Άρθρο 9 Ειδικές δικονομικές διατάξεις

1. Η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση των εγκλημάτων, που προβλέπονται στο άρθρο 28 του ν. 1650/1986, ενεργείται και από τους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος, συνεπικουρούμενους, εφόσον χρειαστεί και μετά από πρόσκλησή τους, από τους κατά περίπτωση αρμοδίους γενικούς ή ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, πάντοτε υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος τέλεσης. Οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος έχουν αρμοδιότητα για όλη τη χώρα και εφοδιάζονται για όλη τη διάρκεια της θητείας τους με υπηρεσιακή ταυτότητα, που αποδεικνύει την ιδιότητά τους. Η διενέργεια ή η συμμετοχή-τους σε ανακριτικές πράξεις δεν αποκλείει την εξέτασή τους ως μάρτυρες, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο.

2. Ειδικά για τα κακουργήματα που προβλέπονται στον ανωτέρω νόμο, η, κατά την διάταξη του άρθρου 253 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια των μορφών έρευνας, που περιγράφονται στις διατάξεις του άρθρου 253Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται με αυτές.

3. Κατά την ποινική προδικασία για τα κακουργήματα που προβλέπονται στον ανωτέρω νόμο μπορεί να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των καταγγελλόντων τις πράξεις αυτές ή των ουσιωδών μαρτύρων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 παράγραφοι 2 ως και 4 του Ν. 2928/2001.

4. Δεν είναι άδικη η πράξη ειδικού ή γενικού προανακριτικού υπαλλήλου που με σκοπό την αποκάλυψη ή σύλληψη προσώπου που διαπράττει έγκλημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 28 του ν.1650/1986, εμφανίζεται ενδιαφερόμενος για τη συλλογή, μεταφορά, αποθήκευση, διάθεση και αξιοποίηση  και γενικά την διαχείριση αποβλήτων. Το ίδιο ισχύει και για τον ιδιώτη που με αυτό τον σκοπό ενεργεί ύστερα από πρόταση των αρμόδιων προανακριτικών υπαλλήλων για τα ανωτέρω εγκλήματα. Οφείλει όμως στην περίπτωση αυτή, ο ανωτέρω υπάλληλος να ειδοποιήσει προηγουμένως, έστω και τηλεφωνικά, τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών.

Επίσης, δεν είναι άδικη η πράξη ειδικού ή γενικού προανακριτικού υπαλλήλου, όταν ύστερα από βάσιμη καταγγελία ή ισχυρές υπόνοιες ενεργεί έρευνα σε μεταφορικό μέσο για την ανεύρεση αποβλήτων.

5. Για την εκδίκαση των κακουργημάτων, που προβλέπονται στον ανωτέρω νόμο αρμόδιο είναι το Τριμελές Εφετείο.

  • 26 Σεπτεμβρίου 2011, 14:09 | ΚΑΡΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ -ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

    Με το άρθρο 9 ορίζεται ότι η Προκαταρκτική Εξέταση και η προανάκριση των εγκλημάτων του άρθρ. 28 ν. 1650, διενεργείται και από τους Eπιθεωρητές Περιβάλλοντος, οι οποίοι ως εκ του τούτου αναγορεύονται σε ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους.
    Παράλληλα, αίρεται το ασυμβίβαστο του άρθρ. 211 Κ.Π.Δ. για τους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος, όταν ασκούν καθήκοντα προανακριτικού υπαλλήλου, που αποκλείει την εξέτασή τους ως μαρτύρων στο ακροατήριο.
    Η προτεινόμενη διάταξη θα είχε ενδεχομένως αξία αν οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος δεν είχαν τις αρμοδιότητες του άρθρ. 9 ν. 2947/2001 κατά τις οποίες μπορούν να διενεργούν ελέγχους σε δημόσια ή ιδιωτικά έργα, να συντάσσουν έκθεση ελέγχου και να εισηγούνται ή και εκδίδουν την Πράξη Βεβαίωσης Παράβασης που διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ως καταγγελία αξιοποίνων πράξεων παραβάσεως του περιβάλλοντος που πάντοτε οδηγεί σε παραγγελία διενέργειας προκαταρκτικής εξετάσεως ή προανακρίσεως.
    Ως εκ της μακράς επαγγελματικής ενασχολήσεως μου, και με θέματα περιβαλλοντικών εγκλημάτων, έχω την άποψη ότι η προτεινόμενη διάταξη, θα οδηγήσει σε σειρά ακύρων πράξεων της ποινικής προδικασίας λόγω προσβολής των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των κατηγορουμένων πολιτών.
    1) οσάκις οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος προβαίνουν σε έλεγχο ορισμένης δραστηριότητος και ακολούθως τους ανατίθεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως ή προανακρίσεως, για τις πράξεις που ήλεγξαν οι ίδιοι κατά την σχετική ενάσκηση της αρμοδιότητός τους, εξυπακούεται ότι αμέσως θα αμφισβητείται η αξιοπιστία και αντικειμενικότης των πράξεων που διενεργούν κατά την προδικασία και είναι σφόδρα ενδεχόμενο από τα ποινικά δικαστήρια να απαγγέλλονται ακυρότητες, διότι στο ίδιο πρόσωπο δεν μπορεί να συμπίπτει διπλή ιδιότητα, το μεν ως ελεγκτικού οργάνου της Ε.Υ.Ε.Π. το δε ως προανακριτικού υπαλλήλου που ελέγχει δια των ανακριτικών πράξεων και την βασιμότητα της αποδιδομένης παραβάσεως.
    2) Η ενδεχόμενη ακυρότης των διαδικαστικών πράξεων, πιθανόν να απαγγελθεί για παραβίαση του άρθρ. 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που απαιτεί την διεξαγωγή «δικαίας δίκης», καθώς και της διεθνούς συμβάσεως των Θεμελιωδών Ελευθεριών και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που πλέον μετά το άρθρ. 11 ν. 3904/2010, η παραβίαση των δικαιωμάτων που απονέμουν στον κατηγορούμενο, συνιστούν απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρ. 171 Κ.Π.Δ..
    3) Περαιτέρω η άρση του ασυμβιβάστου της εξετάσεως ως μαρτύρων στο ακροατήριο των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, οδηγεί επίσης σε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι έστω και αν προβλέπεται από διάταξη τυπικού νόμου, η εξαιρετική αυτή διάταξη είναι σφόδρα πιθανόν να αντιβαίνει, τόσο σε ατομικά δικαιώματα που κατοχυρώνει το ισχύον σύνταγμα της Ελλάδος όσο και ιδίως στις προαναφερθείσες διεθνείς συμβάσεις που αναφέρονται στα δικαιώματα του πολίτη και ως κατηγορουμένου και έχουν κατά το άρθρ. 28 Συντάγματος, αυξημένη ισχύ από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη Ελληνικού νόμου.
    4) Συνεπώς η προτεινόμενη διάταξη είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει αντικείμενο μακράς αντιδικίας ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων μεταξύ πλέον των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος που θα έχουν ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα και θα εξετάζονται και στο ακροατήριο ως μάρτυρες, την ατέρμονα υποβολή ενστάσεων ακυρότητος τόσο της προδικασίας όσο και της κύριας διαδικασίας και ως εκ τούτου από την ανάμειξη των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος στην προδικασία, τελικώς απειλείται η άρση της επιδιωκόμενης προστασίας του περιβάλλοντος, διότι εκ των ακυροτήτων κατ’ ανάγκην θα απαγγέλλεται αθώωση.
    Σε κάθε δε περίπτωση θα τρωθεί το κύρος της Ε.Υ.Ε.Π. διότι πλέον εν πολλοίς η διαφορά θα μεταπίπτει σε προσωπική αντιδικία.
    5) Πιστεύω ότι η διάταξη θα πρέπει να αποσυρθεί ως ανεδαφική, ενώ μπορεί να διατηρηθεί μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος δεν έχουν ασκήσει ελεγκτικά καθήκοντα και επιλαμβάνονται κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας ύστερα από διαβίβαση καταγγελιών ιδιωτών ή εκθέσεων ελέγχου άλλων υπηρεσιών περιβάλλοντος, περιφερειακού επιπέδου.
    6) Τέλος θα πρέπει να αποσυρθεί και η παρ. 5 του άρθρ. 9 του σχεδίου που αίρει τον άδικο χαρακτήρα, όταν προανακριτικός υπάλληλος εμφανίζεται ως ενδιαφερόμενος για την παράνομο διαχείριση αποβλήτων διότι εισαγάγει στην ελληνική έννομη τάξη την «αστυνομική διείσδυση» και τον «πράκτορα προκλήσεως», για την ηθική υπόσταση του οποίου στην ποινική διαδικασία έχουν εγερθεί στην Ελληνική Νομική Φιλολογία σοβαρά αντίθετα επιχειρήματα, ενώ στα Αγγλοσαξονικά και Βορειοευρωπαικά Δίκαια, όταν απαγγέλλεται κατηγορία κατόπιν «αστυνομικής διεισδύσεως» ή «πράκτορος προκλήσεως», κρίνεται ότι η πράξη του φυσικού αυτουργού δεν μπορεί να καταλογισθεί, διότι είναι αποτέλεσμα παρανομίας της πολιτείας η οποία προκάλεσε το έγκλημα.

    Σημείωση:
    Δεν μπορούν να αποτελέσουν αντεπιχείρημα υπέρ των προτεινομένων ρυθμίσεων, διάσπαρτες παλαιές διατάξεις σε διοικητικούς νόμους όπως π.χ. το άρθρ. 292 Δασικού Κώδικα έτους 1967, που επιτρέπουν την εξέταση στο ακροατήριο των δασικών υπαλλήλων όταν εξετέλεσαν προανακριτικά καθήκοντα ή γραμματέως της ανακρίσεως, διότι απηχούν παρωχημένες ήκιστα δημοκρατικές αντιλήψεις που δεν βρίσκουν πεδίο συμφωνίας με το ισχύον σύνταγμα έτους 1975 και τις διεθνείς συμβάσεις της χώρας.

  • 23 Σεπτεμβρίου 2011, 19:00 | ΜΠΑΡΑΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

    Ο Επιθεωρητής καθίσταται ελέγχων και ελεγχόμενος πράγμα που είναι ασυμβίβαστο.

    Η προτεινόμενη ρύθμιση για τους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος με το άρθρο 9 θα προκαλέσει σύγχυση αρμοδιοτήτων, γεγονός που δεν συμβάλλει στην αντικειμενική έρευνα των παραβάσεων περιβάλλοντος.

    Φρονώ ότι δεν είναι σωστό για την διαπίστωση της αλήθειας το ίδιο πρόσωπο να διαπιστώνει και να ανακρίνει την πράξη, διότι έτσι κατά κανόνα θα επικρατεί το υποκειμενικό στοιχείο στην υποστήριξη της παράβασης και όχι η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας.