• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 12 Ιουλίου 2022, 22:01

    Άρθρο 11 - Επιτρεπόμενες χρήσεις γης στις ζώνες προστατευόμενων περιοχών του Δικτύου «Φύση 2000» Με το άρθρο 11 του σχεδίου νόμου προτείνονται αλλαγές στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο που ουσιαστικά επιδεινώνουν το προστατευτικό καθεστώς σε όλες τις κατηγορίες ζωνών προστασίας και ιδίως σε αυτές της αυστηρής προστασίας, ενισχύοντας τον προβληματικό χαρακτήρα των διατάξεων που είναι σήμερα σε ισχύ. Θυμίζουμε ότι η εισαγωγή του συστήματος καθορισμού χρήσεων γης με βάση την πολεοδομική νομοθεσία για τις χρήσεις γης (π.δ. 59/2018), η οποία έγινε με τον ν. 4685/2020, είχε ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα, τα οποία είχαμε εκτενώς σχολιάσει τόσο στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης (https://contentarchive.wwf.gr/images/pdfs/sholia_gi_to_ns_exihronismos_per_vomothesias.pdf) όσο και κατά τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία για το τότε νομοσχέδιο στη βουλή (https://contentarchive.wwf.gr/images/pdfs/sholia_vs_eksihronismos_per_nomothesias.pdf). Συνοπτικά, τα κυριότερα προβλήματα είναι η συμπερίληψη ιδιαίτερα επιβαρυντικών χρήσεων ανά ζώνη (με «κορωνίδα» την εξόρυξη υδρογονανθράκων), η ελλιπής συνολικά διαβάθμιση του προστατευτικού καθεστώτος στις 4 κατηγορίες ζωνών προστασίας, και ο συγκερασμός ανάμεσα σε χρήσεις γης και δραστηριότητες-έργα, ο οποίος δυσχεραίνει σημαντικά τη χρήση των βασικών εργαλείων για την θωράκιση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών (προεδρικά διατάγματα και σχέδια διαχείρισης). Όπως θα φανεί στις παρατηρήσεις μας που ακολουθούν, το νέο νομοσχέδιο επιδεινώνει αντί να επιλύει αυτά τα προβλήματα. Συγχρόνως, το νέο νομοσχέδιο αποτελεί μια σημαντική αλλαγή του υφιστάμενου συστήματος ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη, και μάλιστα υποτίθεται ότι ολοκληρώνεται, το σημαντικό έργο εκπόνησης των ειδικών περιβαλλοντικών μελετών, προεδρικών διαταγμάτων και σχεδίων διαχείρισης για το σύνολο του δικτύου Natura 2000 στην χώρα μας. Ήδη διαπιστώνεται, με βάση τις τρεις πρώτες μελέτες του έργου που έχουν τεθεί σε διαβούλευση, ότι ο ορισμός χρήσεων γης, αλλά και η ίδια η ζώνωση των περιοχών, γίνεται με διαφορετικό τρόπο από μελέτη σε μελέτη, ενώ συγχρόνως οι συγκεκριμένες προτάσεις των μελετών παρουσιάζουν διάφορα προβλήματα, σημαντικό μέρος των οποίων εκπορεύεται από καθαυτές τις αδυναμίες του νέου συστήματος, και αυτά τα προβλήματα επιχειρείται να επιλυθούν με ετερογενή και αποσπασματικό τρόπο. Προκαλεί, επομένως, εύλογες ανησυχίες τόσο το γεγονός της αλλαγής επί το χείριστον του προβληματικού αυτού συστήματος, όσο και η διαφαινόμενη αδυναμία των αλλαγών να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην επίλυση των προβλημάτων εφαρμογής που έχουν διαπιστωθεί. Τέλος, όπως θα φανεί και στα σχόλια που ακολουθούν, η χώρα έχει τη σημαντική υποχρέωση που εκπορεύεται από τη νέα στρατηγική για τη βιοποικιλότητα της ΕΕ να εντάξει το 10% του χερσαίου και θαλάσσιου χώρου της σε καθεστώς αυστηρής προστασίας. Όμως οι εδώ προτεινόμενες διατάξεις αποδυναμώνουν σε σημαντικό βαθμό το καθεστώς προστασίας στις ζώνες απόλυτης προστασίας και στις ζώνες προστασίας της φύσης, επομένως είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο στις ενωσιακές της υποχρεώσεις. Σε ό,τι αφορά καθαυτές τις διατάξεις που προτείνονται: Στις ζώνες απόλυτης προστασίας της φύσης διευρύνονται οι χρήσεις και οι δραστηριότητες που είναι ασύμβατες με το αναγκαίο καθεστώς αυστηρής προστασίας, καθώς προστίθεται η ειδική κατηγορία χρήσεων (33) «Εγκαταστάσεις ύδρευσης, εξαιρουμένης της αφαλάτωσης, εγκαταστάσεις αποθήκευσης και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, σταθμών μέτρησης ατμοσφαιρικής ρύπανσης, θορύβου και μετεωρολογικών παραμέτρων, με τον αναγκαίο εξοπλισμό και τις συναφείς εγκαταστάσεις, υπέργειων ή υπόγειων», καθώς και οι δραστηριότητες της ελεύθερης βόσκησης και της ερασιτεχνικής αλιείας. Μάλιστα οι δύο τελευταίες εισάγονται με μια άκρως προβληματική διατύπωση: «Η ελεύθερη βόσκηση και η ερασιτεχνική αλιεία δύνανται να απαγορεύονται εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο για τη διασφάλιση της ακεραιότητας της περιοχής ως προς τις οικολογικές της λειτουργίες». Δηλαδή ουσιαστικά επιτρέπεται η ελεύθερη βόσκηση ή η ερασιτεχνική αλιεία, χωρίς να τίθενται ειδικότερες προϋποθέσεις (π.χ. παραπομπή στις κανονιστικές προβλέψεις του π.δ. ή του σ.δ. της προστατευόμενης περιοχής, ή έστω στη σχετική ε.π.μ. ή άλλες ειδικές μελέτες) και προβλέπεται η δυνητική τους απαγόρευση εάν αυτό κριθεί απαραίτητο «για τη διασφάλιση της ακεραιότητας της περιοχής», και πάλι χωρίς να τίθενται ειδικότερες ουσιαστικές ή διαδικαστικές προϋποθέσεις (ποιος, με βάση ποια κριτήρια και στο πλαίσιο ποιας διαδικασίας θα κρίνει εάν διασφαλίζεται ή όχι η ακεραιότητα της περιοχής, κι ακόμα πώς θα σχετίζεται αυτή η κρίση με μέτρα που θα έχουν προσδιοριστεί από τα νομικά εργαλεία που προβλέπει ο νόμος για την προστασία και τη διαχείριση της ζώνης;). Εξίσου προβληματική είναι η αντικατάσταση των –καταργούμενων σε άλλη διάταξη του νομοσχεδίου (άρθρο 14, παρ. 1)- τριψήφιων ειδικών κατηγοριών περί γραμμικών υποδομών με τη διψήφια κατηγορία (26.12) «Γραμμικές υποδομές μεταφορών, ιδίως οδοί κίνησης μηχανοκίνητων οχημάτων, οδοί ήπιας κυκλοφορίας, πεζόδρομοι, ποδηλατόδρομοι, πλατείες, μονοπάτια και θαλάσσιοι διάδρομοι». Όχι μόνο ενισχύεται ακόμα περισσότερο ο προβληματικός χαρακτήρας της πρόβλεψης, σε περιοχές αυστηρής προστασίας, γραμμικών υποδομών όπως οδοί, ποδηλατόδρομοι, μονοπάτια και θαλάσσιοι διάδρομοι κίνησης σκαφών (αυτές τις υποδομές προβλέπει ο νόμος ως ισχύει), αλλά και προστίθενται οι οδοί ήπιας κυκλοφορίας (χρήση η οποία έχει κυρίως πολεοδομική λογική), οι πεζόδρομοι (που επίσης έχουν νόημα στον πολεοδομημένο χώρο – άραγε τι σκοπό εξυπηρετούν οι πεζόδρομοι, που μάλιστα είναι διακριτοί σε σχέση με τα μονοπάτια, σε αμιγώς φυσικές περιοχές;) και οι πλατείες (των οποίων η συμπερίληψη σε φυσικές περιοχές και μάλιστα αυστηρής προστασίας επίσης δεν έχει κανένα απολύτως νόημα). Ακόμα χειρότερα, η κατάργηση των -συγκεκριμένων- τριψήφιων χρήσεων και η χρήση του όρου «ιδίως» στη νέα διατύπωση είναι ακόμα περισσότερο προβληματική, καθώς σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν γραμμικές υποδομές μεταφορών που δεν περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη απαρίθμηση τύπων υποδομών. Δημιουργείται, επομένως, ασάφεια και αδυναμία εφαρμογής της εν λόγω διάταξης - με τη διοίκηση και τα δικαστήρια να καλούνται για ακόμα μία φορά να κάνουν ερμηνεία απλών, φαινομενικά, διατάξεων του νόμου. Επίσης, ενδεικτική κυβερνητικής πρόθεσης για υποβάθμιση του αυστηρού προστατευτικού καθεστώτος είναι η κατάργηση της πρόβλεψης του π.δ. 59/2018 (άρθρο 14α ως ισχύει), σύμφωνα με την οποία «οι χρήσεις των ειδικών κατηγοριών (1), (7), (26.12.1), (26.12.4), (26.12.7), (26.12.8), (48.2) και (49) επιτρέπονται μόνο για την εξυπηρέτηση της προστασίας και της βέλτιστης διαχείρισης του προστατευτέου αντικειμένου». Με την αφαίρεση αυτής της πρόβλεψης, γίνεται σαφές ότι η ανάπτυξη αυτών των χρήσεων και δραστηριοτήτων εντός της συγκεκριμένης κατηγορίας ζωνών μπορεί να γίνεται για λόγους άσχετους με την προστασία, επιβεβαιώνοντας έτσι την καταστρατήγηση του σκοπού ορισμού των ζωνών προστασίας -και δη της ζώνης αυστηρής προστασίας- εντός των προστατευόμενων περιοχών. [Σημειωτέον, η συγκεκριμένη διατύπωση στην ισχύουσα διάταξη έχει νομοτεχνικά σφάλματα, αφού αναφέρεται σε ειδικές κατηγορίες χρήσεων που δεν περιλαμβάνονται στην απαρίθμηση χρήσεων του συγκεκριμένου άρθρου]. Συνολικά, οι προτεινόμενες ως άνω αλλαγές επιδεινώνουν την ήδη προβληματική συμπερίληψη χρήσεων στις ζώνες απόλυτης προστασίας σύμφωνα με το π.δ. 59/2018 και το προβληματικό πλαίσιο που εισήγαγε ο ν. 4685/2020. To καθεστώς που δημιουργούν όχι μόνο είναι σε πλήρη αντίθεση με τις διεθνώς αποδεκτές πρακτικές, οι οποίες εκπορεύονται από την Διεθνή Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN), αλλά και είναι αντίθετες με τα χαρακτηριστικά και τον σκοπό που ορίζει ο νόμος για τις ζώνες απόλυτης προστασίας [«εκτάσεις με εξαιρετικά ευαίσθητους τύπους φυσικών οικοτόπων, ή/ και με ενδιαιτήματα εξαιρετικά ευαίσθητων ειδών, των οποίων η παρουσία και αντιπροσωπευτικότητα εκτιμάται ως πολύ υψηλή ή η κατάσταση των οποίων επιτάσσει εξαιρετικά αυστηρή προστασία» - άρθρο 19 (4) (α) ν. 1650/1986]. Σημειώνεται επίσης ότι η προαναφερόμενη ειδική χρήση (33), τροποποιούμενη ως υφίσταται σε άλλο σημείο του ίδιου νομοσχεδίου, έχει διαφορετική διατύπωση, σύμφωνα με την οποία οι επιμέρους χρήσεις που περιλαμβάνονται είναι ακόμα πιο ασύμβατες με σκοπούς προστασίας, καθώς προστίθεται οι «εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα» (άρθρο 14, παρ. 2). Πρόκειται δυστυχώς για μία απτή επιβεβαίωση της προχειρότητας η οποία διέπει όχι μόνο την συνολική προσέγγιση του νομοσχεδίου αλλά ακόμα και τη νομοτεχνική επεξεργασία του από την επισπεύδουσα αρχή. Ασύμβατες χρήσεις προστίθενται -και μάλιστα σε μεγαλύτερο εύρος- και στις ζώνες προστασίας της φύσης, τη δεύτερη σε σειρά κατηγορία ζωνών ως προς τη διαβάθμισης του καθεστώτος προστασίας. Εδώ, εκτός από τις προαναφερόμενες εγκαταστάσεις ύδρευσης, ηλ. ενέργειας κ.λπ., προβλέπονται επίσης: Πλήθος τουριστικών χρήσεων (καταλύματα, εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής κ.ά.). Ωστόσο ο προσδιορισμός αυτών των χρήσεων με τη συχνά χρησιμοποιούμενη, παντελώς ασαφή, χωρίς νομική υπόσταση και εν τέλει προσχηματική έννοια της «ήπιας τουριστικής ανάπτυξης», καθώς και η προϋπόθεση της λειτουργικής τους διασύνδεσης με μορφές θεματικού τουρισμού (τουρισμό υπαίθρου ή γαστρονομίας, αθλητικό ή πολιτιστικό ή θρησκευτικό ή εκπαιδευτικό τουρισμό) στερείται σαφήνειας, σκοπιμότητας και τεκμηρίωσης. Επιπρόσθετα, οι λοιπές προϋποθέσεις που εισάγει η προτεινόμενη διάταξη (χαμηλός συντελεστής δόμησης 0,05 και υψηλή ενεργειακή αποδοτικότητα), παρότι περιορίζουν την κλίμακα των επεμβάσεων, δεν αναιρούν την ασυμβατότητα της χωροθέτησης δραστηριοτήτων σημαντικού αποτυπώματος σε ζώνες υψηλής προστασίας, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη τόσο ότι υφίσταται σημαντική τάση ανάπτυξης τέτοιου είδους εγκαταστάσεων (και άρα μεγέθυνση των σχετικών πιέσεων και απειλών για τις περιοχές), όσο και ότι οι εγκαταστάσεις αυτές συνοδεύονται από σημαντικά έργα υποδομής (που με σειρά τους δύναται, σωρευτικά, να υποβαθμίσουν το υψηλό καθεστώς προστασίας). Υπόγειες εξορυκτικές δραστηριότητες, με την προϋπόθεση «ότι η είσοδος της υπόγειας εκμετάλλευσης βρίσκεται εκτός ζώνης προστασίας της φύσης και ζώνης απολύτου προστασίας της φύσης». Μοιάζει σαν οι συντάκτες του νομοσχεδίου να θεωρούν ότι μόνο η είσοδος ή γενικά το επιφανειακό τμήμα των εξορυκτικών πεδίων έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις και δύναται να επηρεάσει τα προστατευτέα αντικείμενα (!). Ωστόσο, δύσκολα μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει ότι δεν πρόκειται για τραγική έλλειψη βασικών γνώσεων, αλλά για σκόπιμη και σκανδαλώδη προσπάθεια να επιτρέπονται οι εξορύξεις (υδρογονανθράκων, ορυκτών πόρων κ.λπ) σε ζώνες προστασίας της φύσης. Εγκαταστάσεις Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), οι οποίες επίσης δεν συμβατές με το καθεστώς υψηλής προστασίας στις ζώνες αυτής της κατηγορίας. Επίσης, όπως και στις ζώνες απόλυτης προστασίας, έτσι και στις ζώνες προστασίας της φύσης απαλείφεται η υφιστάμενη πρόβλεψη για συμπερίληψη χρήσεων «μόνο για την εξυπηρέτηση της προστασίας και της βέλτιστης διαχείρισης του προστατευτέου αντικειμένου» Στις ζώνες διατήρησης οικοτόπων και ειδών, παρά τη σκόπιμη αφαίρεση ορισμένων ειδικών χρήσεων που προβλέπει το ισχύον π.δ. (κοινωνική πρόνοια, εκπαίδευση, πολιτιστικές εγκαταστάσεις, διοίκηση, εμπορικά καταστήματα, υπεραγορές και γραφεία), απαλείφεται η υφιστάμενη πρόβλεψη για το επιτρεπτό ορισμένων κατηγοριών χρήσεων (κατοικία, αθλητικές εγκαταστάσεις) μόνο για περιοχές εντός σχεδίου ή εντός οικισμού, αλλά και καταργούνται οι περιορισμοί για την επιφάνεια ορισμένων άλλων χρήσεων (εστίαση και αναψυκτήρια). Οι δύο αυτές αλλαγές, σε συνδυασμό με την προσθήκη των τουριστικών χρήσεων και των εγκαταστάσεων ύδρευσης κ.λπ. όπως στις παραπάνω κατηγορίες ζωνών, επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο το ήδη προβληματικό συνονθύλευμα χρήσεων και καταστρατηγούν το σκοπό ορισμού των ζωνών προστασίας. Στις ζώνες βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων διατηρείται η προβληματική συμπερίληψη των συνόλου των ειδικών κατηγοριών χρήσεων γης, ενώ επιπρόσθετα καταργούνται οι περιορισμοί που υπάρχουν για εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας (π.χ. αεροδρόμια, εμπορικές εκθέσεις, ιππόδρομοι, καζίνο κ.ά. - επιτρέπονται μόνο εντός σχεδίου ή εντός οικισμού).