• ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΙΧΘΥΟΛΟΓΩΝ (ΠΑ.Σ.Τ.Ι.) Αξιότιμε κ. Αναπληρωτή Υπουργέ, Ο Σύλλογος μας, Επιστημονικός - Επαγγελματικός, Επίσημος Φορέας των Ελλήνων Πτυχιούχων Ιχθυολόγων Ανώτατης Εκπαίδευσης, που εκπροσωπεί άνω των 2.000 Πτυχιούχων Ιχθυολόγων ΤΕ, εκτιμώντας την προσπάθεια του Υπουργείου σας - και των συναρμόδιων Υπουργείων - στην εκπόνηση του Σχεδίου Ε.Π.Χ.Σ.Α.Α.Υ. που τέθηκε σε διαβούλευση, θέλουμε να συνεισφέρουμε σε αυτήν με δύο τρόπους: με την κριτική μας επί του κειμένου και των προτάσεων του, καθώς και με τις απόψεις μας και διευκρινήσεις επί των θέσεων που εκφράσθηκαν από διάφορους φορείς στην διαβούλευση. Επί της αρχής, θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο Σχέδιο Ε.Π.Χ.Σ.Α.Α.Υ. είναι σύνθετο, δύσκολο στην κατανόηση ακόμη κι από τις υπηρεσίες που θα κληθούν να το εφαρμόσουν, σχεδόν χαοτικό σε κάποια σημεία του όπως ανέφεραν κι άλλοι επιστήμονες, δεν έχει επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση στις θέσεις που διατυπώνει για τα μεγέθη μονάδων, αποστάσεις μεταξύ ΠΟΑΥ, μεταξύ μονάδων, για τα μεγέθη των μονάδων κλπ (τα οποία σαφώς και πρέπει να μεταβληθούν πριν την υιοθέτηση του, μετά από συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσιών του ΥΘΥΝΑΛ), δεν επιτρέπει την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών παραγωγής που αναπτύσσονται συνεχώς, αποθαρρύνει την καινοτομία, δεν πριμοδοτεί το επενδυτικό ρίσκο σε πρότυπες μονάδες που θα επιλέξουν απομακρυσμένες περιοχές ή χρήση καινοτόμων μεθόδων (π.χ. με σημειακή χωροθέτηση τουλάχιστον 300 στρεμμάτων κάνοντας την επένδυση αποδοτική παρά το ρίσκο), και με μία μόνο λέξη θα το χαρακτηρίζαμε «αντιαναπτυξιακό»!! (μία δεύτερη θα ήταν «γραφειοκρατικό», ενώ η φράση που μας περνάει από το μυαλό είναι «τυπικά Ελληνικό»!). Ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εγκατάσταση και την λειτουργία μονάδων υδατοκαλλιέργειας - και που επηρεάζουν τελικά την βιωσιμότητα της δραστηριότητας - αφορούν συγκρούσεις με άλλες χρήσεις (τουρισμός, παραθερισμός), οι οποίες υποκινούνται, ξεκινούν και επηρεάζονται άμεσα από την αντίληψη που έχουν οι κάτοικοι μίας περιοχής για την συγκεκριμένη δραστηριότητα, άσχετα με το κατά πόσο η ύπαρξη της δραστηριότητας αυτής συμβάλει ή όχι στην βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής τους. Γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε επιεικώς απαράδεκτη την χρήση στην διαβούλευση του χάρτη Κλίμακας 1:1.000.000 (!) μαζί με την ΣΜΠΕ και το Σχέδιο Ε.Π.Χ.Σ.Α.Α.Υ., ο οποίος αφορά σε άλλο κείμενο από αυτό της διαβούλευσης (!), είναι τμήμα άλλης μελέτης που δεν έγινε αποδεκτή ως έχει (!) και εμφανίζει μόνο τις θέσεις για Θαλάσσιες Ιχθυοκαλλιέργειες την ώρα που το κείμενο αναφέρεται σε όλες (!), έστω όπως αναφέρεται. Η κίνηση αυτή αποπροσανατόλισε τον κόσμο που δεν είχε ειδικές γνώσεις να μελετήσει τις απεικονιζόμενες χρήσεις γης, τρομοκράτησε τις τοπικές κοινωνίες αφού παρουσίαζε τις ΠΑΥ αλλά το κείμενο μιλούσε για τις ΠΟΑΥ, οπότε ο χάρτης εμφάνιζε ολόκληρες περιοχές ως «μπλοκ» μονάδων λες και θα γινόταν οδόστρωση (!) και θα γέμιζε τσιμέντο η θάλασσα, με πιο τρανταχτό παράδειγμα την περιοχή μεταξύ Πόρου και Τροιζήνας που μόνο οδική και σιδηροδρομική σύνδεση δεν εμφανίζει! (σ.σ. κι εμείς εάν ήμασταν Ποριώτες και το βλέπαμε έτσι θα αντιδρούσαμε, δεν θα μπαίναμε καν στην διαδικασία να δούμε ότι η δυναμικότητα της ΠΟΑΥ που δίνει για την περιοχή μετά βίας αντιστοιχεί στην δυναμικότητα των υφιστάμενων μονάδων). Η αναφορά στην διαβούλευση ότι η (αρχική) Μελέτη έγινε «κατά παραγγελία» επειδή οι πιστώσεις διατέθηκαν από τον ΣΕΘ, αφού το Ελληνικό Κράτος για δεκαετίες απαξιούσε να χρηματοδοτήσει μία αντίστοιχη μελέτη, και να θεωρείται αυτό από κάποιους «μεμπτό», είναι τουλάχιστον προσβλητική για το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών που την πραγματοποίησε, το οποίο είναι ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κρατικό ερευνητικό ίδρυμα που πρωτοστατεί παγκοσμίως σε ανάλογες πρωτοβουλίες και μελέτες, και τους συναδέλφους μας ερευνητές που εργάζονται σε αυτό, ειδικά όταν θεωρούμε ότι μελέτες αμφιβόλου κύρους και προέλευσης που χρηματοδοτούνται από άγνωστες πηγές είναι αξιόπιστες επειδή μας αρέσουν ή μας βολεύουν τα αποτελέσματα τους! Στην συγκεκριμένη περίπτωση ειδικά, η απόφαση της κας Υπουργού ΠΕΚΑ να επεκτείνει την Μελέτη, με ανάθεση σε άλλον - τρίτο - μελετητή, παρά τους όποιους φόβους μας και αντιρρήσεις κυρίως για το επιπλέον χρονικό διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση και εφαρμογή του Ε.Π.Χ.Σ.Α.Α.Υ., μειώνει κάθε καλόπιστη αντίδραση. Οι κακόπιστες κριτικές φορέων και συλλόγων, δυστυχώς κι επιστημόνων, όπως και οι αντιαναπτυξιακές φωνές διαφόρων, θα υπήρχαν έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν την μελέτη την έκαναν από κοινού όλα τα Κέντρα Ερευνών της Μεσογείου! Οι πολλές περιβαλλοντικού τύπου λεπτομέρειες που έχει δεν είναι αναγκαίες για χωροταξικό σχεδιασμό, ενώ παρουσιάζει διχασμό προσωπικότητας νομίζοντας συχνά ότι είναι Ρυθμιστικό Σχέδιο ή Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων! Γίνεται συνεχώς σύγχυση μεταξύ των όρων ΠΑΥ και ΠΟΑΥ κι αντί να χαρακτηρίζει απλά και ξεκάθαρα κάποιες περιοχές ως ΠΑΥ ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν νόμιμα όλες οι μονάδες που βρίσκονται μέσα σε αυτήν με βάση τις επιμέρους άδειες τους και την σχετική Απόφαση του ΣτΕ (2489/2006), επιλέγει να προωθήσει αντί των ισχυρών ανεξάρτητων ιδιωτικών και αυτοδιαχειριζόμενων μονάδων κυρίως την μορφή των ΠΟΑΥ, η οποία μπορεί πριν 10 χρόνια να θεωρείτο πανάκεια κι ότι θα έλυνε τα τότε προβλήματα υποδομών του κλάδου, αλλά πλέον είναι ήδη ξεπερασμένη (και φοβούμαστε ότι θα έχουν το μέλλον των ΒΙΠΕ της ΕΤΒΑ) δεδομένης της σημαντικής ανάπτυξης των Υ/Κ στην χώρα, ενώ πιθανά στο μέλλον να δημιουργήσει και θέματα περιβαλλοντικής λειτουργίας ή εμφάνισης ασθενειών λόγω της υπερσυγκέντρωσης τους. Η μορφή της ΠΟΑΥ είναι καλή για όσους αυτοβούλως επιλέξουν να δημιουργήσουν και να ενταχθούν σε μία τέτοια, αλλά δεν μπορεί να είναι ο αναπτυξιακός βραχίονας της χώρας μας, η οποία δεν φημίζεται για τις συνέργειες και συνεργασίες μεταξύ των κατοίκων της (κλασσικά χτυπητά παραδείγματα η πλήρης αποτυχία των συνεταιρισμών, καθώς και το γεγονός ότι το Μέτρο της επιδότησης της ίδρυσης και λειτουργίας Οργανώσεων Παραγωγών από το προηγούμενο ΕΠΑΛ ήταν από τα πιο αποτυχημένα, εάν όχι το πιο αποτυχημένο!) Είναι γεγονός ότι για κάποιες χρήσεις υπάρχει δυσκολία παράλληλης άσκησης τους, όπως π.χ. η κοινή χρήση της ίδιας θαλάσσιας περιοχής για ιχθυοκαλλιέργειες και για κολύμβηση, χρήση που δεν είναι εφικτή από την μία πλευρά (των κολυμβητών) για λόγους αισθητικούς, έστω και αν τα περιβαλλοντικά αποτελέσματα των μονάδων - που παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ελλιπή - δεν τεκμηριώνουν προβλήματα ρύπανσης και υποβάθμισης της ποιότητας του θαλάσσιου νερού, κι από την άλλη (των ιχθυοκαλλιεργειών) λόγω του θορύβου που υπάρχει σε μία ακτή κολύμβησης και της ρύπανσης από τους ανθρώπους που επιδρούν αρνητικά στην ανάπτυξη των ψαριών. Όσο για το επιχείρημα της βλάβης σε ενάλιες αρχαιότητες και βυθισμένα λιμάνια που προβάλλεται σε κάποιες περιοχές, προφανώς η μόνιμη και σταθερή αγκυροβολία πλωτών ιχθυοκλωβών σε περιοχές οι οποίες έχουν προηγουμένως ελεγχθεί από την Εφορία Εναλίων Αρχαιοτήτων και έχουν χρησιμοποιηθεί εξειδικευμένοι δύτες κατά την πόντιση τους «καταστρέφει» τις ενάλιες αρχαιότητες, ενώ η καθημερινή και τυχαία προσέγγιση τουριστικών σκαφών τα οποία θα δένουν όπου θέλουν κι όπως θέλουν, και των οποίων η άγκυρα θα σύρεται στον πυθμένα μέχρι να αγκιστρώσει ενώ στους ισχυρότερους ανέμους θα «τραβάει» δεν θα τους προξενεί καμία ζημιά!! Όπως καμία ζημιά στο παρθένο περιβάλλον δεν θα προξενούν τα δεκάδες βενζινοβόρα τζετσκι και tender που θα χρησιμοποιούν τα σκάφη αυτά για το πήγαινε - έλα από την ακτή. Και οι αγνοί και άδολοι δύτες του καταδυτικού τουρισμού δεν θα μαζεύουν κανένα όστρακο, όχι ζωντανό, αλλά από αμφορέα, έτσι, για σουβενίρ… Σχετικά με τις επιπτώσεις στον τουρισμό και την κατηγορία ότι «αλλοιώνουν την γραφικότητα του τοπίου και την εικόνα που έχει για αυτό ο τουρίστας» πρέπει να επισημάνουμε ότι σε καμία μελέτη δεν έχει μέχρι σήμερα αποδειχθεί κάτι τέτοιο, ενώ ποιοτικές έρευνες έχουν δείξει ότι ο τουρίστας θεωρεί την ύπαρξη των μονάδων μέρος του τοπίου, συχνά το θεωρεί έμπρακτη επιβεβαίωση της ποιότητας των υδάτων, αφού βλέπει ότι είναι κατάλληλα για εκτροφή ψαριών (ενώ π.χ. τα νερά κολύμβησης δεν είναι κατάλληλα για εκτροφή ψαριών), επιζητεί την πραγματοποίηση περίπλου για ξενάγηση στις μονάδες και ρωτάει εάν τα ψάρια που τρώει προέρχονται από αυτές. Αντίθετα, συχνές είναι οι κατηγορίες των τουριστών για τσιμεντοποίηση και υποβάθμιση του τοπίου από τις κλασσικές τουριστικές δραστηριότητες, για κακές ή πολύ κακές τουριστικές υπηρεσίες που παρέχονται σε υψηλές ή απαράδεκτα ψηλές τιμές, κάτι για το οποίο προφανώς δεν είναι υπεύθυνες οι Υ/Κ αλλά η τουριστική βιομηχανία. Επίσης, εάν για μία περιοχή ο ΕΟΤ από το 1993 ή το 2003 έχει πει ότι «έχει σημαντικές δυνατότητες τουριστικής ανάπτυξης», κάτι βέβαια που έχει πει για το 99,99% των περιοχών της χώρας, και μέχρι σήμερα το μόνο που έχει επιτευχθεί στην περιοχή είναι μείωση του αριθμού των τουριστών κατά 50% και αύξηση της τοπικής ανεργίας κατά 20% οι πιθανότητες να αναπτυχθεί τουριστικά στο εγγύς μέλλον είναι μικρότερες κι από το να βγει η χώρα μας από την κρίση μέσα στο 2011. Θα πρέπει να επισημάνουμε βέβαια και την διαφορά μεταξύ της νόμιμης λειτουργίας και της παράνομης. Το να χαρακτηρίζουμε έναν ολόκληρο κλάδο ως παραβάτη λόγω της παραβατικής συμπεριφοράς κάποιων δεν είναι σωστό (θυμίζει τα κλισέ οι ταξιτζήδες είναι κλέφτες, οι αλβανοί είναι κακοί άνθρωποι, οι μουσουλμάνοι είναι τρομοκράτες, κλπ), ειδικά όταν πολλά από τα προβλήματα οφείλονται στην αδυναμία της Διοίκησης και του Ελληνικού κράτους να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του (π.χ. με το να λαμβάνει αίτημα για ανανέωση περιβαλλοντικών όρων 6 μήνες πριν την λήξη τους και την λήξη της Σύμβασης Μίσθωσης αλλά να μην έχει απαντήσει μετά από 2 και 3 χρόνια, με αποτέλεσμα να λήγουν όλα τα επίσημα έγγραφα και να έρχεται το ίδιο το Κράτος, συχνά και η ίδια υπηρεσία, να ζητάει ευθύνες από τον επενδυτή!). Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την λειτουργία μίας υδατοκαλλιέργειας δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης ενός γενικού χωροταξικού σχεδίου που αφορά το σύνολο της χώρας και την γενική τους θέση στον χώρο, με κριτήρια χωροταξικού σχεδιασμού και μείωσης των συγκρούσεων των διαφόρων ανθρωπογενών χρήσεων, αλλά τις ειδικές συνθήκες της περιοχής εγκατάστασης, την κατάσταση του περιβάλλοντος και την παραγωγική διαδικασία και δυναμικότητα της συγκεκριμένης μονάδας. Η περιβαλλοντική νομοθεσία της χώρας μας για το συγκεκριμένο θέμα είναι η πιο αυστηρή στην Ευρώπη, και δεν πρέπει να συγχέεται η ορθή πρόβλεψη του νομοθέτη να ζητάει Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων προκειμένου να εκτιμήσει τις πιθανές επιπτώσεις ώστε να ελαχιστοποιήσει την πιθανή εμφάνιση τους με τον χαρακτηρισμό της Υ/Κ ως έντονα ρυπαίνουσας βιομηχανίας ή βαριάς βιομηχανικής χρήσης. Επιπλέον, η καλή επιλογή θέσης εγκατάστασης (μεγάλο βάθος, απόσταση από ακτή, έκθεση σε ρεύματα κλπ) πρακτικά οδηγεί σε μηδενικά αποτελέσματα στο βυθό, ενώ για να εγκατασταθεί κάπου μία μονάδα προϋπόθεση είναι από την υφιστάμενη νομοθεσία να μην υπάρχουν λιβάδια Posidonia. Το να λέμε βέβαια ότι μία μονάδα που λειτουργεί ήδη 25 χρόνια βρίσκεται πάνω σε λιβάδια και ΘΑ τα καταστρέψει στο μέλλον είναι μάλλον μία αστειότητα, αφού αυτά θα έπρεπε να είχαν καταστραφεί προ πολλού! Οπότε ή δεν υπάρχουν ή είναι σε σημείο που δεν επηρεάζονται! Πάντως, ως γενική προφύλαξη επιβάλλεται να υπάρχει μία ελάχιστη απόσταση 300 μέτρων από διαπιστωμένη ύπαρξη λιβαδιών τα οποία είναι ευαίσθητα στις διακυμάνσεις θρεπτικών και θολερότητας. Το σημείο που υπάρχει κακή πληροφόρηση, πιστεύουμε όχι εσκεμμένα (όπως π.χ. συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις που είναι πολύ εύκολο να διαπιστωθεί ότι αφορούν τουριστική ή οικιστική «αξιοποίηση») είναι οι επιπτώσεις στην παράκτια αλιεία. Η μόνη επίπτωση είναι η ανάγκη να μην προσεγγίζουν σε μικρή απόσταση από την μονάδα (που τα 100 μέτρα είναι αρκετά και οι προτάσεις για 1.000 μέτρα (!) μόνο προβλήματα και αντιδράσεις προξενούν), κι αυτό για λόγους περιβαλλοντικούς (ώστε τα άγρια ψάρια να καταναλώνουν την μικρή ποσότητα τροφής που πιθανά περισσεύει) και ασφαλείας (γιατί υπάρχουν αγκυροβόλια, αλλά και δύτες που εργάζονται συνέχεια στο νερό). Οι αλιείς, αλλά κι αρκετοί επιστήμονες που εκφράζουν άποψη χωρίς να έχουν διαβάσει ούτε ένα από τα σχετικά paper, θα έπρεπε να πληροφορηθούν ότι όλες οι αναφορές που υπάρχουν δείχνουν ότι οι επιπτώσεις είναι θετικές στην αλιεία στην ευρύτερη περιοχή, οδηγώντας μάλιστα και σε μία μέση αύξηση του εισοδήματος τους κατά 20 - 30%! Η προτεραιότητα εξάλλου στις υδατοκαλλιέργειες έναντι της αλιείας δεν είναι μία επιλογή των συναρμόδιων Υπουργείων, αλλά μία αναγκαιότητα που προκύπτει από την μείωση των αλιευμάτων, ειδικά των παράκτιων ειδών, την εφαρμογή διατάξεων του Κανονισμού της Μεσογείου που θεσπίζει περιορισμούς σε πολλές κατηγορίες αλιευτικών σκαφών, και την αναγκαιότητα μείωσης της συλλεκτικής αλιείας λόγω της ενεργοβόρου φύσης της, οπότε η αύξηση του εισοδήματος της μικρής παράκτιας αλιείας στις περιοχές πλησίον των μονάδων έχει ιδιαίτερη σημασία για την επιβίωση των αλιέων. Ένα θέμα που τείνει να παραγνωρίζεται είναι η σημασία από την λειτουργία των μονάδων στην οικονομία, ακόμη κι αν αυτή δεν είναι άμεσα και ξεκάθαρα εμφανής τοπικά. Με την ύπαρξη κερδοφόρων επιχειρήσεων που δηλώνουν το σύνολο της δυναμικότητας τους, αφού πρέπει να την τιμολογήσουν προκειμένου να την εξάγουν, τα έσοδα του Κράτους από την φορολόγηση είναι πολύ σημαντικά μειώνοντας την ανάγκη για άμεση φορολόγηση όλων μας, ιδιαίτερα σε μία περίοδο κρίσης όπως η σημερινή. Επιπλέον όταν απασχολείται εργατικό δυναμικό από την περιοχή, κι όχι μόνο αλλοδαποί εργάτες, μέρος των παραγόμενων εισοδημάτων εισέρχεται στην τοπική οικονομία. Τέλος, οι Δήμοι έχουν ένα σημαντικό έσοδο από τις μισθώσεις, αφού οι εταιρείες πληρώνουν τουλάχιστον 100 ευρώ το στρέμμα ετησίως, δηλαδή μία περιοχή με 3 μονάδες των 20 στρεμμάτων έχει δημοτικά έσοδα 6.000 ευρώ το χρόνο, ποσό που επιστρέφει τοπικά είτε ως έργα, είτε π.χ. ως αμοιβή για την απασχόληση 3 δημοτικών υπαλλήλων (στην ουσία δηλαδή τους πληρώνουν οι μονάδες). Ένας λόγος για τον οποίο υπάρχει σημαντικό πλεονέκτημα στις υδατοκαλλιέργειες απέναντι στην χερσαία κτηνοτροφία είναι η έμφυτη δυνατότητα των υδρόβιων οργανισμών να σχηματίζουν πολύ μεγάλα και πυκνά κοπάδια, σαφώς μεγαλύτερα σε σχέση με τα χερσαία ζώα, επιτρέποντας έτσι την παραγωγή πολύ μεγαλύτερης βιομάζας ανά "επιφάνεια", αφού κινούνται στον όγκο, σχεδόν όπως και στην φύση. Σημειωτέον ότι κατά την εκτροφή τους δεν αλλάζει η έμφυτη συμπεριφορά των ζώων (όπως π.χ. συμβαίνει στα κοτόπουλα ή τα γουρούνια, με την υποχρεωτική ακινητοποίηση τους). Τα μοσχάρια, γουρούνια, κοτόπουλα, γαλοπούλες, κατσίκια και αρνιά είναι όλα ομοιόθερμα ζώα και χρειάζονται ενέργεια προκειμένου να διατηρήσουν την θερμοκρασία του σώματος τους σταθερή, κάτι που δεν είναι απαραίτητο στα περισσότερα ψάρια, δεδομένου ότι είναι ποικιλόθερμοι οργανισμοί. Επιπλέον, τα ψάρια κολυμπούν και η άνωση του νερού σε συνδυασμό με την νηκτική τους κύστη τα βοηθάει να καταναλώσουν λιγότερη ενέργεια απ’ ότι ένα ζώο που περπατάει. Σαν αποτέλεσμα, τα εκτρεφόμενα βοοειδή χρειάζονται περίπου 7 κιλά τροφής προκειμένου να αυξήσουν κατά 1 κιλό το βάρος τους, ενώ τα εκτρεφόμενα ψάρια κερδίζουν 1 κιλό βάρους με λιγότερο από 2 κιλά τροφής. Η δυνατότητα των οστράκων για "στρίμωγμα" πρακτικά είναι απεριόριστη, αφού λόγω της ύπαρξης του κελύφους τους δεν συμπιέζονται, αλλά σωρεύονται, και η δυνητική πυκνότητα εκτροφής τους εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντος τους και την δυνατότητα του οικοσυστήματος να τους χορηγήσει τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά για να τραφούν, αφού στην περίπτωση τους δεν χορηγείται τροφή από τον άνθρωπο. Επιπλέον μειώνουν την ποσότητα των θρεπτικών που υπάρχουν στο νερό λειτουργώντας ως φυσικά φίλτρα, και θα έπρεπε να εξεταστεί και η δυνατότητα παράλληλης ή συμπληρωματικής καλλιέργειας τους με ιχθυοτροφία, κάτι που το Σχέδιο πρακτικά αποκλείει. Πρέπει όταν μιλάμε για επιπτώσεις, ειδικά όταν αυτές προέρχονται από δραστηριότητες που αποσκοπούν στην παραγωγή τροφής για τον άνθρωπο και όχι για δραστηριότητες αναψυχής, να τις συγκρίνουμε με τις επιπτώσεις από αντίστοιχες δραστηριότητες, καθώς να υπολογίζουμε και την οικονομική απόδοση τους. Σήμερα η παγκόσμια έλλειψη πόσιμου νερού μας οδηγεί σε προσπάθεια ελαχιστοποίησης της κατανάλωσης νερού. Με δεδομένο ότι π.χ., για παραγωγή 1 κιλού βοδινού απαιτούνται 15 κυβικά μέτρα νερού, για 1 κιλό αρνιού 6,5 κυβικά, για 1 κιλό χοιρινό 4,8 κυβικά, για 1 κιλό γίδας 4 κυβικά, το πλεονέκτημα της ιχθυοκαλλιέργειας, στην οποία απαιτείται η χρήση μόλις 2 κυβικών νερού για παραγωγή 1 κιλού ψαριού, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, και συγκρίσιμο με αυτό της γεωργικής παραγωγής (φυτικής πρωτεΐνης), όπως της σόγιας με 1,8 κυβικά, του σιταριού με 1,3 κυβικά και του καλαμποκιού με 0,9 κυβικά, και σαφώς καλύτερο του ρυζιού που απαιτεί 3,8 κυβικά. Για την χώρα μας, π.χ., ως σύγκριση των επιπτώσεων έχει αναφερθεί από τον κ. Μάργαρη, το 2006, ότι στη Δυτική Ελλάδα εμφανίζονται σε τεράστιες εκτάσεις οι ασφακώνες, που είναι θαμνότοποι στους οποίους κυριαρχεί ο θάμνος ασφάκα. Στον Νομό Αιτωλοακαρνανίας η βροχόπτωση (που φθάνει τα 1.200 mm) ευνοεί την ανάπτυξη δάσους βελανιδιάς και η ανάπτυξη του λιμανιού του Αστακού σχετίζεται με εξαγωγές βελανιδιών για τα βυρσοδεψεία. Σύμφωνα με τον κ. Μάργαρη οι ασφακώνες αυτοί προέρχονται από δρυμούς (δρυς = βελανιδιά), που υποβαθμίστηκαν από τον συνδυασμό υπερβόσκησης (από γίδια) και πυρκαϊών. Μολονότι η παρουσία κάποιων ατόμων βελανιδιάς συνεχώς τροφοδοτεί με σπέρματα το οικοσύστημα, τα φυτάρια που φυτρώνουν δεν επιβιώνουν επειδή τρώγονται αμέσως από τα γιδοπρόβατα. Οι ασφακώνες της Αιτωλοακαρνανίας καταλαμβάνουν 2.500.000 στρέμματα. Εκεί βόσκουν 1.100.000 γιδοπρόβατα που παράγουν 23.000 τόνους κρέατος και 7.000 τόνους τυριών. Τα συνολικά έσοδα για 30.000 τόνους ζωικών τροφίμων είναι 72 ευρώ το στρέμμα. Στην ίδια περιοχή (Αστακός, Εχινάδες νήσοι) υπάρχουν 450 στρέμματα ιχθυοκαλλιέργειες (με ετήσια παραγωγή 30.000 τόνους ψαριών). Που σημαίνει ότι τα συνολικά έσοδα για 30.000 τόνους ζωικών τροφίμων είναι 366.000 ευρώ το στρέμμα. Οπότε τίθεται το ερώτημα εάν το περιβάλλον της περιοχής υποβαθμίζεται περισσότερο με την χρήση των 450 στρεμμάτων για ιχθυοκαλλιέργειες (για τις οποίες υπάρχουν μετρήσεις που δείχνουν ότι δεν ρυπαίνουν) ή των 2.500.000 στρεμμάτων για την εκτατική εκτροφή γιδιών (όπου υπάρχουν μετρήσεις που λένε ότι καταστρέφουν). Είναι ξεκάθαρο ότι η λειτουργία των μονάδων δεν έχει καμία απολύτως επίπτωση στην ανθρώπινη υγεία, αφού δεν υπάρχει ούτε μια σχετική αναφορά στην διεθνή βιβλιογραφία. Επιπλέον είναι συνεχής η αποστολή δειγμάτων στα πιστοποιημένα εργαστήρια, ενώ δείγματα ψαριών ως τρόφιμο ελέγχονται και από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (μην ξεχνάμε: το 75% εξάγεται) και εάν υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα θα ήταν ήδη πρωτοσέλιδο στην Bild! Η συχνή αναφορά περιοίκων σε «μόλυνση» και σε ύπαρξη κολοβακτηριδίων στο νερό μόνο γέλιο μπορεί να προκαλέσει σε έναν γνώστη, αφού τα ψάρια λόγω της φυσιολογίας τους ΔΕΝ περιέχουν Escerichia coli στο πεπτικό τους σύστημα και η παρουσία τους στο νερό επιβεβαιώνει ανθρωπογενή ρύπανση, συνήθως από απορροφητικούς βόθρους παρακείμενων οικισμών οι οποίοι με τα χρόνια δεν λειτουργούν αποδοτικά και οδηγούν πλέον τα λύματα στις πλησιέστερες ακτές (όπου οι ίδιοι οι «οικιστές» κολυμπούν…). Παρά τις όποιες - πολλές - αντιρρήσεις και παρατηρήσεις εκφράσαμε παραπάνω θεωρούμε τελικά απολύτως ΑΝΑΓΚΑΙΑ την προώθηση του Σχεδίου Ε.Π.Χ.Σ.Α.Α.Υ., μετά όμως από κάποιες απαραίτητες ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ κυρίως ως προς την ισχυροποίηση της αναπτυξιακής του διάστασης, η οποία απουσιάζει παντελώς, την μείωση της σημασίας των ΠΑΣΜ και ΠΟΑΥ έναντι του χαρακτηρισμού μίας περιοχής ως ΠΑΥ που είναι αρκετή, του μεγέθους των μονάδων που είναι θέμα περιβαλλοντικής αδειοδότησης και φέρουσας ικανότητας, και της ύπαρξης γενικών αποστάσεων και περιορισμών για όλη την χώρα αντί ειδικών ανά περιοχή συνεκτιμώντας την μορφολογία της. Η χώρα μας δεν μπορεί να χάσει κι άλλο χρόνο, σχεδιάζοντας από την αρχή, ακούγοντας φωνές που ευθύνονται σε ένα βαθμό και για αυτή την πολυετή καθυστέρηση, είτε συζητώντας από μηδενική βάση λες και δεν υπήρξε ποτέ αυτή η δραστηριότητα, είτε στην λογική «να δούμε και τι άλλο θα κάνουμε στην θάλασσα» την ίδια ώρα που ο υπόλοιπος κόσμος θα μας προσπερνάει (και δεν θα μας δανείζει πια για να «σχεδιάζουμε» αντί να παράγουμε). Τα λάθη διορθώνονται, ο χαμένος χρόνος όμως δεν αναπληρώνεται. Καλούμε, τέλος, το αρμόδιο Υπουργείο Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας - αμέσως μετά την υιοθέτηση του Ε.Π.Χ.Σ.Α.Α.Υ. - να χαράξει σαφή εθνική αναπτυξιακή πολιτική για τον κλάδο, τουλάχιστον με ορίζοντα το έτος 2020, με σαφή προγραμματισμό και στόχους παραγωγής, αλλά και να προωθήσει την κατάλληλη νομοθεσία μέσα από ένα Νόμο Πλαίσιο για τις Υδατοκαλλιέργειες που να απλοποιεί την διοικητική διαδικασία και να επιτρέψει στον κλάδο να αναπτυχθεί ταχύτερα και νόμιμα. Ελπίζουμε βέβαια σε αυτή του την προσπάθεια το ΥΘΥΝΑΛ να βρει συμπαράσταση από το Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης, κλπ κλπ, το οποίο την ίδια ώρα που ο Πρωθυπουργός ανακοίνωνε στο Υπουργικό Συμβούλιο την σημασία των υδατοκαλλιεργειών για την ανάπτυξη της χώρας - ένας Πρωθυπουργός που επανειλημμένα έχει εκφραστεί για την αναγκαιότητα ανάπτυξης της Τεχνολογίας, της Καινοτομίας, της πρωτογενούς παραγωγής κλπ - το Υπουργείο του ανακοίνωνε ότι φέτος ΚΑΝΕΝΑ από τα τρία (3) τμήματα ανώτατης εκπαίδευσης των ΤΕΙ με γνωστικό αντικείμενο την ιχθυολογία και τις υδατοκαλλιέργειες και εκπαιδεύουν τους Πτυχιούχους Ιχθυολόγους ΤΕ δεν θα είναι στο Μηχανογραφικό, γιατί λέει δεν τα προτιμούν οι υποψήφιοι (!), ενισχύοντας τα τμήματα "υψηλής ζήτησης" και παράγοντας έτσι περισσότερους (άνεργους) δικηγόρους, περισσότερους (άνεργους) οικονομολόγους και περισσότερους (άνεργους) φιλολόγους, αφού πιθανά η εκπαιδευτική πολιτική δεν καθορίζεται από τις αναπτυξιακές προτεραιότητες της χώρας αλλά από εκπαιδευτικό σχεδιασμό τύπου μεσημεριανής εκπομπής lifestyle, και στις σοσιαλήστριες και τους σοσιαλκαθηγητές δεν ταιριάζουν οι παραγωγικές σχολές του γεωτεχνικού κλάδου και οι απόφοιτοι τους που εργάστηκαν σκληρά μέχρι σήμερα και θα συνεχίσουν να εργάζονται για την ανάπτυξη της χώρας!! Κατά τα άλλα, των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν !!! Στην διάθεση σας εμείς και τα μέλη μας για ό,τι χρειαστείτε. Εξάλλου αποδεδειγμένα έχουμε προσφέρει από το 1983 μέχρι και σήμερα στην ανάπτυξη της χώρας. Για τον ΠΑ.Σ.Τ.Ι. Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. Δρ Ηλίας Τυλιγάδας