, που πρέπει να το συντάξουν για χάρη του φορέα) πριν την επιβολή κυρώσεων (πρβλ. παρ. 15 και 15α του άρθ. 20). Η μετατροπή των Π.Π.Δ. σε ένα είδος μη δεσμευτικών κατευθύνσεων δεν είναι μέσα στις προθέσεις του νομοθέτη του ν. 4014/2011. Όλα αυτά, για μία μεγάλη κατηγορία έργων, που μπορεί τοπικά, και ενίοτε σωρευτικά, να προκαλέσουν σημαντική υποβάθμιση στο περιβάλλον.