• Πανελλήνιος Σύλλογος Τεχνολόγων Ιχθυολόγων (ΠΑ.Σ.Τ.Ι.) Αξιότιμε κ. Αναπληρωτή Υπουργέ, Ορμώμενοι α) από την παρέμβαση της GREENPEACE, η οποία παραμένει φυσικά πιστή στις απόψεις και θέσεις που κατά καιρούς έχει εκφράσει - έχοντας προσφέρει και σημαντικό έργο στην οικολογική αφύπνιση του πληθυσμού - κυρίως σε θέματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε πλανητικό επίπεδο, ενώ στο συγκεκριμένο θέμα οι απόψεις της διαφέρουν αρκετά από αυτές που έχουν εκφράσει σε παγκόσμιο επίπεδο άλλες γνωστές οργανώσεις του χώρου, όπως π.χ. το WWF, καθώς, και, β) από τις ψευδο-επιστημονικές απόψεις που εκφράζουν διάφοροι συμμετέχοντες στην διαβούλευση οι οποίες συνήθως είτε βασίζονται σε πεπαλαιωμένα στοιχεία (για τον κλάδο της Ιχθυολογίας και την εξέλιξη που έχει να παρουσιάσει στα θέματα που ερεύνησε και σε εφαρμογές νέας τεχνολογίας, επιστημονικά στοιχεία πριν 30 έτη αντιστοιχούν σε προϊστορικά, και δεδομένα πριν 20 έτη σε μεσαιωνικά), είτε είναι προσωπική ερμηνεία αποτελεσμάτων επιστημών που δεν κατέχουν και τα οποία αναλύουν κάτω από το πρίσμα των απόψεων τους (όπως κάνουν οι γνωστοί εβδομαδιαίοι σεισμολόγοι, οικονομολόγοι, μετεωρολόγοι, κ.α., που έγιναν τώρα και ιχθυολόγοι), θα θέλαμε να συμπληρώσουμε την αρχική μας παρέμβαση με ορισμένα επιστημονικά δεδομένα και κατανοητά από τον κόσμο στοιχεία, καθώς και με μία πρόταση. Όσον αφορά την κατηγορία για συμμετοχή των Υ/Κ στην επικείμενη κατάρρευση των αλιευμάτων που έχουν προκαλέσει οι δεκαετίες κακής πολιτικής και διαχείρισης στα θέματα της αλιείας, οι κατηγορίες αυτές θα έπρεπε να απευθύνονται στους υπεύθυνους διαχείρισης της αλιείας για την αποτυχία τους αλλά και στις βιομηχανίες παραγωγής ζωοτροφών για οικόσιτα ζώα & πτηνά και για ζώα συντροφιάς (γάτες - σκύλους), αφού εκεί εξακολουθεί να κατευθύνεται σχεδόν το 70% των ιχθυαλεύρων!! Όπως γράφουν και οι ίδιοι «η αλήθεια όμως δεν είναι αυτή». Θα έπρεπε να ξέρουν ότι η ζήτηση για αλιευτικά προϊόντα αυξάνει ραγδαία, η αγορά αλιευμάτων (μέρος της οποίας είμαστε όλοι μας, όσο κι αν την «καταδικάζουμε») ζητάει συγκεκριμένα είδη και προϊόντα ως προς την ποιότητα, και προκειμένου να προστατευθούν τα ιχθυαποθέματα αφού όπως, ορθά, αναφέρει «οι πληθυσμοί των περισσότερων «άγριων» ψαριών μειώνεται διαρκώς στις θάλασσές μας εξαιτίας της υπεραλίευσης», θα πρέπει να βρεθεί εναλλακτική πηγή. Γι αυτόν τον λόγο «η παγκόσμια αγορά στρέφεται όλο και περισσότερο προς τις ιχθυοκαλλιέργειες για να γεμίσει τα άδεια τελάρα στους πάγκους της ψαραγοράς και να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση των καταναλωτών». Αλλιώς θα συνεχίσει να ασκείται πίεση στα αποθέματα! Κι επειδή η πίεση αυτή υπάρχει, θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να υποκατασταθεί μέρος της. Αναφέρουν, ορθά, ότι «τα σαρκοβόρα είδη, όπως η τσιπούρα, το λαβράκι, ο σολομός και η γαρίδα χρειάζονται ιχθυάλευρα και ιχθυέλαια για να μεγαλώσουν. Τα ιχθυάλευρα και τα ιχθυέλαια όμως παράγονται από «άγρια» ψάρια, κατά κύριο λόγο από σαρδέλες, γαύρους και άλλα μικρά πελαγικά. Για παράδειγμα, για να παραχθεί ένας τόνος σολομού απαιτούνται περίπου 2,7 με 3,5 τόνοι ψαριού». Κι αναφέρουν επίσης ότι «οι ιχθυοκαλλιέργειες με τον τρόπο που πραγματοποιούνται σήμερα όχι απλώς δεν αποτελούν λύση στο μεγάλο πρόβλημα της υπεραλίευσης, αλλά αντιθέτως συντηρούν και επιτείνουν την κρίση αφαιρώντας πολλαπλάσιους θαλάσσιους πόρους σε σχέση με αυτούς που παράγουν». Αυτά όμως που ξεχνάνε να αναφέρουν και να υπολογίσουν είναι ότι στην πραγματικότητα η παραγωγή ιχθυαλεύρου δεν άλλαξε τα τελευταία 15 έτη, αλλά η αγορά επανακαθόρισε την χρήση συγκεκριμένης ποσότητας χωρίς να αλλάξει τον αριθμό των ψαριών που αλιεύονταν. Το ποσοστό ιχθυαλεύρου που προοριζόταν για ιχθυοτροφές αυξήθηκε μεν από 10% το 1988, σε 35% το 1998, αλλά η μεγαλύτερη ποσότητα του εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για ζωοτροφές και για λιπάσματα, με την ποσότητα ψαριών που συλλέγονται για παραγωγή ιχθυαλεύρου να παραμένει σχετικά σταθερή, στους 30 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Αναλύοντας τα στοιχεία του FAO για τα τελευταία 15 έτη παρατηρούμε ότι δεν υπάρχει στατιστική σχέση μεταξύ της παραγωγής από υδατοκαλλιέργειες, τους ρυθμούς εξαλίευσης πελαγικών ψαριών ή την παραγωγή ιχθυαλεύρου. Μία στροφή εξάλλου στην χρήση ιχθυάλευρου προς τις υδατοκαλλιέργειες αντιπροσωπεύει μία πιο φιλική περιβαλλοντικά χρήση αυτού του πόρου, δεδομένου ότι τα ψάρια είναι πιο αποτελεσματικοί μετατροπείς της τροφής από ότι οι σημερινοί κύριοι χρήστες του, τα χερσαία ζώα. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται συνεχώς, η παροχή ψαριών ως τροφίμων δεν ακολουθεί ως ποσότητα αυτή την αύξηση, ενώ ποσοστιαία μειώνεται. Παράλληλα όμως μειώνεται και η χρήση ψαριών και ιχθυάλευρου για άλλες χρήσεις, απορροφώντας μεγαλύτερο ποσοστό του για την παραγωγή τροφής. Επίσης, αναφέρεται ότι μερικά είδη ψαριών, όπως ο σολομός, είναι καθαροί καταναλωτές ψαριών, απαιτώντας έως 3 kgr ψαριού στη τροφή τους για να παράγουν 1 kgr εκτρεφόμενο ψάρι. Όμως αυτά τα είδη αποτελούν μικρό ποσοστό των εκτρεφόμενων ειδών και με βάση τη θεωρία της ενεργειακής ροής, στη φύση για παραγωγή 1 kgr σαρκοφάγων ψαριών απαιτούνται 10 kgr μικρότερων ψαριών. Εάν συνυπολογίσουμε τα απορριπτόμενα ψάρια κατά την αλίευση τους, τουλάχιστον 5 kgr ψαριών προστίθενται στην εξίσωση. Βάσει αυτών των εκτιμήσεων ακόμα κι αν ο εκτρεφόμενος σολομός πράγματι χρησιμοποιεί 3 kgr ψαριού για 1 kgr αύξησης βάρους, αυτό στη πράξη αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό οικολογικό πλεονέκτημα, συγκρινόμενο με τα 10 - 15 kg ψαριού που χρησιμοποιείται ή αχρηστεύεται για ανάπτυξη και αλίευση 1 kgr άγριου σολομού. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στην εκτροφή του κόκκινου τόνου, η οποία δεν μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί περιορίζεται αντί να ενισχύεται μειώνοντας παράλληλα την ανάγκη για συλλεκτική αλιεία του είδους, αφού ακόμη και μόνο με την πάχυνση του (γιατί δεν έχουμε επιτύχει αναπαραγωγή και πλήρη εκτροφή του) πετυχαίνουμε σημαντική μείωση της πίεσης στο απόθεμα, μπορούμε και διοχετεύουμε μεγαλύτερες ποσότητες στην αγορά αλιεύοντας μικρότερες ποσότητες, περιορίζοντας και την παράνομη αλιεία αφού ο έλεγχος των μονάδων είναι σαφώς ευκολότερος απ'ότι των αλιευτικών σκαφών, ενώ για τις παραγόμενες ποσότητες έχει χρησιμοποιηθεί μικρότερη ποσότητα άλλων ειδών ψαριών ως τροφή τους απ’ότι θα χρειαζόταν στην φύση για διοχέτευση στην αγορά αντίστοιχης εξαλιευόμενης ποσότητα! Η «απόλυτη» οικολογική αλήθεια, όπως και κάθε «απόλυτη» γνώση και θέση, πολλές φορές οδηγεί σε πραγματικά λάθη. Όταν κάνουμε μία πιο γενική εκτίμηση, βλέπουμε ότι οι υδατοκαλλιέργειες είναι ένας τεράστιος καθαρός παραγωγός τροφίμων, δημιουργώντας 3,5 - 4,0 kgr ψαριού για χρήση ως τρόφιμο από τον άνθρωπο, για κάθε 1 kgr πελαγικού ψαριού που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ιχθυαλεύρου. Στη βάση των πληροφοριών που παρουσιάστηκαν αναλυτικά και εδώ, υπολογίστηκε από τον FAO ότι το 2003 οι υδατοκαλλιέργειες κατανάλωσαν 2,94 εκατομμύρια τόνους ή 53,2 % της παγκόσμιας παραγωγής ιχθυαλεύρου και 0,80 εκατομμύρια τόνους ή 86,8 % της παραγωγής ιχθυελαίου. Η ποσότητα αυτή του ιχθυαλεύρου και του ιχθυελαίου που χρησιμοποιήθηκε αντιστοιχεί σε 14,95 με 18,69 εκατομμύρια τόνους πελαγικών ψαριών (ο υπολογισμός έγινε με βάση το ξηρό βάρος του άλευρου και ελαίου, σε αντιστοιχία με το υγρό βάρος των ψαριών, και με χρήση έναν συντελεστή μετατροπής της τάξης του 4 με 5). Επιπλέον, συνυπολογίζοντας και μία ποσότητα 5 με 6 εκατομμυρίων τόνων απορριπτόμενων ψαριών τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί απευθείας ως τροφή σε εκτρεφόμενα ψάρια, υπολογίζεται ότι ο τομέας των υδατοκαλλιεργειών κατανάλωσε παγκοσμίως το ισοδύναμο 20 - 25 εκατομμυρίων τόνων ψαριών ως τροφή το έτος 2003 για να πετύχει μία συνολική παραγωγή της τάξης των 30 εκατομμυρίων τόνων εκτρεφόμενων ιχθύων και καρκινοειδών, από τους οποίους οι 22,79 εκατομμύρια τόνοι αφορούσαν ταϊζόμενα ψάρια και καρκινοειδή και οι 7,04 εκατομμύρια τόνοι ηθμοφάγα ψάρια, αυξάνοντας έτσι την συνολικά διαθέσιμη τροφή για τον άνθρωπο, που είναι ο κύριος ρόλος τους. Επίσης αναφέρουν ότι λόγω της εξάρτησης από το ιχθυάλευρο η εκτροφή επιχορηγείται από το θαλάσσιο οικοσύστημα. Όμως, όλη η παραγωγή τροφίμων για τον άνθρωπο με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο επιχορηγείται από τα υδάτινα ή τα χερσαία οικοσυστήματα. Η παραγωγή κάποιων ειδών υδατοκαλλιέργειας πράγματι τροφοδοτείται εν μέρει από την πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγικότητα του θαλάσσιου οικοσυστήματος, αλλά τα ψάρια που έχουν παραχθεί με συλλεκτική αλιεία (δηλαδή έχουν αλιευθεί) έχουν εξολοκλήρου επιχορηγηθεί από το θαλάσσιο οικοσύστημα. Ακόμα και είδη που χαρακτηρίζονται «καθαροί παραγωγοί», όπως τα κυπρίνος, τιλάπια ή γατόψαρο, δεν μετατρέπουν στην πράξη την τροφή σε σάρκα με μεγαλύτερη αποδοτικότητα από άλλα είδη (σολομό, γαρίδα), αλλά απλά επιχορηγούνται από διαφορετικά οικοσυστήματα, τα υδάτινα οικοσυστήματα του γλυκού νερού με τη λήψη φυσικής τροφής ή χερσαίων οικοσυστημάτων μέσα από παραγωγή συστατικών της τροφής, όπως καλαμπόκι, σόγια, που έχουν το καθένα το δικό τους ξεχωριστό οικολογικό κόστος. Συνετή χρήση του ιχθυάλευρου ως συστατικού, μπορεί να αποδειχθεί και πλεονέκτημα για το περιβάλλον, αφού εξαιτίας της ιδιαίτερα μεγάλης διατροφικής του αξίας (κατάλληλη ισορροπία αμινοξέων και λιπαρών οξέων), και την ιδιαίτερα μεγάλη πεπτικότητα του, η χρήση μικρής έστω ποσότητας ιχθυάλευρου στην τροφή μπορεί να μειώσει σημαντικά την παραγωγή αποβλήτων στο σύστημα σε σχέση με τις τροφές υδατοκαλλιέργειας που βασίζονται μόνο σε φυτικά συστατικά. Η απόδοση των υδατοκαλλιεργειών έχει την δυνατότητα να βελτιωθεί πιο πολύ, αφού και η γνώση μας για τις διατροφικές απαιτήσεις των ψαριών είναι σε αρχικό στάδιο και είναι περιορισμένη σε σχέση με άλλες μορφές κτηνοτροφίας. Πριν 20 έτη το ιχθυάλευρο ήταν η προτιμώμενη πηγή πρωτεΐνης στη πτηνοτροφία όπως συμβαίνει σήμερα σε ορισμένα είδη υδατοκαλλιέργειας. Η μείωση της εξάρτησης είναι αποτέλεσμα έρευνας στη ποσοτικοποίηση των απαιτήσεων για τα αμινοξέα καθώς και σε ανάπτυξη εναλλακτικών συστατικών. Η αναζήτηση τους αποτελεί μία παλαιά προτεραιότητα της έρευνας στην υδατοκαλλιέργεια, ακριβώς για τους ίδιους λόγους: επιθυμία ελαχιστοποίησης του κόστους της διατροφής των εκτρεφόμενων ειδών. Η ζήτηση για ιχθυάλευρο μπορεί δυνητικά να καλυφθεί μέσα από την βελτίωση της χρήσης των απορριπτόμενων ψαριών της συλλεκτικής αλιείας. Η ποσότητα των ψαριών που θανατώνεται και απορρίπτεται ετησίως εκτιμάται ότι κινείται μεταξύ των 18 και 40 εκατ. τόνων, σχεδόν όση η ποσότητα ψαριών που αλιεύονται για παραγωγή ιχθυάλευρου (30 εκατ. τόνοι). Υπάρχει επίσης σημαντική ποσότητα ψαριών που καταστρέφονται με σκόπιμη απόρριψη όταν οι αλιείς δεν θέλουν να κάνουν χρήση των ποσοστώσεων (quotas) την περίοδο που τιμές των αλιευμάτων είναι χαμηλές ή όταν κάνουν αυστηρή διαλογή, δηλ. όταν απορρίπτουν κάθε είδος χαμηλής εμπορικής αξίας ώστε να διατηρήσουν χώρο στα αμπάρια τους για τις επόμενες ψαριές (σε κάποιες μεθόδους μέχρι και το 40% της αλίευσης απορρίπτεται). Στις υδατοκαλλιέργειες το σύνολο της παραγωγής αξιοποιείται ως τροφή για τον άνθρωπο, και όχι ως ζωοτροφές, όπως συμβαίνει για σημαντικό ποσοστό ακόμη κι αυτού του 60% της ψαριάς που τελικά φτάνει στην στεριά. Η πιστοποίηση προϊόντων ως προερχόμενων από «βιολογική υδατοκαλλιέργεια» είναι πρόσφατη εξέλιξη και η κυρίαρχη σήμερα τάση θεωρεί ότι ιχθυάλευρα από αλιευτικά πεδία που διαχειρίζονται με βιώσιμο τρόπο μπορούν να χρησιμοποιούνται ως συστατικά τροφής σε αυτήν. Τα πρότυπα τους ενθαρρύνουν την χρήση της πιο φυσικής πηγής τροφής κάθε οργανισμού, με ελάχιστη απώλεια στο περιβάλλον και οι καταναλωτές εξάλλου απαιτούν τα ψάρια εκτροφής να μεγαλώνουν και ταΐζονται σαν ψάρια και όχι σαν αγελάδες ή κοτόπουλα, και βέβαια να έχουν γεύση ψαριού και να παρέχουν σε αυτούς τα υγιεινά πλεονεκτήματα των ψαριών, κάτι που σήμερα μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την διατροφή των ψαριών με τροφές που χρησιμοποιούν ιχθυάλευρα (χωρίς αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε συνθετικά παρασκευασμένα αμινοξέα). Με την εναλλακτικά προτεινόμενη χρήση φυτικών πρωτεϊνών άπεπτος φώσφορος απελευθερώνεται στο περιβάλλον με τις απεκκρίσεις των ψαριών, όμως οι εκροές του φωσφόρου είναι σήμερα μία από τις βασικότερες παραμέτρους για έλεγχο διεθνώς, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος του ευτροφισμού των υδάτινων οικοσυστημάτων. Η περιβαλλοντικά υπεύθυνη υδατοκαλλιέργεια σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων του ΟΗΕ έχει την δυνατότητα να μας εφοδιάσει με τα επιπλέον 35.000.000 τόνους αλιευμάτων που απαιτούνται για κάλυψη της προβλεπόμενης διαφοράς μεταξύ ζήτησης και εξαλίευσης, διαφορά που δεν προκύπτει από την αύξηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης, αλλά από αύξηση του πληθυσμού, ειδικά σε περιοχές αγροτικές ή χαμηλού εισοδήματος, όπου η ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών παρουσιάζει και περισσότερα ευεργετήματα στον πληθυσμό. Η προσπάθεια για κάλυψη των μελλοντικών αναγκών σε αλιεύματα μπορεί να πετύχει μόνο εάν καταφέρει να συντονίσει μία συνεργασία μεταξύ των υδατοκαλλιεργειών, μιας πιο ορθολογικής διαχείρισης της αλιείας, και της ορθής διαχείρισης των οικοσυστημάτων. Μελέτες που δεν αξιολογούν και δεν σταθμίζουν το σχετικό κόστος και τις συνολικές επιπτώσεις από την χρήση των διαφορετικών πηγών αλιευμάτων είναι ιδιαίτερα απλοποιημένες και μη εποικοδομητικές. Επίσης, θεωρεί η GREENPEACE ότι η απομάκρυνση των ιχθυοκαλλιεργειών από την παράκτια ζώνη θα επιτρέψει την οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινοτήτων. Δεν μας λέει όμως με ποιο τρόπο! Με την ενίσχυση της αλιείας που έχει ήδη κατηγορήσει για υποβάθμιση των αποθεμάτων; Με την τουριστική ανάπτυξη που κατηγορείται διεθνώς για υποβάθμιση της παράκτιας ζώνης; Με την οικιστική - παραθεριστική ανάπτυξη που αστικοποιεί την ύπαιθρο; Με την ανάπτυξη της εντατικής γεωργίας που οφείλεται για το 75% της νιτρορύπανσης στην παράκτια ζώνη; Ή μήπως γεμίζοντας τις αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα; Πράγματι και αυτά είναι αναγκαία για την χώρα και το περιβάλλον, αλλά δεν αναφέρουν πουθενά ότι οι θαλάσσιες ιχθυοκαλλιέργειες είναι από τις πρώτες που έχουν χρησιμοποιήσει κι εφαρμόσει σε μεγάλη κλίμακα τις τεχνολογίες αυτές, έχοντας π.χ. ηλιακές αυτόματες ταΐστρες, ανεμογεννήτριες, αιολικούς φορτιστές μπαταριών, κλπ., λόγω της ανάγκης για αυτόνομη και ήπια ηλεκτρική ενέργεια στις απομονωμένες περιοχές εγκατάστασης τους. Προφανώς μερικές περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν «υιοθετήσει» κάποιες δράσεις κι εκφράζουν μία μονομερή άποψη, και το μόνο που πρακτικά τις ενδιαφέρει είναι μην τυχόν και θιγούν αυτά, θεωρώντας π.χ. ότι τα θαλάσσια αιολικά πάρκα δεν επηρεάζουν το περιβάλλον (ρώτησαν την φίλη τους «Ορνιθολογική» εάν συμφωνεί πριν εκφράσουν αυτή την θέση;), κι έχουν προτεραιότητα (αν, όταν, κι όποτε γίνουν..) έναντι κάθε άλλης παραγωγικής δραστηριότητας, η οποία θα πρέπει να «ξεκουμπιστεί» άμεσα από εκεί («να φύγετε, να πάτε αλλού», με την αντίστοιχη αναπτυξιακή νοοτροπία με εκείνον τον παππού της διαφήμισης). Στην περίπτωση αυτή οι αντιδρώντες πληθυσμοί «είναι ανενημέρωτοι» κι έχουν «αντι-οικολογική συνείδηση», δεν χρειάζεται διαβούλευση και θα πρέπει απλά «να εκπαιδευθούν σε φιλικές για το περιβάλλον δράσεις». Το ότι δεν θα έχουν καμιά δουλειά να κάνουν στην περιοχή τους και τι να φάνε σε λίγα χρόνια κι αυτοί κι εμείς είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Φυσικά, όσον αφορά την κατηγορία της κατάληψης των ακτών και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος των παράκτιων περιοχών, εμείς έχουμε να κάνουμε μία πρόταση: Θα μπορούσε σε κάθε περιοχή που θα θεωρηθεί κατά την ολοκλήρωση του παρόντος Σχεδίου Χωροταξικού ως τόσο σημαντική για την φύση που δεν μπορεί να εγκατασταθεί ούτε καν μία πλωτή μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας ή οστρακοκαλλιέργεας να απαγορευθεί ΚΑΘΕ ΑΛΛΗ ανθρώπινη δραστηριότητα - και ειδικά η τουριστική, η οικιστική χρήση, και η εντατική γεωργία - σε ακτίνα τουλάχιστον 1 χιλιομέτρου, δραστηριότητες οι οποίες έχει αποδειχθεί ότι είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για το θαλάσσιο περιβάλλον, και να χαρακτηρισθούν ως "κλειστές ζώνες για όλους" κι ως "απόλυτα προστατευόμενες περιοχές". Κάτι μας λέει ότι δεν θα προκριθεί αυτή η πρόταση... Για τον ΠΑ.Σ.Τ.Ι. Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. Δρ Ηλίας Τυλιγάδας