• Σχόλιο του χρήστη 'Χρήστος Κουκουμίδης, Βιολόγος' | 11 Μαΐου 2011, 16:08

    Αξιότιμοι/ες κύιοι/ες Η σημαντικότητα του κλάδου των υδατοκαλλιεργειών είναι επιβεβαιωμένη, δημιουργεί εθνικό εισόδημα και είναι από τους ελάχιστους παραγωγικούς κλάδους που ανθίστανται σε μια δύσκολη εποχή και συνεχίζουν να εισφέρουν στο ΑΕΠ και στο ισοζύγιο εξαγωγών της χώρας. Η διαπίστωση αυτή θα πρέπει να αποτελεί βασικό άξονα για την αξιολόγηση του χωροταξικού σχεδίου, πολύ περισσότερο από τα στενά τοπικά ή/και μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που γίνονται εμφανή για κάποιον που διαβάζει προσεκτικά τις δημοσιευμένες απόψεις. Τη σύντομη αλλά δυναμική πορεία της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας την έχουν χαρακτηρίσει και συνεχίζουν να την χαρακτηρίζουν δύο συνισταμένες: - η υιοθέτηση του κανόνα «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», όπου στη διάρκεια της ανάπτυξης του κλάδου περιορίστηκε ένας μεγάλος αριθμός μικρών μονάδων, με τη διαδικασία των εξαγορών και των συγχωνεύσεων και με εργαλεία τις ρυθμιζόμενες αυξήσεις στις δαπάνες προμήθειας γόνου, τροφών, κ.α. - το Υπουργείο Γεωργίας, σε αυτήν την πορεία, σχεδόν πάντα παρακολουθούσε τις εξελίξεις και σχεδόν πάντα παρενέβαινε καθυστερημένα, υιοθετώντας ως επί το πλείστον επιλογές και σχέδια μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου. Ίσως να μην υπάρχει καμία απόφαση ή εγκύκλιος που να έχει ευνοήσει κυρίως τις μικρές μονάδες υδατοκαλλιέργειας. Το χωροταξικό σχέδιο διαμορφώνει το εθνικό χωροθετικό πρότυπο, που γενικά με βρίσκει σύμφωνο. Με βάση τα παραπάνω όμως και σύμφωνα με τα κείμενα της διαβούλευσης, νομίζω ότι πρέπει να περιληφθούν ορισμένες πρόσθετες κατευθύνσεις και κριτήρια που θα καταστήσουν το χωροταξικό σχεδιασμό περισσότερο λειτουργικό και θα ενισχύσουν τον αναπτυξιακό χαρακτήρα του: A. Η χωροθέτηση μεμονωμένων μονάδων είναι ένας ευφυής αναπτυξιακός σχεδιασμός, που κρύβει όμως δύο σημαντικούς κινδύνους. Ο ένας είναι να αποτελέσει την κερκόπορτα παραβίασης των κατευθύνσεων του χωροταξικού σχεδιασμού και ο άλλος με μια αυστηρή – περιοριστική εφαρμογή του, στην ουσία δεν θα επιτρέπει καμία νέα χωροθέτηση. Βεβαίως, εντύπωση προκαλεί η απουσία από τον επισυναπτόμενο χάρτη, μεμονωμένων μονάδων από περιοχές όπως της Πελοποννήσου, Κρήτης, κ.α., που ελπίζω να οφείλεται σε αστοχία μάλλον παρά σκοπιμότητα. Προτείνω λοιπόν, για τη χωροθέτηση μεμονωμένων μονάδων να προβλεφθούν τα εξής: - για τις υφιστάμενες μεμονωμένες μονάδες, η συνέχιση της λειτουργίας τους, με την προϋπόθεση να συμμορφώνονται με συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς περιορισμούς (π.χ. παρουσία λιβαδιών Posidonia), - για τις υφιστάμενες μεμονωμένες μονάδες σε περιοχές υψηλής τουριστικής ανάπτυξης, συνέχιση της λειτουργίας τους με την προϋπόθεση σύνδεσής τους με την τοπική ανάπτυξη και οικονομία (τροφοδοσία τοπικής αγοράς, σύνδεση με τουριστική δραστηριότητα, αλιευτικός-καταδυτικός τουρισμός, απασχόληση), - για την εγκατάσταση νέων μεμονωμένων μονάδων: o να επιτρέπεται σε απόμακρες νησιώτικες περιοχές, o σε νησιώτικες περιοχές με μέση και χαμηλή τουριστική ανάπτυξη να επιτρέπεται, υπό την προϋπόθεση σύνδεσής τους με την τοπική οικονομία (τροφοδοσία τοπικής αγοράς). Αυτές οι μονάδες δεν θα πρέπει να έχουν παραγωγικό αντικείμενο την τσιπούρα και το λαβράκι, ούτε θα μπορούν στη συνέχεια να μετατρέψουν το παραγωγικό τους αντικείμενο σε τσιπούρα και λαβράκι, ώστε να αποφευχθούν «έμμεσες» χωροθετήσεις νέων μονάδων των μεγάλων επιχειρήσεων εκτός Π.Ο.Α.Υ. Β. Η χωροθέτηση Π.Ο.Α.Υ., παρά τα σημαντικά πλεονεκτήματα, παρουσιάζει κινδύνους για τη βιώσιμη εφαρμογή του σχεδίου, που προκύπτουν: - από την οικονομική δυνατότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να εξασφαλίσουν τις περιοχές Π.Ο.Α.Υ., αποκλείοντας τις μικρές επιχειρήσεις από ζωτικό παραγωγικό χώρο, - από τη δημιουργία φορέων διαχείρισης Π.Ο.Α.Υ., με πλειοψηφούσες τις μεγάλες επιχειρήσεις, αποκλείοντας επίσης την εγκατάσταση μικρών επιχειρήσεων. Η χωροθέτηση και έγκριση Π.Ο.Α.Υ. πρέπει να περιλαμβάνει: - την εγκατάσταση μονάδων των μεγάλων επιχειρήσεων και την εγκατάσταση μικρών επιχειρήσεων σε ποσοστό 70-30, αντίστοιχα, - την ανατροπή της παραπάνω αναλογίας, όταν δεν προκύπτει ζήτηση για την εγκατάσταση μονάδων στο σύνολο της περιοχής Π.Ο.Α.Υ., - τον περιορισμό του ρόλου του φορέα διαχείρισης σε διαχειριστικά καθήκοντα και όχι με αποφασιστικές αρμοδιότητες (εγκατάσταση μονάδας, ύψος μισθώματος, κλπ). Θα ήθελα, επιπλέον, στο σημείο αυτό να σχολιάσω 2 ζητήματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον: 1. Στο δημόσιο διάλογο που έχει αναπτυχθεί, ένα μεγάλο μέρος του, καταλαμβάνουν οι παρεμβάσεις πολιτών και φορέων από το παράκτιο τόξο της περιοχής Αταλάντης – Θεολόγου, με κάθετη αρνητική τοποθέτηση για τις ιχθυοκαλλιέργειες, επικαλούμενες σοβαρή επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Τα εν λόγω πρόσωπα/φορείς προβάλλουν διαπιστώσεις, γνωμοδοτήσεις καθηγητών, μελέτες κ.α. τα οποία, από θέση αρχής εφόσον δεν γνωρίζω το περιεχόμενό τους, δεν μπορώ ούτε να υιοθετήσω ούτε να απορρίψω. Προκύπτουν όμως ορισμένα θέματα: - η ευρύτερη περιοχή έχει οικισμούς (Αγ. Κωνσταντίνος, Μαλεσίνα, Λιβανάτες, Θεολόγος, Αταλάντη, κ.α.) και διάσπαρτη δεύτερη παραθεριστική κατοικία. Εξ' όσων γνωρίζω, μόνο η Μαλεσίνα έχει βιολογικό καθαρισμό, ο οποίος δεν λειτουργεί. Επιπλέον, ένας μεγάλος αριθμός κατοικιών διαθέτει απορροφητικούς βόθρους (όσες κατασκευάσθηκαν προ της υποχρεωτικής κατασκευής στεγανών βόθρων). - Στην ευρύτερη περιοχή, υπάρχει από δεκαετίες εγκαταστάσεις βιομηχανικών μονάδων, με προεξέχουσα αυτών της ΛΑΡΚΟ, AGROINVEST, κ.α. - Κατά μήκος του παράκτιου τόξου, έχουν αναπτυχθεί μεγάλης κλίμακας έργα, όπως ο ΠΑΘΕ, τα έργα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, κ.α., όπου μέσω αυτών έχουν εκτραπεί και διευθετηθεί χείμαρροι, που παροχετεύουν τα όμβρια (συμπεριλαμβάνονται σε αυτά και υδάτινοι όγκοι από εκπλύσεις αγροτικών εκτάσεων με φυτοφάρμακα, λιπάσματα κ.α.). Αυτή η γενικότερη λειτουργία δεν ευθύνεται για την κατάσταση του περιβάλλοντος στην παράκτια ζώνη της περιοχής; Ή μήπως είναι μόνο η ιχθυοκαλλιέργεια που φέρει την αποκλειστική ευθύνη; Σε όλες σχεδόν τις τοποθετήσεις, αντιπαραβάλλεται στην ιχθυοκαλλιέργεια ο τουρισμός. Άραγε ο τουρισμός δεν επιβαρύνει το περιβάλλον; Και πως θα αναπτυχθεί τουριστικά η περιοχή όταν η ποιότητα της θάλασσας είναι κακή και οι βιομηχανίες συνεχίζουν να λειτουργούν; Σαφώς, για την κατάσταση αυτή έχει μερίδιο ευθύνης και η ιχθυοκαλλιέργεια, που αν εφάρμοζε την προβλεπόμενη διαδικασία παρακολούθησης της ποιότητας των υδάτων και πολύ περισσότερο κοινοποιούσαν αυτά τα στοιχεία, δεν θα άφηναν να αιωρείται το επιχείρημα της αποκλειστικής ρύπανσης της θάλασσας από την ιχθυοκαλλιέργεια. 2. Η διαβούλευση είναι δημόσιος διάλογος και η συμμετοχή στο διάλογο κρίνεται και από τις προθέσεις και από την εμπειρία και από την ειλικρίνεια κάθε συμμετέχοντος. Η διαβούλευση μας κάνει κοινωνούς απόψεων, ιδεών και κρίσεων, αποτελεί δε ένα μοχλό όχι μόνο για τη βοήθεια προς το κράτος και το υπουργείο, αλλά και για να γίνουμε σοφότεροι πολίτες και να μας διευκολύνει στην υπεύθυνη στάση μας. Όσο κι αν αυτό είναι δύσκολο, καλό είναι ο καθένας να προσπαθεί να βλέπει το γενικότερο καλό και όχι μόνο το προσωπικό ή τοπικιστικό συμφέρον, όπως ο καθένας το αντιλαμβάνεται. Για παράδειγμα, σίγουρα δεν υα μου άρεσε να έχω μια υδατοκαλλιέργεια μπροστά στην παραλιακή παραθεριστική μου κατοικία, αλλά καλό είναι να έχω κατά νου και τα οφέλη που αυτή προσφέρει στην περιοχή. Κλείνοντας, ελπίζω και είμαι αισιόδοξος ότι η εφαρμογή του χωροταξικού σχεδιασμού για τις υδατοκαλλιέργειες θα συμβάλλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής υδατοκαλλιέργειας στη διεθνή αγορά, αλλά και στην οικονομική ενίσχυση της περιφέρειας της χώρας μας που αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες αυτήν την περίοδο.