• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΤΡΟΥ' | 16 Ιουλίου 2010, 09:38

    Σχετικά με την παράγραφο 2εδ β και γ. Το ζήτημα της επανεπιβολής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους έχει σήμερα καταστεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα απομείωσης της αξίας της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας, με αποτέλεσμα η χώρα μας να καταδικάζεται συνεχώς στο ΕΔΑΔ για μη συμμόρφωση στις Δικαστικές αποφάσεις που ανακαλούν απαλλοτριώσεις και ρυμοτομικά βάρη και για παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της (Ε.Σ.Δ.Α.), αφού ο πολίτης, ο οποίος βλέπει την περιουσία του επί 8 τουλάχιστον χρόνια δεσμευμένη, υποβάλλεται σε μία σειρά οικονομικών εξόδων και ψυχικής ταλαιπωρίας για να πετύχει μετά από τρία σχεδόν ακόμη χρόνια δικαστικού αγώνα την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία διατάσσεται η διοίκηση να άρει την απαλλοτρίωση ή το βάρος και ταυτόχρονα μετά από ένα ή δύο χρόνια όταν συνεδριάσει το αρμόδιο ΣΧΟΠ, γιατί τότε συνεδριάζει, να επανεπιβάλλεται η απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος. Η συγκεκριμένη διάταξη επαναλαμβάνει ουσιαστικά την μέχρι σήμερα πρακτική επαναδέσμευσης ή επανεπιβολής η οποία βασιζόταν στην εγκύκλιο 141/1986 και στην νομολογία του ΣΤΕ όπως έχει διαμορφωθεί και στην οποία νομολογία το Ανώτατο ακυρωτικό εκτός των προυποθέσεων της πολεοδομικής ανάγκης και της οικονομικής δυνατότητος για άμεση συντέλεση της απαλλοτρίωσης πρόσθεσε από το έτος 2003 και πέρα και μία τρίτη σύμφωνα με την οποία, για την έρευνα, της συνδρομής περιπτώσεως σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης που επιβάλλει την εκ νέου δέσμευση του ακινήτου και σοβαρής προθέσεως και δυνατότητος άμεσης περαιώσεως της διαδικασίας συντελέσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεώς του, δεν αποκλείεται να συνεκτιμάται και η συμπεριφορά της Διοικήσεως κατά το διαρρεύσαν από την αρχική επιβολή του ρυμοτομικού βάρους μέχρι την άρση του χρονικό διάστημα, αλλά και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την εκ νέου επιβολή Επειδή όμως τα ζητήματα αυτά και ειδικότερα η οικονομική δυνατότητα και η προηγούμενη συμπεριφορά είναι αδύνατο να ελεγχθούν από τα ΣΧΟΠ διότι απαιτούνται εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις , μία μόνο είναι η ενδεδειγμένη λύση η οποία αποδεικνύει και την οικονομική δυνατότητα και αποκαθιστά την εμπιστοσύνη κράτους διοικουμένου: Η παρακατάθεση του ποσού της αντικειμενικής αξίας του υπό επαναδέσμευση ακινήτου στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ των εικαζόμενων δικαιούχων. Επίσης στην περίπτωση γ. α) η λέξη εγκεκριμένου δεν προσδιορίζει ουσιαστικό και απαιτείται συμπλήρωση β) προκειμένου να αποφευχθεί νέα ταλαιπωρία του δικαιούχου σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της απαλλοτρίωσης εντός έτους όπως προβλέπεται, να τεθεί όρος σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση μη συντελέσεως της απαλλοτρίωσης εντός έτους η επαναπιβολή θα θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ, προκειμε΄νου να αναβιώνει η ήδη εκδοθείσα δικαστική απόφαση. Συνεπώς μετά τις τροποποιήσεις αυτές οι συγκεκριμένοι παράγραφοι να δι αμορφωθούν ως εξής: β. Για την επανεπιβολή της ανακληθείσας ή αρθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή βάρους της προηγούμενης περίπτωσης είναι αναγκαίο να συντρέχουν αθροιστικά σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι και να κατατίθεται μέχρι την ημέρα γνωμοδότησης του οικείου ΣΧΟΠ, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από τον οικείο δήμο ή άλλο αρμόδιο φορέα η προσήκουσα αποζημίωση υπέρ των εικαζόμενων δικαιούχων. Ως προσήκουσα αποζημίωση για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου ορίζεται η υπολογιζόμενη με βάση το σύστημα αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το χρόνο γνωμοδότησης του αρμοδίου για την έγκριση της τροποποίησης ΣΧΟΠ, με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν απέχει περισσότερο από ένα έτος από τη δημοσίευση της σχετικής διοικητικής πράξης έγκρισης της επανυποβολής. γ. Ο οικείος δήμος ή ο κατά περίπτωση αρμόδιος για την απαλλοτρίωση φορέας οφείλει εντός προθεσμίας ενός έτους, από τη δημοσίευση της διοικητικής πράξης έγκρισης της επανυποβολής, να κινήσει ως επισπεύδων τη διαδικασία εφαρμογής του εγκεκριμένου σχεδίου με την τήρηση των σχετικών διατάξεων, για την συντέλεση της απαλλοτρίωσης άλλως θεωρείται ότι δεν επανεπιβλήθηκε η απαλλοτρίωση.