• Σχόλιο του χρήστη 'Μανώλης Τσαπάκης' | 25 Μαΐου 2011, 13:18

    Παρακάτω θα βρείτε μια σύνοψη για την υπάρχουσα τεχνογνωσία σε θέματα περιβάλλος και υδατοκαλλιεργειών. Ελπίζω να βοηθήσει στην συζήτηση. Η ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα και γενικά σε όλο κόσμο έχει αντιμετωπίσει αντιδράσεις σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Οι ανησυχίες έχουν εκφραστεί από τη τουριστική βιομηχανία που απαιτεί την παράκτια ζώνη για περαιτέρω ανάπτυξη, τους τοπικούς αλιείς που απαιτούν τους παραδοσιακούς παράκτιους χώρους αλιείας, από κόσμο που χρησιμοποιεί τις απομακρυσμένες περιοχές για θερινή κατοικία ή αναψυχή ή από κόσμο που αντιτάσσεται γενικά στην ιδιωτική χρήση των παράκτιων υδάτων. Η κατανόηση των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις υδατοκαλλιέργειες και το θαλάσσιο περιβάλλον είναι προϋπόθεση για την ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης. Κατά τα τελευταία 15 χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην περιγραφή και την ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων αυτών και έχει παρατηρηθεί ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός ομάδων εργασίας, επιστημονικών εργασιών και χρηματοδοτούμενων ερευνητικών έργων που αφορούν το αντικείμενο αυτό στην Ευρώπη, στην Βόρειο Αμερική και άλλες περιοχές του κόσμου. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν εκπονηθεί ένας μεγάλος αριθμός εθνικών και ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων και ερευνητικές ομάδες από την Ελλάδα και το εξωτερικό έχουν λάβει μέρος σε ερευνητικές αποστολές σε ελληνικές μονάδες. Οι επιστημονικές δημοσιεύσεις που έχουν ως περιοχή μελέτη κάποια ελληνική περιοχή είναι από τις σημαντικότερες που υπάρχουν στην διεθνή βιβλιογραφία. Η επιστημονική κοινότητα της Ελλάδας που ασχολείται με το αντικείμενο είναι στην πρωτοπορία σε διεθνές επίπεδο και υπάρχουν ερευνητικές ομάδες που έχουν ένα ιδιαίτερο αναγνωρίσιμο ερευνητικό έργο. Με την ιδιότητα του εντεταλμένου ερευνητή στο Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών και την εμπειρία που έχω αποκτήσει από την συνεχή μου προσπάθεια στη μελέτη της αλληλεπίδρασης των υδατοκαλλιεργειών και του θαλασσίου περιβάλλοντος θα ήθελα να κάνω μία σύνοψη των σημαντικότερων συμπερασμάτων και της σημερινής τεχνογνωσίας. 1. Επιπτώσεις στα γεωχημικά χαρακτηριστικά του παράκτιου περιβάλλοντος Οι επιπτώσεις των ιχθυοκαλλιεργειών στη θαλάσσια βιογεωχημεία μελετηθηκε, μεταξύ άλλων, στα πλαίσια του προγράμματος «Αλληλεπίδραση ιχθυοκαλλιεργειών και θαλασσίου περιβάλλοντος» το οποίο χρηματοδοτήθηκε από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας (EΠET-II - EKBAN). Στη μελέτη αυτή αποδείχθηκε ότι οι επιπτώσεις των αποβλήτων δεν υπερέβησαν την “δυνατότητα του συστήματος” να απορροφήσει την επαγόμενη διατάραξη (Pitta et al, 1999). Τα επίπεδα της χλωροφύλλης και του σωματιδιακού οργανικού άνθρακα, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι περισσότερο χαρακτηριστικοί δείκτες προσδιορισμού του ευτροφισμού, δεν φάνηκε να επηρεάζονται σημαντικά από την απελευθέρωση θρεπτικών στοιχείων από τις μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας. Σε καμία από τις περιοχές μελέτης δεν βρέθηκε εμφανής απόκριση του φυτοπλαγκτού στην αύξηση των θρεπτικών από την άποψη της βιομάζας, της δομής των κοινοτήτων ή της ποικιλότητας (Pitta et al., 1999). Επίσης στα πλαίσια του προγράμματος AQCESS (Aquaculture and Coastal Economic and Social Sustainability) δεν βρέθηκε καμία αλλαγή στη τροφική κατάσταση του θαλασσίου περιβάλλοντος σε μεγαλύτερες χωρικές κλίμακες κοντά σε ζώνες υδατοκαλλιεργειών (Pitta et al., 2005). Αυτή η αντίθεση (μεγάλη εισροή θρεπτικών αλάτων και μικρή απόκριση του φυτοπλανγκτού) έχει παρατηρηθεί σε πολλές περιοχές γύρω από μονάδες υδατοκαλλιέργειας (Pitta et al., 1999; Nordvarg & Johansson, 2002; Soto & Norambuena, 2004) καθώς και σε ένα πρόσφατο in situ πείραμα εμπλουτισμού στο ολιγοτροφικό περιβάλλον της ανατολικής Μεσογείου (CYCLOPS project). Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού ο ανόργανος φώσφορος που προστέθηκε στο σύστημα γρήγορα μεταφέρθηκε στα μεγαλύτερα τροφικά επίπεδα μέσω του μικροβιακού βρόγχου (Pitta et al., 2005), ενώ το φυτοπλαγκτόν δεν εμφάνισε καμία αυξητική τάση. Σε αντίθεση με τη στήλη του νερού οι επιπτώσεις των υδατοκαλλιεργειών είναι περισσότερο ευδιάκριτες στο βενθικό οικοσύστημα. Η συσσώρευση της πλεονάζουσας τροφής και των περιττωμάτων των ψαριών στο ίζημα οδηγούν σε ευδιάκριτες φυσικοχημικές αλλαγές (Karakassis et al, 1998, 2000, 2002, Belias et al, 2003). Το ίζημα κάτω από τους κλωβούς συχνά είναι ανοξικό, με υψηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα, φώσφορο και φυτοχρωστικές. Εντούτοις, αξίζει να σημειωθεί ότι το εύρος των επιπτώσεων αυτών καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το βάθος, τη δυναμικότητα, την πρακτική διαχείρισης της μονάδας και από υδροδυναμικό καθεστώς της περιοχής (Karakassis et al, 2000). Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι οι επιπτώσεις περιορίζονται σε μία ζώνη που δεν υπερβαίνει τα 20-50m από την άκρη των κλωβών. Μια πρόσφατη έρευνα σε μεγαλύτερες χωρικές κλίμακες σε περιοχές με έντονη ιχθυοκαλλιεργητική δραστηριότητα (πρόγραμμα AQCESS), τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του ιζήματος δεν παρουσιάζουν καμία αλλαγή σε αποστάσεις 1-10km. Πρόσφατα αποτελέσματα του προγράμματος MERAMED (Development of monitoring guidelines and modelling tools for environmental effects from Mediterranean aquaculture) έχουν επιβεβαιώσει τα ανωτέρω αποτελέσματα σε επτά επιπλέον περιοχές στα ελληνικά παράκτια ύδατα. Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού κατασκευάστηκε ένα σύστημα εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τις ιχθυοκαλλιέργειες στη Μεσόγειο (MERAMOD). Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα και στη χειρότερη περίπτωση (αβαθής περιοχές με μικρό υδροδυναμισμό) η υποβάθμιση του ιζήματος κάτω από τους κλωβούς παρουσιάζει σημαντική εποχιακή διακύμανση, που εμφανίζεται λιγότερο έντονη το χειμώνα όταν μειώνεται η παροχή τροφής και αυξάνει η ανάδευση του ιζήματος (Karakassis at al., 1998). Επιπτώσεις στο πλαγκτόν Τα αποτελέσματα από το πρόγραμμα «Αλληλεπίδραση ιχθυοκαλλιεργειών και θαλασσίου περιβάλλοντος» (Καρακάσης 1997, Pitta et Al, 1999) έχουν δείξει ότι η σύνθεση των πλαγκτονικών οργανισμών κοντά σε μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας δεν είναι σημαντικά διαφορετική από εκείνη των περιοχών ελέγχου, είτε από άποψη ποσότητας (αφθονία) είτε από άποψη ποιότητας (ποικιλομορφία, σύνθεση ειδών). Επιπλέον, τα πρόσφατα πειράματα στα πλαίσια του προγράμματος MedVeg (Effects of nutrient release from Mediterranean fish farms on benthic vegetation in coastal ecosystem) έχουν δείξει ότι η θήρευση είναι η σημαντικότερη λειτουργία που αποτρέπει την άνθιση του φυτοπλαγκτού παρά τη συνεχή τροφοδοσία του συστήματος με διαλυτό άζωτο και φώσφορο (Pitta et al, 2006). 2. Επιπτώσεις στους βενθικούς οργανισμούς Η “διατάραξη” της βενθικής βιοκοινότητας στην εγγύς των κλωβών περιοχή είναι η συχνότερη εμφανιζόμενη επίπτωση της υδατοκαλλιέργειας (Karakassis et al, 2000). Αυτό εκφράζεται κυρίως με την μορφή διαφοροποίησης της πανιδικής σύστασης, της αφθονίας και της βιομάζας. Η μακροπανίδα (και κυρίως το ενδοπανιδικό τμήμα της) αντανακλά με μεγάλη ευαισθησία τις αλλαγές που επέρχονται στο θαλάσσιο περιβάλλον από τον οργανικό εμπλουτισμό και γι’αυτό χρησιμοποιείται συχνά στις μελέτες που αφορούν την ρύπανση. Η πρόσφατη έρευνα για τις αλλαγές στις μεγαλύτερες χωρικές κλίμακες στα πλαίσια του προγράμματος AQCESS έδειξε ότι υπήρξε μικρή αλλαγή στους κοινοτικούς τύπους δομών ή σίτισης των μακροβενθικών οργανισμών. Εντούτοις, υπήρξε μια αύξηση στη βιομάζα των άγριων ψαριών σε μια απόσταση 1-10km που θα μπορούσαν να συνδεθούν με την παρουσία ζωνών καλλιέργειας ψαριών. Η υποβάθμιση των θαλασσίων βενθικών κοινοτήτων μετά από 10 έτη καλλιέργειας σε μια περιοχή είναι πιθανώς αντιστρέψιμη, αν και ο χρόνος για την πλήρη αποκατάσταση μετά την παύση λειτουργίας απαιτεί περίοδο μεγαλύτερη των 2 ετών (Karakassis et al., 1999). 3. Επιπτώσεις στα άγρια ψάρια Οι επιπτώσεις των ιχθυοκαλλιεργειών στο άγρια ψάρια μελετήθηκε πρόσφατα στα πλαίσια προγράμματος AQCESS (Aquaculture and Coastal, Economic and Social Sustainability) που χρηματοδοτήθηκε από την ευρωπαϊκή ένωση. Η έρευνα περιέλαβε πειραματικές σύρσεις (3 περιοχές για 2 εποχές). Τα αποτελέσματα αυτού του προγράμματος (Machias et al, 2004, 2005, Giannoulaki et al, 2005) έχουν αποδείξει ότι η παρουσία ζωνών υδατοκαλλιέργειας επιφέρει υψηλότερη αφθονία, βιομάζα (διπλασιασμό) καθώς επίσης και υψηλότερη ποικιλομορφία στις ενδιάμεσες χωρικές κλίμακες (1-20km) με θετικές επιπτώσεις στην τοπική αλιεία. Η αύξηση των ιχθυοαποθεμάτων οφείλεται κυρίως στον ολιγοτροφικό χαρακτήρα της Μεσογείου όπου τα θρεπτικά στοιχεία που απελευθερώνονται από την ιχθυοκαλλιέργεια μεταφέρονται γρήγορα και αποτελεσματικά στην τροφική αλυσίδα. Παρόμοια επίδραση δεν φάνηκε να συμβαίνει στα παραγωγικότερα ύδατα του Βόρειου Ατλαντικού (AQCESS report, 2004). 4. Επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα Οι επιπτώσεις στη μακροπανίδα, από την οργανική ρύπανση, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το είδος του ιζήματος. Εντονότερες επιπτώσεις εμφανίζονται σε περιοχές όπου το υπόστρωμα είναι ιλυώδες με ασθενή υδροδυναμικό καθεστώς (Karakassis et al., 2000, MEDVEG final report, 2005). Οι μέχρι σήμερα γνωστές επιδράσεις σχετίζονται με τις επιπτώσεις στην μακροπανίδα σε μία ζώνη (μεχρι 100m) γύρω από τις ιχθυοκαλλιέργειας. Οι οργανισμοί αυτοί είναι οικολογικά σημαντικοί αλλά είναι απίθανο ότι θα αποτελέσουν είδη προς εξαφάνιση ή ότι οι πληθυσμοί τους στις μεγαλύτερες χωρικές κλίμακες θα επηρεαστούν σημαντικά. Τα πιθανά προβλήματα που έχουν επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα σε σχέση με την υδατοκαλλιέργεια είναι οι επιπτώσεις στα λιβάδια της ποσειδώνιας και οι αλλαγές στην τροφική κατάσταση σε μεγάλες χωρικές κλίμακες (πχ Μεσογείου). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν υπάρχουν στοιχεία για αλλαγή της τροφικής κατάστασης στα μεσογειακά παράκτια ύδατα, και όλες οι περιοχές με υδατοκαλλιεργητική δραστηριότητα έχουν βρεθεί να διατηρούν τα ολιγοτροφικά χαρακτηριστικά τους. Εντούτοις, οι επιπτώσεις στα θαλάσσια φανερόγαμα και ιδιαίτερα στους λειμώνες ποσειδώνιας είναι ένας σημαντικός κίνδυνος για τη βιοποικιλότητα δεδομένου ότι ο βιότοπος του φανερόγαμου αυτού είναι ιδανικός για την υδατοκαλλιέργεια (ισχυρά ρεύματα, χονδρόκοκκο ίζημα, επαρκής οξυγόνωση, καθαρά ύδατα). Σε αυτό το πλαίσιο, το πρόγραμμα MedVeg έχει ερευνήσει τις επιπτώσεις σε τέσσερις περιοχές της Μεσογείου (Κύπρος, Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία). Έχει αποδειχθεί ότι η καλλιέργεια ψαριών έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στους λειμώνες ποσειδώνιας και η λανθασμένη χωροθέτηση των μονάδων υδατοκαλλιέργειας μπορεί να αποτελέσει σημαντικό κίνδυνο για την λειτουργία του θαλάσσιου οικοσυστήματος (Holmer et al., 2003). Σύμφωνα με τις συστάσεις του προγράμματος MedVeg η καλλιέργεια ψαριών πρέπει να λαμβάνει χώρα σε μεγάλα βάθη (>40m) και σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 800m από τους λειμώνες Ποσειδώνιας.