• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 28 Φεβρουαρίου 2023, 00:54

    Άρθρα 63, 64 παρ. 4, 65, 66, 67 Οι διατάξεις αυτές ενσωματώνουν στην εθνική έννομη τάξη αποσπασματικά και επιλεκτικά ορισμένες διατάξεις του προτεινόμενου Κανονισμού για την αποκατάσταση της φύσης όπως ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιούνιο 2022 στο πλαίσιο της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα, και ο οποίος βρίσκεται στο στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας στα όργανα της ΕΕ (Συμβούλιο και Ευρωκοινοβούλιο). Η επιλεκτική ενσωμάτωση των διατάξεων αυτών στην εθνική έννομη τάξη πριν από την ολοκλήρωση της νομοθετικής διαδικασίας σε επίπεδο ΕΕ, η οποία μάλιστα θα οδηγήσει στη θέσπιση ενός Κανονισμού που έχει άμεση εφαρμογή στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, οδηγεί σε μια αποσπασματική προσέγγιση σε ένα κρίσιμο και σύνθετο ζήτημα το οποίο απαιτεί ενδελεχή και προσεκτική ρύθμιση. Πολλές διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού απαιτούν περαιτέρω εξειδίκευση και αποσαφήνιση, ειδικά σε ό,τι αφορά ορισμένες κρίσιμες έννοιες όπως η επίτευξη καλής κατάστασης, η ικανοποιητική έκταση αναφοράς τύπου οικοτόπου, η επαρκής ποσότητα οικοτόπου είδους, ειδικά σε σχέση με υφιστάμενες έννοιες που προβλέπονται στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τις περιοχές του δικτύου Natura 2000, προκειμένου να μπορέσουν να εφαρμοστούν ουσιαστικά στην πράξη. Επιπλέον, η αναφορά στο άρθρο 65 παρ. 4 στοιχ. β “[σ]τη βελτιστοποίηση των οικολογικών, οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών των οικοσυστημάτων, καθώς και τη συμβολή τους στη βιώσιμη ανάπτυξη των σχετικών περιφερειών και κοινοτήτων” ως στόχο των μέτρων αποκατάστασης, πέραν της ασάφειας των εν λόγω εννοιών, δεν είναι σύμφωνη με τον σκοπό της αποκατάστασης όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 1 του προτεινόμενου κανονισμού. Η ενσωμάτωση των διατάξεων του προτεινόμενου Κανονισμού, οι οποίες αναμένεται να τροποποιηθούν στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας και των σχετικών διαπραγματεύσεων στο Συμβούλιο και στο Ευρωκοινοβούλιο, δημιουργούν περαιτέρω σύγχυση σε ό,τι αφορά τα μέτρα που απαιτούνται για τις περιοχές του δικτύου Natura 2000 στο πλαίσιο της έκδοσης των προεδρικών διαταγμάτων και των σχεδίων διαχείρισης, και του εν εξελίξει έργου για την εκπόνηση των ΕΠΜ. Οι ρυθμίσεις στην εθνική έννομη τάξη ενός τόσο σύνθετου ζητήματος όπως είναι η αποκατάσταση της φύσης θα πρέπει να εναρμονίζονται με την ισχύουσα νομοθεσία για τις περιοχές του δικτύου Natura 2000, ειδικά σε ό,τι αφορά σχετικές έννοιες όπως η ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, και να περιλαμβάνουν σαφείς κατευθύνσεις (με περαιτέρω κατ’ εξουσιοδότηση διατάξεις) για την ουσιαστική εφαρμογή τους. Άρθρο 64 Στόχοι προστασίας της φύσης Παράγραφος 1: Η ενσωμάτωση στο άρθρο αυτό του στόχου της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα σχετικά με τον χαρακτηρισμό του 30% της χερσαίας και θαλάσσιας έκτασης της χώρας ως προστατευόμενων περιοχών είναι σημαντική και αντανακλά τη σχετική δέσμευση της χώρας μας, έχει ωστόσο αποκλειστικά διακηρυκτικό χαρακτήρα, καθώς δεν προβλέπει συγκεκριμένες κατευθύνσεις για το πώς αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί στην πράξη (π.χ. δεν παρέχεται καμία διευκρίνιση σχετικά με τις “καίριες περιοχές βιοποικιλότητας”) καθώς και ποιες ενέργειες και μέτρα απαιτούνται για την υλοποίησή του σε συνάρτηση με την εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας για τις προστατευόμενες περιοχές. Σε ό,τι αφορά τον στόχο για το θαλάσσιο περιβάλλον, δεν είναι σαφές γιατί γίνεται αναφορά μόνο στα “χωρικά ύδατα” της χώρας, καθώς τόσο η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη βιοποικιλότητα που θέτει τον εν λόγω στόχο, όσο και η οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τις περιοχές του δικτύου Natura 2000 περιλαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής τους πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης (χωρικής θάλασσας) και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) των κρατών μελών της ΕΕ [βλ. απόφαση του ΔΕΕ, C-6/04, σκ. 117, και συμπεράσματα Συμβουλίου Αλιείας (2001) επί του θέματος αυτού όπως αναφέρονται στις Κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη συγκρότηση του δικτύου Natura 2000 στο θαλάσσιο περιβάλλον Guidelines (europa.eu)]. Η διάταξη αυτή θα πρέπει να αναθεωρηθεί προκειμένου να εναρμονιστεί η σχετική πρόβλεψη με τις θαλάσσιες ζώνες σύμφωνα με την ενωσιακή και εθνική νομοθεσία, ειδικότερα τον ν. 2321/1995 για την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, και να γίνει αναφορά και στις θαλάσσιες ζώνες στις οποίες η Ελλάδα ασκεί πέραν από κυριαρχία, κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσία προκειμένου να συμπεριληφθεί στην επίτευξη του στόχου και η ΑΟΖ (κατόπιν κήρυξής της). Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο στόχος της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για 30% νομική προστασία δεν αναφέρεται μόνο στον χαρακτηρισμό περιοχών ως προστατευόμενων, αλλά και στη λήψη ουσιαστικών και αποτελεσματικών μέτρων διατήρησης και προστασίας. Αυτό αφορά τόσο τις υφιστάμενες προστατευόμενες περιοχές όσο και ενδεχόμενη διεύρυνση της χωρικής κάλυψης των προστατευόμενων περιοχών. Το κρίσιμο ζήτημα είναι οι περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως προστατευόμενες να μην μείνουν μόνο στα χαρτιά, αλλά να συνοδεύονται από τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων, τον σχεδιασμό και υλοποίηση κατάλληλων δράσεων διαχείρισης και παρακολούθησης, τη διασφάλιση της απαιτούμενης χρηματοδότησης, την αποτελεσματική λειτουργία συστήματος διακυβέρνησης καθώς και τον έλεγχο συμμόρφωσης και την εφαρμογή των μέτρων στην πράξη. Παράγραφος 2: Ο στόχος αυτός φαίνεται να αντανακλά τον στόχο της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για αυστηρή προστασία, χωρίς ωστόσο να συγκεκριμενοποιείται ότι το καθεστώς αυτό θα πρέπει να καλύπτει το ένα τρίτο των προστατευόμενων περιοχών όπως προβλέπεται στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική. Επίσης, η διάταξη αυτή κάνει αναφορά σε “υψηλή” προστασία (και όχι αυστηρή) χωρίς να διευκρινίζεται περαιτέρω η έννοια αυτή. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι στη ζώνη προστασίας της φύσης, (τουλάχιστον με βάση το ισχύον καθεστώς του π.δ. 59/2018), επιτρέπονται χρήσεις γης οι οποίες δεν συνάδουν με το καθεστώς “αυστηρής” προστασίας, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στον πρόσφατο κατευθυντήριο οδηγό της (“Criteria and guidance for protected areas designations - Staff Working Document, https://environment.ec.europa.eu/publications/criteria-and-guidance-protected-areas-designations-staff-working-document_en ), ο χαρακτηρισμός των περιοχών αυτών ως ζωνών προστασίας της φύσης δεν επαρκεί και θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι εντός των εν λόγω ζωνών απαγορεύονται χρήσεις και δραστηριότητες που παρεμβαίνουν στις φυσικές λειτουργίες των οικοτόπων και ειδών. Επίσης, σε ό,τι αφορά τα αρχέγονα και παλαιά δάση (στα οποία κάνει αναφορά η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη βιοποικιλότητα ως μέρος του στόχου για αυστηρή προστασία), το παρόν νομοσχέδιο δεν προσδιορίζει περαιτέρω τον ορισμό και τα χαρακτηριστικά των δασών αυτών, ενώ φαίνεται ότι η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης στην Ελλάδα είναι περιορισμένη (βλ. σχετικά https://publications.jrc.ec.europa.eu/repository/bitstream/JRC124671/maes_policy_narrative_primary_old_growth_forests_-_report_v4.0_pdf_2.pdf). Τέλος, θα πρέπει να γίνει σαφής αναφορά σε περαιτέρω κριτήρια για την επιλογή των περιοχών που χρήζουν αυστηρής προστασίας, σύμφωνα και με τα σχετικά κριτήρια και κατευθύνσεις που έχει διαμορφώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα υπαχθούν στο καθεστώς αυτό οι κατάλληλες και αναγκαίες περιοχές με βάση τα οικολογικά τους χαρακτηριστικά. Παράγραφος 3: Η ενσωμάτωση του στόχου για περιοριστικά μέτρα της αλιείας στο 10% των χωρικών υδάτων έχει, όπως αναφέρθηκε παραπάνω και για την παράγραφο 1, διακηρυκτικό χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται ή να δίδονται κατευθύνσεις για το πώς ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί στην πράξη και με ποιες διαδικασίες, λαμβάνοντας υπόψη και την αλιευτική νομοθεσία. Άρθρο 68 Ζώνες προστασίας και διαχείρισης που περιλαμβάνονται στις ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες – Τροποποίηση παρ. 4 και 5 άρθρου 19 ν. 1650/1986 Με το συγκεκριμένο άρθρο προτείνονται ιδιαίτερα σημαντικές τροποποιήσεις των ισχυουσών διατάξεων για τη διαμόρφωση του ειδικού προστατευτικού πλαισίου στις περιοχές προστασίας της βιοποικιλότητας και τα εθνικά πάρκα (άρθ. 19 ν. 1650/1986 όπως ισχύει). Συγκεκριμένα: 1. Καταργείται ο καθορισμός ειδικών χρήσεων γης στις 4 κατηγορίες ζωνών προστασίας, σύστημα που είχε εισαγάγει ο ν. 4685/2020. Σύμφωνα με αυτό, για κάθε κατηγορία ζωνών μπορούσαν να επιλεγούν ορισμένες χρήσεις γης με βάση τη σχετική κωδικοποίηση χρήσεων γης της πολεοδομικής νομοθεσίας (π.δ. 59/2018). Με την κατάργηση αυτή, την «αρχιτεκτονική» της διαμόρφωσης ειδικού προστατευτικού καθεστώτος αποτελούν πλέον μόνο οι ζώνες προστασίας, χωρίς τον οποιοδήποτε ειδικότερο προσδιορισμό σχετικά με τον καθορισμό μέτρων, όρων και περιορισμών για τις δραστηριότητες σε αυτές τις ζώνες. Επανέρχεται έτσι το προϋφιστάμενο πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο ο καθορισμός μέτρων θα γίνεται με μη συστηματικό τρόπο και κατά την κρίση των συντακτών των ειδικών περιβαλλοντικών μελετών (ε.π.μ.), αδυναμία την οποία ο ν. 4685/2020 αποσκοπούσε να θεραπεύσει. Συγχρόνως, για μια τέτοια ριζική αλλαγή δεν προσφέρεται καμία απολύτως τεκμηρίωση στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης, η οποία αρκείται στο να αναφέρει ως σκοπό “την αποδέσμευση των Ζωνών Προστασίας από τις γενικές χρήσεις γης του πολεοδομικού σχεδιασμού” (παρεμπιπτόντως, είναι εξίσου προβληματική η διατήρηση σε ισχύ τόσο των σχετικών με τις προστατευόμενες περιοχές γενικών και ειδικών κατηγοριών χρήσεων γης του π.δ. 59/2018, όσο και της -εύλογης σκοπιμότητας- διάταξης του άρθ. 42 του ν. 4759/2020 που ορίζει ότι “[…] τα διατάγματα της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986 […] προσδιορίζουν επιτρεπόμενες και απαγορευόμενες δραστηριότητες βάσει των κατηγοριών χρήσεων γης”). 2. Προσδιορίζεται ειδικότερα το αντικείμενο προστασίας στις ζώνες απόλυτης προστασίας της φύσης (ΖΑΠΦ) και τις ζώνες προστασίας της φύσης (ΖΠΦ). Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση των ΖΑΠΦ ορίζονται τα «εξαιρετικά ευαίσθητα είδη» ως «τα είδη προτεραιότητας, τα οποία κατηγοριοποιούνται ως κινδυνεύοντα […], σύμφωνα με τον παγκόσμιο και εθνικό κόκκινο κατάλογο […]». Όμως ο ορισμός αυτός είναι προβληματικός, καθώς α) αποκλείει τα είδη που εμπίπτουν σε άλλες κατηγορίες κινδύνου και β) αναφέρεται στους εθνικούς κόκκινους καταλόγους, οι οποίοι ωστόσο συντάχθηκαν πριν από 14 χρόνια, χρήζουν επικαιροποίησης και περιλαμβάνουν ένα περιορισμένο σχετικά μέρος της ελληνικής χλωρίδας και πανίδα[1]. Στην περίπτωση των ΖΠΦ προσδιορίζεται ειδικότερα το χαρακτηριστικό της ανάγκης αυστηρής προστασίας για τις περιπτώσεις μη ικανοποιητικού βαθμού διατήρησης. Όμως και αυτός ο ειδικότερος προσδιορισμός είναι προβληματικός, καθώς αποκλείει από αυτές τις περιοχές τα προστατευτέα αντικείμενα με ικανοποιητικό βαθμό διατήρησης. 3. Εξαιρούνται από τη ζώνωση οι περιοχές που βρίσκονται εκτός των ορίων των προστατευόμενων περιοχών, δηλαδή ουσιαστικά οι περιφερειακές ζώνες και οι οικολογικοί διάδρομοι. Η προτεινόμενη αυτή αλλαγή αποδυναμώνει το ειδικό προστατευτικό καθεστώς που ενδεχομένως απαιτείται για τις περιοχές αυτές (βλ. επίσης παρακάτω -στο άρθ. 69, παρ. 4 του νομοσχεδίου- τα συναφή σχόλιά μας σχετικά την τροποποίηση του άρθ. 18 παρ. 4 του ν. 1650/1986 που αφορά, τα αναγκαία μέτρα προστασίας σε γειτονικές των προστατευόμενων περιοχών εκτάσεις). Δευτερευόντως, συγχέεται η έννοια των περιφερειακών ζωνών με αυτή των οικολογικών διαδρόμων, ενώ στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί προστασίας είναι διακριτοί και επιτελούν διαφορετικό ρόλο (πρβλ. άρθ. 21, παρ. 2 ν. 1650/1986). Από τις παραπάνω προτεινόμενες μεταβολές σημαντικότερη -και με ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες- είναι αυτή της κατάργησης του συστήματος χρήσεων γης. Αρχικά χρειάζεται να επισημανθεί ότι το σύστημα αυτό είχε σοβαρά προβλήματα, τα οποία είχαμε εκτενώς σχολιάσει αρχικά στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης που είχε προηγηθεί της θέσπισης του ν. 4685/2020[2] και ακολούθως κατά τη σχετική νομοπαρασκευαστική διαδικασία στη Βουλή[3]. Ομοίως είχαμε εκτενώς σχολιάσει τις σχετικές νομοθετικές προτάσεις που συμπεριλαμβάνονταν σε νομοσχέδιο του Ιουνίου-Ιουλίου 2022, τόσο στη διαβούλευση[4] όσο και κατά τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία[5], με τις οποίες είχε επιχειρηθεί μια εξόχως προβληματική τροποποίηση των συστήματος της ζώνωσης και των χρήσεων γης που ήταν όχι μόνο σε πλήρη αντίθεση με τις διεθνώς αποδεκτές πρακτικές της IUCN, αλλά και ουσιαστικά ανέτρεπαν τους σκοπούς που ορίζει ο νόμος για τις ζώνες αυστηρής προστασίας. Ευτυχώς οι προτάσεις αυτές τελικά αποσύρθηκαν κατά την ολοκλήρωση της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσαν. Αμέσως μετά τις προαναφερόμενες παρεμβάσεις μας, και με σκοπό να συμβάλλουμε εποικοδομητικά στην επιτακτική πλέον διαμόρφωση ενός συνεκτικού, αποτελεσματικού και σύμφωνου με τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου νομικού πλαισίου για τη θεσμική θωράκιση των προστατευόμενων περιοχών, καταθέσαμε πρόταση προς τον αρμόδιο υπουργό[6] σχετικά τόσο με τη διαμόρφωση ενός ειδικού π.δ. συστηματοποίησης των χρήσεων γης την οποία θα πρότεινε μια διεπιστημονική ομάδα εργασίας όσο και με τις αναγκαίες μεταβατικές διατάξεις που θα εξασφάλιζαν τη συμβατότητα ανάμεσα σε υφιστάμενες δραστηριότητες και το ειδικό προστατευτικό καθεστώς κάθε περιοχής. Στο μεταξύ, έχει σημασία ότι τις σοβαρές αδυναμίες του υφιστάμενου νομικού πλαισίου επιβεβαιώνουν και οι πρόσφατα δημοσιοποιημένες -μέσω της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης- ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες, οι οποίες προτείνουν ποικίλων ειδών παρεκκλίσεις από όσα προβλέπει το σύστημα των ζωνών και των χρήσεων γης, και μάλιστα με σημαντικές διαφοροποιήσεις από μελέτη σε μελέτη. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι η προβληματική, σύμφωνα με τα παραπάνω, αλλαγή του νομικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής του συστήματος των χρήσεων γης, έγινε ενώ είχε ήδη ξεκινήσει το σημαντικό έργο των ΕΠΜ, γεγονός το οποίο συχνά επικαλούνται τόσο οι μελετητές όσο και η αρμόδια αρχή προκειμένου να δικαιολογήσουν τις υπέρμετρες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση αυτού του έργου. Σήμερα βρισκόμαστε σε μία ακόμα κομβική τομή με το παρόν νομοσχέδιο, καθώς επιχειρείται «η ανατροπή της ανατροπής» του νομικού πλαισίου που επέφερε ο ν. 4685/2020. Το βασικό ερώτημα είναι εάν και κατά πόσο οι προτεινόμενες αλλαγές στη ζώνωση και τις χρήσεις γης -και δευτερευόντως και οι λοιπές προτεινόμενες αλλαγές που επισημάναμε παραπάνω- επιλύουν τα προβλήματα που έχουν επισημανθεί τόσο ως προς το νομικό πλαίσιο καθαυτό όσο και ως προς την εφαρμογή του. Δυστυχώς, η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Αντί η αρμόδια αρχή να αναλάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για μεθοδική, τεκμηριωμένη και συμπεριληπτική επίλυση των προβλημάτων με τελικό σκοπό τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού νομικού πλαισίου, προβαίνει στην εύκολη λύση της κατάργησης του πρόσφατου συστήματος, μόλις 2,5 χρόνια μετά τη θέσπισή του και μόλις 6 μήνες μετά την απόπειρα καταστρατήγησής του. Ως συνέπεια, προκύπτουν εύλογες ανησυχίες σχετικά με την ολοκλήρωση του έργου των ΕΠΜ και εν γένει σχετικά με την πρόθεση και την αποτελεσματικότητα της αρμόδιας αρχής να διαμορφώσει επιτέλους, και με καθυστέρηση 11 ετών σε σχέση με τις ενωσιακές υποχρεώσεις της χώρας, το ειδικό προστατευτικό καθεστώς για τις προστατευόμενες περιοχές. Άρθρο 69 Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες, σχέδια διαχείρισης και καθορισμός χρήσεων γης στις προστατευόμενες περιοχές – Τροποποίηση άρθρου 21 ν. 1650/1986 Το άρθρο αυτό επανεισάγει ορισμένες προβληματικές ρυθμίσεις που είχαν συμπεριληφθεί σε νομοσχέδιο που ετέθη σε δημόσια διαβούλευση τον Ιούνιο 2022 (διάρκειας ολίγων ημερών όπως και το παρόν νομοσχέδιο), και εν συνεχεία κατατέθη στο Κοινοβούλιο τον Ιούλιο 2022. Οι διατάξεις αυτές, κατόπιν έντονων αντιδράσεων, αποσύρθηκαν από το νομοσχέδιο, με σκοπό, όπως είχε δηλώσει τότε ο αρμόδιος Υπουργός στη Βουλή, να πραγματοποιηθούν περαιτέρω διαβουλεύσεις με εμπλεκόμενους φορείς. Ωστόσο, από τον Ιούλιο 2022 έως σήμερα, ουδεμία διαβούλευση έλαβε χώρα, αντίθετα, το έργο των ΕΠΜ, το οποίο επηρεάζουν ευθεως οι διατάξεις αυτές, συνεχίστηκε βάσει του υφιστάμενου καθεστώτος, ενώ ορισμένες ΕΠΜ ετέθησαν σε δημόσια διαβούλευση. Παράγραφος 1: Η παράγραφος αυτή τροποποιείται με την προσθήκη της εξής πρόβλεψης σχετικά με την κατάρτιση και έκδοση των σχεδίων διαχείρισης και των προεδρικών διαταγμάτων για τα εθνικά πάρκα και τις περιοχές προστασίας της βιοποικιλότητας: «λαμβάνοντας υπόψη της οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και τις περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες». Η προσθήκη αυτή φαίνεται να ενσωματώνει αυτολεξεί τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ σχετικά με τη λήψη μέτρων στο πλαίσιο της εφαρμογή της οδηγίας και η οποία προβλέπει τα εξής: «Κατά τη λήψη μέτρων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και οι περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες». Ωστόσο, η προωθούμενη τροποποίηση παραγνωρίζει τον κύριο σκοπό της οδηγίας όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 1, ήτοι «να συμβάλει στην προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών όπου εφαρμόζεται η συνθήκη (άρθρο 2 παρ. 1) καθώς και τη σαφή αναφορά του άρθρου 2 παρ. 2 της οδηγίας σε σχέση με τη λήψη μέτρων: «Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία αποσκοπούν στη διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος». Τα προεδρικά διατάγματα και τα σχέδια διαχείρισης, που μνημονεύονται στην παρούσα διάταξη και αναλύονται στις επόμενες παραγράφους, αποτελούν τα κύρια εργαλεία για τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων διατήρησης για τις περιοχές του δικτύου Natura. Το άρθρο 6 παρ. 1 της οδηγίας σαφώς προβλέπει ότι τα αναγκαία μέτρα διατήρησης για τις ειδικές ζώνες διατήρησης θα πρέπει να «ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος Ι και των ειδών του παραρτήματος ΙΙ, τα οποία απαντώνται στους τόπους». Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, τα μέτρα θα πρέπει να είναι εναρμονισμένα με τους στόχους διατήρησης και να έχουν καθοριστεί «με συστηματικό τρόπο, σε συνάρτηση με τις οικολογικές απαιτήσεις κάθε τύπου οικοτόπου και κάθε είδους» που απαντά σε κάθε ΕΖΔ (βλ. ενδεικτικά C-849/18, σκ. 85-86). Καθίσταται συνεπώς σαφές ότι η μονομερής αναφορά σε μη οικολογικά κριτήρια ως στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως προκρίνεται στην εν λόγω διάταξη, αντίκειται στην οδηγία η οποία σαφώς προβλέπει ότι κύριο κριτήριο για τον προσδιορισμό των μέτρων είναι οι οικολογικές ανάγκες και απαιτήσεις των προστατευτέων αντικειμένων και η επίτευξη των στόχων διατήρησης. Η λήψη υπόψη των κριτηρίων αυτών χωρίς να δίδεται προτεραιότητα στις οικολογικές απαιτήσεις και τους στόχους διατήρησης θέτει σαφώς σε κίνδυνο την επίτευξη του στόχου της οδηγίας που είναι η διατήρηση σε ικανονοποιητική κατάσταση των προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών. Παράγραφος 2 στοιχ. β΄: Στη διάταξη αυτή προστίθεται ότι «οι ζώνες δύναται να υποδιαιρούνται σε υποζώνες». Δεν υπάρχει ωστόσο κάποια πρόβλεψη για υποζώνες στο άρθρο 18 παρ. 4 του ν. 1650/1986 το οποίο προβλέπει και περιγράφει τις ζώνες προστασίας. Δεν είναι συνεπώς σαφές σε τι συνίστανται οι υποζώνες αυτές, ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους σε σχέση με τα οικολογικά στοιχεία της περιοχής και τις ανθρώπινες δραστηριότητες που επιτρέπονται ή απαγορεύονται, και πώς καθορίζονται σε σχέση με τις προβλεπόμενες ζώνες. Παράγραφος 2 στοιχ. γ΄: Στη διάταξη αυτή αναφέρεται ότι η επιλογή των ζωνών και των προτεινόμενων χρήσεων γης γίνεται «με σκοπό τη βελτίωση των οικολογικών, οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών των οικοσυστημάτων, καθώς και τη συμβολή τους στη βιώσιμη ανάπτυξη των σχετικών περιοχών». Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ζώνωση και ο καθορισμός των χρήσεων γης αποτελούν μέρος των αναγκαίων μέτρων διατήρησης, κύριος στόχος της θέσπισής τους σύμφωνα με τα άρθρο 2 παρ. 1 και 6 παρ. 1 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ είναι η διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης των προστατευτέων οικοτόπων και ειδών. Οι οικοσυστημικές υπηρεσίες των προστατευτέων αντικειμένων (αν σε αυτές αναφέρεται η οικονομική και κοινωνική λειτουργία των οικοσυστημάτων), θα μπορούσαν ενδεχομένως να ληφθούν υπόψη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν σκοπό της επιλογής των αναγκαίων μέτρων διατήρησης. Επιπλέον, στην παράγραφο αυτή προστίθεται η εξής διάταξη: «στις ζώνες και υποζώνες λαμβάνονται υπόψη οι υφιστάμενες δραστηριότητες και η γειτνίαση με οικισμούς και υπάρχει μέριμνα για την εξυπηρέτηση των λειτουργιών που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον πολεοδομικό ή οικιστικό χαρακτήρα των περιοχών αυτών, οι αποφάσεις για την προστασία των περιοχών άνευ δρόμων, καθώς και οι κατευθύνσεις του περιφερειακού χωροταξικού πλαισίου της οικείας περιφέρειας και των ειδικών χωρικών πλαισίων». Η διάταξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και ειδικότερα με το άρθρο 6 παρ. 1 το οποίο προβλέπει ότι τα αναγκαία μέτρα διατήρησης «ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος Ι και των ειδών του παραρτήματος ΙΙ, τα οποία απαντώνται στους τόπους». Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τόσο τη ζώνωση όσο και τις ρυθμίσεις και τα μέτρα εντός των ζωνών. Η λήψη υπόψη των υφιστάμενων δραστηριοτήτων καθώς και του υφιστάμενου πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού αντίκειται στον κύριο σκοπό χαρακτηρισμού και προστασίας των περιοχών αυτών που είναι η διατήρηση φυσικών οικοτόπων και ειδών. Δημιουργείται συνεπώς ένα καθεστώς κατά το οποίο οι υφιστάμενες δραστηριότητες και άλλες χωροταξικές/ πολεοδομικές προβλέψεις θα κατευθύνουν την επιλογή των μέτρων, ενώ θα έπρεπε, αντίστροφα, ο προσδιορισμός των μέτρων να στηρίζεται, όπως άλλωστε προβλέπει η οδηγία, στις οικολογικές απαιτήσεις και ανάγκες των προστατευτέων αντικειμένων. Παράγραφος 2α: Η διάταξη αυτή εξαιρεί από την ΕΠΜ περιοχές για τις οποίες έχουν εκδοθεί Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια σύμφωνα με τον ν. 4447/2016, εντός ορίων οικισμών ή σχεδίου πόλης ή οικισμών προ του 1923 και εντός οργανωμένων υποδοχέων παραγωγικών δραστηριοτήτων ιδίως ΠΟΑΠΔ ή Οργανωμένων Υποδοχέων Μεταποιητικών Δραστηριοτήτων. Η οριζόντια και χωρίς περαιτέρω αξιολόγηση εξαίρεση των περιοχών αυτών από τις ΕΠΜ οδηγεί σε ένα αποσπασματικό καθεστώς προστασίας και στη λήψη μέτρων που δεν ανταποκρίνονται στις οικολογικές ανάγκες της περιοχής αλλά αντανακλούν προϋφιστάμενα καθεστώτα πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού - για τα οποία μάλιστα δεν έχει διενεργηθεί δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ - ανεξάρτητα από το αν αυτά συνάδουν με τους στόχους διατήρησης των ειδών και τον σκοπό προστασίας και διατήρησης των προστατευτέων αντικειμένων. Παράγραφος 1 στοιχ. αβ΄: Η προσθήκη της πρόβλεψης ότι «τα μέτρα αποσκοπούν στη βελτίωση των οικολογικών, οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών των οικοσυστημάτων, καθώς και της συμβολής τους στη βιώσιμη ανάπτυξη των σχετικών περιφερειών και κοινοτήτων. Κατά τη λήψη μέτρων, λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και οι περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες» αντίκειται στην οδηγία 92/43/ΕΟΚ και στον σκοπό της, όπως έχει αναλυτικά αναφερθεί ανωτέρω, και θα πρέπει να διαγραφεί. Παράγραφος 4: Θετική κρίνεται η αφαίρεση της φράσης «και λαμβάνοντας υπόψη το αντίστοιχο σχέδιο διαχείρισης» με την οποία είχε δημιουργηθεί σύγχυση για τη χρονική σειρά έκδοσης των π.δ. και των σ.δ. Όπως είχαμε τονίσει σε σχετική δημοσίευσή μας στο νομικό περιοδικό «Νόμος + Φύση», τα προεδρικά διατάγματα αποτελούν κρίσιμα εργαλεία για τη συμμόρφωσης της χώρας μας με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και θα πρέπει να εκδοθούν πριν από τα σ.δ. Καθίσταται λοιπόν σαφές λαμβάνοντας υπόψη και την προτεινόμενη παράγραφο 3 (α) (γγ) του άρθρου 21 του ν. 1650/2020 («εξειδίκευση των όρων και περιορισμών άσκησης δραστηριοτήτων και εκτέλεσης έργων που είναι απαραίτητα για την ικανοποιητική διατήρηση του προστατευτέου αντικειμένου κατ’ εξουσιοδότηση του σχετικού π.δ. καθώς και, όπου είναι αναγκαίο, τις ειδικότερες μελέτες που πρέπει να εκπονηθούν για την εξειδίκευση ή και οριστικοποίηση του περιεχομένου προτεινόμενων διαχειριστικών δράσεων και μέτρων»), ότι τα προεδρικά διατάγματα θα πρέπει να εκδοθούν πριν από τα σχέδια διαχείρισης. Για να διασφαλιστεί η ορθή ερμηνεία των διατάξεων, προτείνεται η διάταξη για τα προεδρικά διατάγματα να μεταφερθεί στην παράγραφο 3 και αυτή για τα σχέδια διαχείρισης στην παράγραφο 4. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο αφαιρεί από τη διάταξη αυτή την αναφορά στον «καθορισμό γειτονικών εκτάσεων της παραγράφου 4 του άρθρου 18, όπου αυτό είναι αναγκαίο» και στον καθορισμό των χρήσεων γης και δραστηριοτήτων στις γειτονικές εκτάσεις. Ο καθορισμός ζωνών και άλλων περιοχών εκτός των ορίων των προστατευόμενων περιοχών στις οποίες ρυθμίζονται δραστηριότητες που δημιουργούν πιέσεις και αποτελούν απειλή για τα προστατευόμενα αντικείμενα αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της διαμόρφωσης των αναγκαίων μέτρων διατήρησης όπως απαιτεί η οδηγία 92/43/ΕΟΚ και η εθνική νομοθεσία. Με την αφαίρεση των σχετικών διατάξεων φαίνεται να εκλείπει η νομική βάση για τη ρύθμιση δραστηριοτήτων και άλλων χρήσεων εκτός των ορίων των π.π. με τα π.δ. και τα σ.δ. κατόπιν σχετικής τεκμηρίωσης από την ΕΠΜ, αποδυναμώνοντας έτσι το καθεστώς προστασίας. Όπως έχει άλλωστε τονίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στον οδηγό της για την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 6(1) της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, «η υποχρέωση είναι να θεσπιστούν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης, ανεξάρτητα από το αν τα εν λόγω μέτρα εφαρμόζονται σε μεμονωμένους τόπους, ή ακόμη, σε ορισμένες περιπτώσεις, και εκτός των ορίων των τόπων ή σε πολλαπλούς τόπους» [Ανακοίνωση της Επιτροπής «Διαχείριση των τόπων του δικτύου Natura 2000 - Οι διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους» (Βρυξέλλες, 21.11.2018 C(2018) 7621 final) σελ. 21]. Αντίστοιχη υποχρέωση σχετικά με τη χωρική διάσταση των μέτρων υπάρχει και στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 2 (για ΕΖΔ και ΖΕΠ): «ενδέχεται να απαιτείται η εφαρμογή μέτρων εκτός της ΕΖΔ εάν τα εξωτερικά συμβάντα ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στα είδη και στους οικοτόπους εντός της ΕΖΔ» (ibid, σελ. 30). Παράγραφος 3: Το νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει διάταξη σχετικά με τη διάρκεια ισχύος των σχεδίων διαχείρισης. Η πρόβλεψη διάρκειας ισχύος των σχεδίων διαχείρισης καθώς και η υποχρέωση αξιολόγησης και επικαιροποίησής τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την αποτελεσματική διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών στο πλαίσιο της προσαρμοζόμενης διαχείρισης (adaptive management). Θα πρέπει να προσδιοριστεί ο χρόνος διάρκειας σε 5 έτη και να προβλέπεται η επικαιροποίησή τους σε συνδυασμό με την εκπόνηση διαδικασίας αξιολόγησης της εφαρμογής του σχεδίου διαχείρισης. Παράγραφος 3 (εε) και παράγραφος 11 Το νομοσχέδιο προβλέπει τη σύνδεση μεταξύ του σχεδίου διαχείρισης και της διαδικασίας διενέργειας δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων έργων που δεν ανήκουν στις κατηγορίες Α και Β του ν. 4014/2011. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται ότι το ΥΠΕΝ προσπαθεί να ανταποκριθεί σε μια σημαντική έλλειψη της εθνικής νομοθεσίας για τη δέουσα εκτίμηση των έργων που δεν ανήκουν στις κατηγορίες Α και Β, ζήτημα το οποίο έχει εγείρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη διαδικασία EU Pilot (EUP(2021)9806) που έχει εκκινήσει κατά της Ελλάδας για μη ορθή ενσωμάτωση του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας. Ειδικότερα, το προωθούμενο άρθρο 21 (3) (εε) του ν. 1650/1986 προβλέπει ότι η υπουργική απόφαση έγκρισης του σχεδίου διαχείρισης δύναται να περιλαμβάνει πρόβλεψη για τη διενέργεια δέουσας εκτίμησης όπως περιγράφεται στην παράγραφο 11 του ίδιου άρθρου. Η συγκεκριμένη διάταξη προωθεί μια εσφαλμένη και αποσπασματική εφαρμογή της διαδικασίας της δέουσας εκτίμησης για να καλύψει ένα σημαντικό κενό του ν. 4014/2011 σε σχέση με τα έργα που δεν υπάγονται στις κατηγορίες Α και Β. Ειδικότερα, οι προβλέψεις του νομοσχεδίου όχι μόνο δεν επιτυγχάνουν την ορθή ενσωμάτωση του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας αλλά έρχονται σε ευθεία αντίθεση με κρίσιμα στοιχεία της διάταξης αυτής όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της ΕΕ. Πέραν της μη συμμόρφωσης της χώρας μας με τη διάταξη αυτή της οδηγίας, δημιουργείται σύγχυση σε ό,τι αφορά τη διαδικασία αδειοδότησης/ έγκρισης των έργων αυτών από τις αρμόδιες αρχές επιτείνοντας την ανασφάλεια δικαίου για την ανάπτυξη έργων στις περιοχές του δικτύου Natura 2000. Ειδικότερα: 1. Δεν προβλέπονται σαφή κριτήρια βάσει των οποίων θα αξιολογηθεί κατά την εκπόνηση του σ.δ. ποια έργα ή δραστηριότητες ενδεχομένως να υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 11 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986. Η πρόβλεψη αυτή έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 6 παρ. 3 της οδηγίας που απαιτεί τη διενέργεια μιας ad hoc διαδικασίας screening (προελέγχου) που θα κρίνει κατά περίπτωση κατά πόσο το συγκεκριμένο έργο (ή σχέδιο) μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει σημαντικά την περιοχή. 2. Η παράγραφος 11 προβλέπει μια διαδικασία προελέγχου η οποία ξεκινά με κατάθεση αίτησης από τον φορέα του έργου ή της δραστηριότητας στη Γενική Διεύθυνση Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης η οποία και αποφασίζει αν απαιτείται η διενέργεια δέουσας εκτίμησης. Είναι ασαφές πώς θα γίνει η διαδικασία αυτή ενώ δεν γίνεται καμία αναφορά στο ενδεχόμενο συμβολής άλλων φορέων όπως π.χ. των αρμόδιων οργάνων για τις προστατευόμενες περιοχές, ήτοι των ΜΔΠΠ/ ΟΦΥΠΕΚΑ. 3. Η πρόβλεψη ότι τεκμαίρεται ότι το έργο δεν επηρεάζει σημαντικά την προστατευόμενη περιοχή μετά από άπρακτη παρέλευση της 30ήμερης προθεσμίας δεν διασφαλίζει την εκτίμηση των επιπτώσεων κατά τη διαδικασία screening (προελέγχου), όπως απαιτείται από το άρθρο 6 παρ. 3 της οδηγίας. 4. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η δέουσα εκτίμηση υποβάλλεται στη ΜΔΠΠ του ΟΦΥΠΕΚΑ βάσει των προδιαγραφών για τις ΕΟΑ των έργων κατηγορίας Β, η οποία αποφασίζει (με απόφαση του προϊσταμένου της) επί της αξιολόγησης αυτής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επισημάνει, στο πλαίσιο της διαδικασίας Pilot, ότι η διαφοροποίηση των προδιαγραφών της ΕΟΑ μεταξύ κατηγορίας έργων Α και Β δεν είναι συμβατή με το άρθρο 6 παρ. 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Στη διάταξη αυτή δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για δημόσια διαβούλευση για την ΕΟΑ και τη δέουσα εκτίμηση, παρά τις αντίθετες προβλέψεις του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της ΕΕ σε συνδυασμό με τη διεθνή σύμβαση του Ααρχους (C-243/15). 5. Επιπλέον, σε ευθεία αντίθεση με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, η οποία προβλέπει ότι δεν δύναται να εγκριθεί ένα έργο όταν παραβλάπτει την ακεραιότητα του τόπου, η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει ότι η απόφαση του ΜΔΠΠ αφορά μόνο στην «έκδοση όρων για την υλοποίηση του εξεταζόμενου έργου ή δραστηριότητας προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν παραβλάπτεται η ακεραιότητα της προστατευόμενης περιοχής» και όχι στην απόρριψή του. Επιπλέον, δεν καθίσταται σαφές από τη διάταξη αυτή πώς η απόφαση της ΜΔΠΠ θα δημιουργήσει ένα πλαίσιο υποχρεωτικότητας σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση του φορέα του έργου/ δραστηριότητας με τους όρους που έχουν τεθεί. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον ν. 4685/2020, ούτε η ΜΔΠΠ αλλά ούτε και ο ΟΦΥΠΕΚΑ έχουν την αρμοδιότητα έκδοσης πράξεων με αναγκαστική ισχύ (εκτελεστές διοικητικές πράξεις) οι οποίες αφενός δεσμεύουν τους διοικούμενους και αφετέρου δύνανται να προσβληθούν από ενδιαφερόμενους φορείς στο πλαίσιο διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών. 6. Τέλος, δεν υπάρχει πρόβλεψη για το πώς συνδέεται η προωθούμενη διαδικασία προελέγχου με τη διαδικασία αδειοδότησης ή έγκρισης των έργων αυτών από τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη και υλοποίηση έργων εντός των περιοχών Natura 2000. Η ορθή ενσωμάτωση του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο ολοκληρωμένο και σαφή για όλα τα έργα και σχέδια εντός και εκτός των περιοχών του δικτύου Natura προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου τόσο για τους φορείς των έργων αλλά και τις δημόσιες υπηρεσίες που διαχειρίζονται τις διαδικασίες αυτές. Στην πρόταση που καταθέσαμε μαζί με τη «Νόμος και Φύση» τον Μάρτιο 2022 στο ΥΠΕΝ παρουσιάζουμε ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό νομικό πλαίσιο για την ορθή ενσωμάτωση του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Την πρότασή μας μπορείτε να δείτε στον ακόλουθο σύνδεσμο https://wwfeu.awsassets.panda.org/downloads/n_f_proposal_appropriate_assessment_mar_2022_final.pdf. Παράγραφος 10 (α-δ). Οι διατάξεις αυτές είναι ιδιαιτέρως προβληματικές καθότι προβλέπουν τη δυνατότητα συνέχισης υφιστάμενων έργων και δραστηριοτήτων, καθώς και υλοποίησης όσων έχουν ήδη νομίμως αδειοδοτηθεί, χωρίς να εξετάζεται από την ΕΠΜ η συμβατότητά τους με τις οικολογικές απαιτήσεις των προστατευτέων αντικειμένων και το προστατευτικό καθεστώς κάθε ζώνης. Η παραπομπή της αξιολόγησης της συμβατότητας των υφιστάμενων και των αδειοδοτημένων έργων και δραστηριοτήτων σε μεταγενέστερο στάδιο με εργαλεία που αφορούν την περιβαλλοντική αδειοδότηση (άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 4014/2011), και βάσει ασαφών προβλέψεων στο σχέδιο διαχείρισης, καταστρατηγεί το προστατευτικό καθεστώς των περιοχών και οδηγεί σε ανασφάλεια δικαίου συγχέοντας τις διατάξεις του ν. 1650/2020 (για τις ΕΠΜ και την έκδοση π.δ.) με τις διατάξεις για την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Με τη διάταξη αυτή, δημιουργείται ουσιαστικά ένα προδιαγεγραμμένο καθεστώς για τις προστατευόμενες περιοχές που περιλαμβάνει υφιστάμενες και αδειοδοτημένες δραστηριότητες και έργα ανεξάρτητα από την αξιολόγηση και επιστημονική τεκμηρίωση των οικολογικών αναγκών και απαιτήσεων που αποτελεί το αντικείμενο των ΕΠΜ. Με την προωθούμενη τροποποίηση διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας που προβλέπεται στο ισχύον άρθρο 21 παρ. 10 του ν. 1650/1986 (όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4685/2020) στην υλοποίηση και λειτουργία έργων που διαθέτουν ΑΕΠΟ (συνοδευόμενη ή όχι από ΕΟΑ) ή κάποια άλλη έγκριση, βάσει μιας μελλοντικής και ασαφούς διαδικασίας. Η αξιολόγηση της συμβατότητας των έργων/ δραστηριοτήτων με τους στόχους διατήρησης των προστατευτέων αντικειμένων θα πρέπει να λάβει χώρα στο πλαίσιο της εκπόνησης της ΕΠΜ και να προβλεφθούν ρητά ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων μεταβατικών ρυθμίσεων, για τα εν λόγω έργα και δραστηριότητες. Η αξιολόγηση και οι σχετικές ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να στηρίζονται σε ad hoc αποσπασματικές μελλοντικές διαδικασίες που επιτρέπουν την υλοποίηση και λειτουργία μεμονωμένων έργων ή δραστηριοτήτων σε αντίθεση με την ανάγκη για ένα συνεκτικό καθεστώς προστασίας για το σύνολο της περιοχής Natura 2000 (βλ. σχετική νομολογία του ΔΕΕ που προβλέπει ότι τα μέτρα διατήρησης θα πρέπει να είναι “πλήρη, σαφή και επακριβή” για να διασφαλιστεί η ουσιαστική εφαρμογή τους, ενδεικτικά C-849/18, σκ. 77). Η ΕΠΜ αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 1650/1986 την επιστημονική μελέτη τεκμηρίωσης του προεδρικού διατάγματος και του σχεδίου διαχείρισης η οποία μεταξύ άλλων “εξετάζει τις επιπτώσεις που θα έχουν στο περιβάλλον και ειδικότερα στο προστατευτέο αντικείμενο οι όροι και περιορισμοί δραστηριοτήτων που προτείνει, σε συνδυασμό με τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες, όπως αυτές θα προκύπτουν από τις χρήσεις γης ανά ζώνη” (εδάφιο 4, όπως τροποποιείται με το παρόν νομοσχέδιο). Η ΕΠΜ θα πρέπει συνεπώς να προβεί βάσει επιστημονικής τεκμηρίωσης και στηριζόμενη στις οικολογικές ανάγκες της περιοχής στη ρύθμιση υφιστάμενων επιτρεπόμενων χρήσεων και δραστηριοτήτων με μεταβατικές διατάξεις για την παύση και απομάκρυνσή τους (λαμβάνοντας υπόψη και την κείμενη νομοθεσία για τις περιπτώσεις αυτές). Η πρόβλεψη ότι “τα ανωτέρω έργα και οι δραστηριότητες των περ. α΄ έως δ΄ δύνανται να εκσυγχρονίζονται και να επεκτείνονται σύμφωνα με την κειμένη νομοθεσία” είναι σαφώς αντίθετη με τις προβλέψεις τόσο της εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας σύμφωνα με τις οποίες τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις έργων και δραστηριοτήτων θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τις οικολογικές απαιτήσεις των προστατευτέων αντικειμένων όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Άρθρο 70 - Καταργούμενες διατάξεις Παράγραφος 1: Όπως αναφέραμε και στα σχόλια του άρθρου 69 (για την τροποποίηση της παραγράφου 4 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986), η εφαρμογή μέτρων σε γειτονικές εκτάσεις εκτός των ορίων των προστατευόμενων περιοχών για τη ρύθμιση δραστηριοτήτων που δημιουργούν πιέσεις και αποτελούν απειλή για τα προστατευόμενα αντικείμενα, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της διαμόρφωσης των αναγκαίων μέτρων διατήρησης όπως απαιτεί η οδηγία 92/43/ΕΟΚ και η εθνική νομοθεσία. Με την κατάργηση της εν λόγω διάταξης σε συνδυασμό με τις τροποποιήσεις του άρθρου 21 παρ. 4 φαίνεται να εκλείπει η νομική βάση για τη ρύθμιση δραστηριοτήτων και άλλων χρήσεων εκτός των ορίων των π.π. με τα π.δ. και τα σ.δ. κατόπιν σχετικής τεκμηρίωσης από την ΕΠΜ, μειώνοντας έτσι το καθεστώς προστασίας. Η κατάργηση της αναφοράς σε εφαρμογή μέτρων σε γειτονικές εκτάσεις καθώς και της κλιμάκωσης της προστασίας κατά ζώνες έρχεται σε σαφή αντίθεση με καλές πρακτικές όπως παρουσιάζονται στον οδηγό της IUCN όπου τονίζεται τόσο η σημασία των περιφερειακών ζωνών (buffer zones) όσο και της λειτουργικής διαβάθμισης του προστατευτικού καθεστώτος ανά ζώνη (βλ. IUCN, Guidelines for Applying Protected Area management categories). Άρθρο 71 Διοικητικές κυρώσεις για περιβαλλοντικές παραβάσεις – Τροποποίηση παρ. 1, αντικατάσταση 1α και προσθήκη παρ. 1β και 1γ στο άρθρο 21 του ν. 4014/2011 Δίχως τη θέσπιση και εφαρμογή αποτρεπτικών κυρώσεων και αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου της εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας δεν διασφαλίζεται η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος. Δυστυχώς, η ελληνική πραγματικότητα σχετικά με τις περιβαλλοντικές παραβάσεις χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ελέγχων λόγω, μεταξύ άλλων, της δραματικής συρρίκνωσης των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος και την πρόβλεψη μακρών διοικητικών διαδικασιών βεβαιώσεων διοικητικών παραβάσεων που δεν οδηγούν απαραίτητα στην επιβολή, πολλώ δε μάλλον την είσπραξη των προστίμων. Επαναλαμβάνουμε τη θέση μας που είχαμε διατυπώσει και επ’ αφορμή της δημόσιας διαβούλευσης για την «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018» (μετέπειτα ν. 4843/2021, Α΄193) που αντικατέστησε το άρθρο 21 του ν. 4014/2011, ότι η παρούσα κλιματική και περιβαλλοντική κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με μία γενναία αναμόρφωση του συστήματος περιβαλλοντικών ελέγχων και κυρώσεων. Ελάχιστα στοιχεία της αναμόρφωσης αυτής είναι: * Κυρώσεις που είναι αποτελεσματικές και αποτρεπτικές, και διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των οικονομικών δραστηριοτήτων με το εθνικό, ενωσιακό και διεθνές δίκαιο * Ουσιαστική ενημέρωση και συμμετοχή των πολιτών στον περιβαλλοντικό έλεγχο, π.χ. με την δυνατότητά τους να υποβάλλουν τεκμηριωμένες καταγγελίες και με την υποχρεωτική δημοσίευση των περιβαλλοντικών επιδόσεων των επιχειρήσεων * Ισχυροί ελεγκτικοί μηχανισμοί, από μία Ανεξάρτητη Αρχή Περιβαλλοντικών Επιθεωρήσεων, επαρκώς χρηματοδοτημένη και στελεχωμένη που θα διασφαλίσει την ουσιαστική ισονομία στην επιβολή των περιβαλλοντικών κυρώσεων[7]. Με την προτεινόμενη με το παρόν σχέδιο νόμου νέα τροποποίηση του άρθρου 21 του ν. 4014/2011 προστίθεται στην παρ. 1 περ. α΄ η «υποχρέωση αποκατάστασης του περιβάλλοντος, εντός προθεσμίας, αν η βλάβη είναι αναστρέψιμη». Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με την οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη 2004/35/ΕΚ και το π.δ. 148/2009 (Α΄ 190) με το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο ότι η υποχρέωση αποκατάστασης σε περίπτωση επέλευσης περιβαλλοντικής ζημίας ισχύει στο ακέραιο με βάση τις διατυπώσεις της οδηγίας και του π.δ. Για την ουσιαστική εφαρμογή της υποχρέωσης αποκατάστασης ως μέρος των διοικητικών κυρώσεων του εν λόγω άρθρου θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά η διαδικασία για τη συμμόρφωση του υπόχρεου, λαμβάνοντας υπόψη και τις σχετικές διατάξεις του π.δ. Περαιτέρω, με την προτεινόμενη με το παρόν σχέδιο νόμου ρύθμιση τροποποιούνται (αυξάνονται) τα ανώτατα όρια των διοικητικών προστίμων και τροποποιείται η βάση υπολογισμού του προστίμου (δηλ. ποσοστό επί του κύκλου εργασιών της τελευταίας υποβληθείσας δήλωσης του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας, αντί επί επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων). Σύμφωνα με την προκαταρκτική Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης με την προτεινόμενη τροποποίηση «αυξάνεται το εύρος των προστίμων ανά κατηγορία έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις δυνατότητες αποπληρωμής του από τους παραβάτες. Σύμφωνα με τις Διευθύνσεις Περιβάλλοντος των Περιφερειών, οι οποίες είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο των έργων και δραστηριοτήτων κατηγορίας Β (μικρά έργα), τα ελάχιστα πρόστιμα ξεπερνούν κατά πολύ το προβλεπόμενο ποσοστό του τζίρου και είναι εξαιρετικά δυσανάλογα για πληθώρα επιχειρήσεων (ιδίως συνεργεία, πλυντήρια ρούχων και βενζινάδικα). Τυχόν επιβολή τους οδηγεί νομοτελειακά στο κλείσιμο των επιχειρήσεων αυτών, με αποτέλεσμα, τις περισσότερες φορές στην διοικητική πρακτική να είναι σύνηθες το φαινόμενο τα ελεγκτικά όργανα να μην επιβάλλουν καν για προφανείς λόγους επιεικείας, καίτοι θα όφειλαν, τα εν λόγω πρόστιμα. Στόχος της διάταξης είναι η αναλογική και δίκαιη επιβολή προστίμων στους περιβαλλοντικούς παραβάτες, μέσω της μείωσης του ελάχιστου προβλεπόμενου προστίμου, με παράλληλη διατήρηση στον σχετικό υπολογισμό, του ποσοστού επί του τζίρου, ως έχει σήμερα». Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι πειστική. Η εφαρμογή της νομοθεσίας είναι υποχρεωτική για τη δημόσια διοίκηση, ενώ δεν παρέχεται επαρκής τεκμηρίωση ούτε τα σχετικά στοιχεία για τη συχνότητα και τις επιπτώσεις των περιβαλλοντικών παραβάσεων των δραστηριοτήτων αυτών. Στην πραγματικότητα, τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στο περιβάλλον έχουν οι μεγάλοι ρυπαντές. Ενώ συνήθης πρακτική για τις μεγάλες εταιρείες φορείς έργων ή δραστηριοτήτων, είναι να συστήνουν μικρότερες εταιρείες ανά επιμέρους έργο. Με αυτό τον τρόπο, όμως, η βάση υπολογισμού του προστίμου επί του κύκλου των εργασιών είναι πολύ μικρότερη. Άρθρο 72 Ανάθεση καθηκόντων περιβαλλοντικών ελέγχων στα στελέχη των Μονάδων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών – Τροποποίηση άρθρου 34 ν. 4685/2020 και παρ. 3 και 4 ν. 1650/1986 Θετική κρίνεται η προτεινόμενη ρύθμιση με την οποία παρέχονται ελεγκτικές και κυρωτικές αρμοδιότητες στους υπαλλήλους στις ΜΔΠΠ. Η δυνατότητα διαπίστωσης παράβασης θα πρέπει να αφορά όχι μόνο την “οικεία απόφαση της παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986” όπως αναφέρεται στην παρ. 4 του άρθρου 72, αλλά και τις παραβάσεις του προεδρικού διατάγματος (παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986) σχετικά με τις χρήσεις και δραστηριότητες όπως αυτές ρυθμίζονται σε αυτό. Όπως διατυπώνουμε παγίως, είναι σημαντικό να τίθενται σε λειτουργία αποτελεσματικοί μηχανισμοί ελέγχου της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπάλληλοι στις ΜΔΠΠ θα πρέπει να έχουν και προανακριτικά καθήκοντα. Άρθρο 75 Λειτουργία βάσης δεδομένων Ειδικών Οικολογικών Αξιολογήσεων στον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής – Προσθήκη παρ. 10α στο άρθρο 11 του ν. 4014/2011 Θετική κρίνεται η προτεινόμενη ρύθμιση με την οποία προβλέπεται η δημιουργία βάσης δεδομένων στην οποία καταχωρίζονται τα στοιχεία χωροθέτησης των έργων και δραστηριοτήτων που υπόκεινται σε ΕΟΑ συνοδευόμενα από την ΕΟΑ, σε επεξεργάσιμη μορφή. Η βάση αυτή θα πρέπει να είναι και δημόσια διαθέσιμη και να διασυνδέεται με το Ηλεκτρονικό Περιβαλλοντικό Μητρώο. Συναφής, χρόνια και εξαιρετικής σημασίας έλλειψη είναι η ανυπαρξία ενημερωμένων μητρώων και ιστοτόπων για την κατάσταση του περιβάλλοντος, η οποία όχι μόνο δυσχεραίνει την εκπόνηση εμπεριστατωμένων και επικαιροποιημένων μελετών, αλλά και τον δημόσιο έλεγχο της κατάστασης του περιβάλλοντος. Άρθρο 77 Ποινική προστασία των ειδών της άγριας πανίδας – Προσθήκη παρ. 29 στο άρθρο 2 και παρ. 7 στο άρθρο 34 ν. 4830/2021 Σχετικά με το άρθρο 77 επισημαίνουμε ότι, καταρχήν, “προστατευόμενα είδη της άγριας πανίδας” θα πρέπει να είναι όλα τα είδη των οποίων δεν επιτρέπεται η θήρα (συνυπολογίζοντας τους τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς της τελευταίας), ή η θανάτωση για άλλους λόγους (με βάση απόφαση των αρμόδιων αρχών κατά τις κείμενες διατάξεις). Η θανάτωση όλων των ειδών που προστατεύονται ρητά από ενωσιακές Οδηγίες ή διεθνείς συμβάσεις (και, κατά κανόνα, αναφέρονται σε ειδικά Παραρτήματα των κειμένων αυτών) θα έπρεπε να είναι επιβαρυντική περίσταση. Μολονότι κατανοητή, η διακριτική μεταχείριση θηλαστικών και ερπετών (σημείο α) (απέναντι, π.χ., στα αμφίβια, ή τα ασπόνδυλα) δεν έχει επιστημονική βάση. Άρθρο 78 Ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις που αφορούν προστατευτικά μέτρα, την αντιμετώπιση πυρκαγιών και τη διάνοιξη οδών, επί δασικών εκτάσεων – Αντικατάσταση παρ. 3 άρθρου 68 και παρ. 8 άρθρου 71 ν. 998/1979 Σύμφωνα με την οδηγία 2008/99/ΕΚ σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου «[α]πό την ήδη υπάρχουσα πείρα προκύπτει ότι τα υφιστάμενα συστήματα κυρώσεων δεν επαρκούν για την επίτευξη πλήρους συμμόρφωσης προς το δίκαιο σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος. Η εν λόγω συμμόρφωση μπορεί και θα πρέπει να ενισχύεται με τη διαθεσιμότητα ποινικών κυρώσεων, οι οποίες θα εκφράζουν την κοινωνική αποδοκιμασία με τρόπο ποιοτικά διαφορετικό από τις διοικητικές κυρώσεις ή τον προβλεπόμενο από το αστικό δίκαιο μηχανισμό αποζημιώσεων» (προοίμιο παρ. 3 της οδηγίας). Περαιτέρω, προβλέπει ότι «[γ]ια να επιτευχθεί αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος, είναι ιδιαίτερα αναγκαίο να θεσπισθούν αποτρεπτικότερες κυρώσεις για τις δραστηριότητες που είναι επιβλαβείς για το περιβάλλον και οι οποίες συνήθως προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν ουσιαστική βλάβη στον αέρα, συμπεριλαμβανόμενης της στρατόσφαιρας, το έδαφος, το νερό, τα ζώα ή τα φυτά, συμπεριλαμβανόμενης της διατήρησης των βιολογικών ειδών» (προοίμιο παρ. 5 της οδηγίας). Τέλος, «[τα] κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι τα αδικήματα τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις» (άρθ. 5 της οδηγίας). Με τα άρθρα 78 επ. του προτεινόμενου σχεδίου νόμου τα προβλεπόμενα στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας πταίσματα μετατρέπονται σε διοικητικές παραβάσεις. Η ποινική απαξία, όμως, των περιβαλλοντικών παραβάσεων δρα συμπληρωματικά προς τις λοιπές διοικητικές κυρώσεις και τη δυνατότητα αστικής αποζημίωσης που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, και δεν θα πρέπει να διακυβεύεται. Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει το άρθρο 94 για τις ποινές παραβατών των διατάξεων περί θήρας που εξακολουθεί να προβλέπει ποινές χάδια. Άρθρο 105 Διατήρηση του ενιαίου χαρακτήρα ευρύτερων εκτάσεων, επί των οποίων υλοποιούνται τουριστικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας – Σύνθετα τουριστικά καταλύματα, και εγκατάσταση Οργανωμένων Τουριστικών Κατασκηνώσεων (campings) σε δάση - Τροποποίηση άρθρου 49 ν. 998/1979 Όσον αφορά τα “ξενοδοχειακά καταλύματα 5 αστέρων” τις “εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής” και τις “εγκαταστάσεις ειδικού τουρισμού” (3ο και 4ο εδάφιο του 49 παρ. 1 ν. 998/1979, όπως αντικαθίσταται από την παρ. 1), η ουσία της προτεινόμενης διάταξης έγκειται στην δυνατότητα εγκατάστασης τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών επί ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων. Η δυνατότητα αυτή δεν προβλέπεται από την σημερινή εκδοχή του άρθ. 49 παρ. 1 ν.998/1979, και είναι αμφίβολης συνταγματικότητας: καταρχήν, η συνταγματική προστασία των ιδιωτικών δασών δεν είναι πιο περιορισμένη από αυτή των δημοσίων. Επιπροσθέτως, πρόκειται για οικιστική ανάπτυξη δασών και δασικών εκτάσεων, που έχει επανειλημμένα κριθεί αντισυνταγματική (ΣτΕ 3754/1981 Ολομ., 1058/2012 7μ.). Πόσο μάλλον που “επί των τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών που περιλαμβάνονται στα σύνθετα τουριστικά καταλύματα επιτρέπεται η σύσταση διηρημένων ιδιοκτησιών, οριζοντίων και καθέτων, κατά τις κείμενες διατάξεις, και η σύσταση ή μεταβίβαση σε τρίτους ενοχικών και εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ` αυτών” (8 παρ. 2 ν. 4002/2011, όπως ισχύει). Η διαφορά μεταξύ των “κατασκηνώσεων” (άρθ. 50 ν. 998/1979) και των “οργανωμένων τουριστικών κατασκηνώσεων” (προτεινόμενη παρ. 3, υποπερ. ββ) της περ. α) της παρ. 2 του άρθ. 1 του ν. 4276/2014) είναι δυσδιάκριτη. Όλες οι “κατασκηνώσεις” είναι, σήμερα, “οργανωμένες τουριστικές κατασκηνώσεις”. Η προσθήκη μίας ακόμα διάταξης, σε λάθος σημείο, που δεν συσχετίζεται με άλλες ισχύουσες διατάξεις για το ίδιο ακριβώς θέμα, στην καλύτερη περίπτωση επιτείνει την σύγχυση, και στην χειρότερη αποσκοπεί στην παράκαμψη των περιορισμών του άρθ. 50 παρ. 2 ν. 998/1979. Πόσο μάλλον που το άρθρο 107 του νομοσχεδίου παρατείνει, για πολλοστή φορά, το ψευτο-μεταβατικό καθεστώς του άρθ. 52 παρ. 10 ν. 4280/2014, το οποίο παρέχει ένα προκάλυμμα νομιμοποίησης σε παρόμοιες εγκαταστάσεις που έχουν καταλάβει παράνομα δάση και δασικές εκτάσεις. Οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει να αναμορφωθούν. Από άποψη ευρύτερης δασικής και τουριστικής πολιτικής, η “οργανωμένη τουριστική κατασκήνωση” είναι μία σχετικά μικρή επένδυση, για την οποία υπάρχουν περισσότερες επιλογές χωροθέτησης. Ανεξάρτητα από άλλους περιορισμούς, η εγκατάστασή τους τουλάχιστον σε δάση δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται. Άρθρο 106 Εγκρίσεις επεμβάσεως για το Ελληνικό Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής και για σταθμούς αποθήκευσης – Προσθήκη παρ. 2α και τροποποίηση περ. α παρ. 3 του άρθρου 53 ν. 998/1979 Με την προτεινόμενη παρ. 1, για 1η φορά, ο ΕΔΔΗΕ απαλλάσσεται από την υποχρέωση λήψης έγκρισης επέμβασης σε περίπτωση υλοποίησης έργων “μετατόπισης” και “παραλλαγής ήδη υφιστάμενων δικτύων, στοιχείων και υποδομών του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ)”. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο εκμηδενίζεται η προληπτική προστασία των δασικών εκτάσεων, αλλά και ο ΕΔΔΗΕ αναβαθμίζεται σε μοναδικό κριτή των δασών και των δασικών εκτάσεων που θα θυσιαστούν για την μετατόπιση και τα έργα παραλλαγής. Έτσι, οποιοδήποτε κριτήριο που άπτεται της περιβαλλοντικής προστασίας, και της αρμονικής ένταξης των νέων στοιχείων του δικτύου στο δασικό περιβάλλον εξαφανίζεται από την διαδικασία. Η έγκριση επέμβασης θα μπορούσε να διασφαλίσει την προστασία των πιο πολύτιμων δασικών εκτάσεων. Ιδιαίτερα ερωτηματικά εγείρει η απαίτηση της πυροπροστασίας, οι παράμετροι της οποίας, προφανώς, τώρα θα καθορίζονται αποκλειστικά από τον ΕΔΔΗΕ, χωρίς ανάμειξη των δασικών υπηρεσιών. Η “αρμοδίως εγκεκριμένη” φυτοτεχνική μελέτη φυσικά δεν καλύπτει τις ελλείψεις αυτές, καθώς γίνεται εκ των υστέρων. Ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι δεν εξαιρούνται ειδικές κατηγορίες δασών (π.χ., τα αισθητικά ή τα περιαστικά), και ευάλωτων περιοχών. Η διάταξη πρέπει να αποσυρθεί. [1] Δ. Φοίτος, Θ. Κωνσταντινίδης και Γ. Καμάρη (2009) Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας, Πάτρα: ΕΒΕ και Α. Λεγάκις και Π. Μαραγκού (2009) Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας, Αθήνα: ΕΖΕ. Χαρακτηριστικό της ανάγκης επικαιροποίησης είναι το εγχείρημα που ανακοίνωσε πρόσφατα ο ΟΦΥΠΕΚΑ για την κατάρτιση του Κόκκινου Καταλόγου των Απειλούμενων Ειδών Ζώων, Φυτών και Μυκήτων της Ελλάδας, στο πλαίσιο του οποίου θα αξιολογηθούν 17.000 είδη έναντι των περίπου 1.300 ειδών χλωρίδας και πανίδας των δύο προαναφερόμενων καταλόγων. [2] https://wwfeu.awsassets.panda.org/downloads/sholia_gi_to_ns_exihronismos_per_vomothesias.pdf [3] https://wwfeu.awsassets.panda.org/downloads/sholia_vs_eksihronismos_per_nomothesias.pdf [4] http://www.opengov.gr/minenv/?p=12390 [5] https://wwfeu.awsassets.panda.org/downloads/wwf_pros_vouleftes_nomosxedio_ypen_july2022.pdf [6] https://wwfeu.awsassets.panda.org/downloads/wwf_ltr_pm_protaseis_natura_august_22.pdf [7] https://www.wwf.gr/ta_nea_mas/?uNewsID=4798916