• Σχόλιο του χρήστη 'Τσιμπούκας Κων/νος' | 26 Μαρτίου 2024, 20:36

    Αθήνα 26/3/2026 Διαβάζοντας το Master Plan για τη διαχείριση του νερού στη Θεσσαλία που συντάχθηκε μετά τις πλημμύρες που προήλθαν από την καταιγίδα Daniel και ειδικά τον τόμο 4 που αφορά τη γεωργία και κτηνοτροφία προκύπτει η ανάγκη παρουσίασης των παρακάτω παρατηρήσεων. Με σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης νερού από τον πρωτογενή τομέα προτείνεται αναδιάρθρωση των βασικών καλλιεργειών, οι οποίες χρησιμοποιούνται στη Θεσσαλία. Όμως οι προτάσεις δεν είναι πειστικές αφού αφενός δεν συνδέονται με την υφιστάμενη χωρική διαφοροποίηση των συνθηκών άσκησης της γεωργίας στην θεσσαλική πεδιάδα και αφετέρου στερούνται τεχνικοοικονομικής τεκμηρίωσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνουν αποδεκτές από τους γεωργούς και να μην υιοθετηθούν στο εφαρμοζόμενο καλλιεργητικό σύστημα τους. Στη θεσσαλική γεωργία οι διαρθρώσεις των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, ως προς το φυσικό μέγεθος, τις εδαφολογικές συνθήκες, το σύστημα προμήθειας αρδευτικού νερού, το σύστημα άρδευσης, το μηχανολογικό εξοπλισμό και βέβαια την παραγωγική εξειδίκευσή τους. Δεν ασκείται η μονοκαλλιέργεια του βαμβακιού, όπως λανθασμένα πιστεύεται, αλλά χρησιμοποιείται επίσης μια πλειάδα καλλιεργειών (δημητριακά, χονδροειδείς ζωοτροφές, κηπευτικά, όσπρια, αρωματικά φυτά, νωπά φρούτα, ακρόδρυα, αμπέλια ), η έκταση συμμετοχής τους στο καλλιεργητικό σύστημα των εκμεταλλεύσεων προσδιορίζεται κυρίως από τους προαναφερόμενους παράγοντες. Να σημειωθεί ότι, η σημασία της παραγωγής τυριού Φέτα, (που παράγεται από το αιγοπρόβειο γάλα) είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την οικονομία της Θεσσαλίας, μιας και η Περιφέρεια είναι η μεγαλύτερη εθνική παραγωγός (και εξαγωγέας) του τυριού. Το οικονομικό πλεονέκτημα της παραγωγής του τυριού Φέτα, στη Θεσσαλία (πέραν του υφιστάμενου κτηνοτροφικού κεφαλαίου) είναι η δυνατότητα παραγωγής άφθονων ζωοτροφών, σε κοντινές αποστάσεις από τις κτηνοτροφικές μονάδες, με πολύ χαμηλό κόστος μεταφοράς. Φυσικά το πλεονέκτημα αυτό δεν πρέπει να χαθεί, για χάρη ξένων ανταγωνιστών. Συνεπώς το να παρουσιάζονται κάποιες ασύνδετες, με το περιβάλλον και την ισχύουσα έγγεια διάρθρωση, προτάσεις μεμονωμένων υποψήφιων καλλιεργειών προς τους γεωργούς, αυτές στερούνται του απαραίτητου βάρους για να ληφθούν υπόψη στην άσκηση της γεωργίας. Οι γεωργοί γνωρίζουν ότι, το να επιλέξουν και να εφαρμόσουν ένα παραγωγικό σύστημα είναι μια διαδικασία πολύπλοκη και πολυπαραγοντική. Δεν αρκεί να εμφανίζονται διεθνή στοιχεία για την αξία του παραγόμενου προϊόντος ανά κυβικό μέτρο νερού για να πεισθεί ο γεωργός στο να εγκαταλείψει μια καλλιέργεια υπέρ μιας άλλης. Η πρόταση πρέπει, να λαμβάνει υπόψιν της το εδαφοκλιματικό περιβάλλον και την υφιστάμενη έγγεια διάρθρωση των εκμεταλλεύσεων, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της προτεινόμενης καλλιέργειας, αλλά και η ένταξή της σ’ένα σύστημα αμειψισπορών. Πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη το θεσμικό πλαίσιο άσκησης της γεωργικής δραστηριότητα. Το Master Plan στοχεύει στη μείωση της χρήσης και καλύτερη αξιοποίηση του αρδευτικού νερού, αλλά πουθενά δεν αναφέρεται και δεν λαμβάνεται υπόψη το ισχύον Στρατηγικό Σχέδιο 2023-2027, που χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για την ελληνική γεωργία, όπου προβλέπεται μια πλειάδα υποχρεωτικών ή χρηματοδοτούμενων δράσεων ή και ενισχύσεων (αμειψισπορές, χρήση εγχώριων ποικιλιών, αντικατάσταση καλλιεργειών, μέτρα για ορθολογική άρδευση, δυνατότητα προμήθειας εξοπλισμού εξοικονόμησης αρδευτικού νερού κλπ). Ακόμη τα προτεινόμενα προϊόντα που θα παράγονται θα πρέπει αποδεικνύεται ότι θα έχουν ικανοποιητική διέξοδο στην αγορά και θα μπορούν να εμπορεύονται (και μέσω ποιων προϋποθέσεων) μέσα σε καθορισμένο εύρος τιμών, στοιχεία που θα προέρχονταν από μελέτη marketing των προϊόντων, που όμως λείπει. Ακόμη είναι αναγκαία η εκτίμηση των πρόσθετων επενδύσεων που ενδεχομένως απαιτούνται (το ύψος της επένδυσης και τρόπος χρηματοδότησης), του κόστους και του αναμενόμενου γεωργικού εισοδήματος για όλους τους σημαντικούς τύπους εκμεταλλεύσεων, ώστε ο γεωργός να είναι σε θέση να εκτιμήσει τι μπορεί περίπου να περιμένει σε οικονομικό επίπεδο, εάν προχωρήσει στην προτεινόμενη αλλαγή. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, δεν είναι πανάκεια (ούτε καν επιλογή) ο απλός εξοβελισμός της καλλιέργειας του βαμβακιού, του αραβοσίτου, της μηδικής, της βιομηχανικής τομάτας κλπ,, υπερ. κάποιων προτεινόμενων καλλιεργειών αμφιβόλου οικονομικότητα ς(επίσης υδροβόρων) για να μειωθεί η κατανάλωση του αρδευτικού νερού. Τέτοια αντιμετώπιση του προβλήματος, χωρίς ουσιαστική τεκμηρίωση, μάλλον θα προκαλέσει έντονη μείωση της αξίας του γεωργικού προϊόντος στη Θεσσαλία και περαιτέρω μαρασμό της υπαίθρου. Άλλωστε η μείωση της κατανάλωσης αρδευτικού νερού είναι επιθυμητή και από τους καλλιεργητές, αφού θα τους μειώσει και το κόστος άρδευσης βελτιώνοντας έτσι τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Όμως η μείωση της κατανάλωσης αρδευτικού νερού, χρειάζεται συστηματικό και υπεύθυνο σχεδιασμό, συνοδευόμενο από τις εξειδικευμένες γεωργικές εκπαιδεύσεις και παροχής γεωργικών συμβουλών, ώστε τα εξαγόμενα αποτελέσματά να γίνουν αποδεκτά και να υιοθετηθούν από τον αγροτικό κόσμο. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να τονισθεί έντονα (πολύ περισσότερο και από την αναδιάρθρωση καλλιεργειών) η ανάγκη αντιμετώπισης της σπατάλης του αρδευτικού νερού κατά την διανομή του. Είναι μονόδρομος η γρήγορη δημιουργία δημόσιων δικτύων κλειστών αγωγών, κάτι που σήμερα στη Θεσσαλία, δεν συμβαίνει. Τέλος είναι καλό να θυμόμαστε ότι οι πλημμύρες στη Θεσσαλία συνέβησαν από έλλειψη δημοσίων αντιπλημμυρικών έργων και όχι από την υπερβολική κατανάλωση αρδευτικού νερού. Καθηγητής Τσιμπούκας Κων/νος Κοσμήτορας Σχολής Εφαρμοσμένων Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών