II.ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ

II.1. Το διεθνές και το Ευρωπαϊκό πλαίσιο – Κλιματική αλλαγή
II.1.1. Γενικό πλαίσιο
Χαρακτηριστικό στοιχείο της ενεργειακής πολιτικής, ιδιαί-τερα κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, αποτελεί η τάση συρρίκνωσης των εθνικών πολιτικών. Η απελευθέρωση και ευρύτερη ενοποίηση είναι στόχος που βρίσκει περίπου κοινή αποδοχή και βαθμιαία κατακτά περιφερειακές και εθνικές αγορές ενέργειας επιβάλλοντας κοινούς κανόνες λειτουργίας.
Αντίστοιχο είναι το πλαίσιο διαμόρφωσης της Ευρωπαϊ¬κής Ενεργειακής Πολιτικής, όπου οι βασικοί άξονες αφορούν και αποσκοπούν στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδια¬σμού, στο μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και στην εξα¬σφάλιση της ανταγωνιστικότητας.
Κύρια κατεύθυνση της νέας Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Στρατηγικής, όπως διαμορφώνεται σήμερα, είναι ο «εξευρω-παϊσμός» της ενεργειακής πολιτικής μέσω της αντιμετώπισης σημαντικών προκλήσεων, όπως :
 Η Ενεργειακή Ασφάλεια. Οι εισαγωγές της Ε.Ε. αυ-ξάνονται σταθερά, ενώ η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώνεται συνεχώς.
 Η Κλιματική αλλαγή. Οι χαμηλών εκπομπών άν¬θρακα ενεργειακές πηγές και τεχνολογίες εξελίσ¬σονται με αργό ρυθμό.
 Οι Τιμές ενέργειας. Παρουσιάζουν διακυμάνσεις και επηρεάζονται από την οικονομική αβεβαιότητα, τις τεχνολογικές εξελίξεις και την πολιτική αστάθεια.
 Οι Διεθνείς εξελίξεις. Οι αναπτυσσόμενες χώρες α-πορροφούν όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των πα-γκόσμιων αποθεμάτων σε ορυκτά καύσιμα.
αλλά και δύο νέων συνιστωσών που αφορούν τις:
 Οικονομικές Εξελίξεις. Η χρηματοοικονομική κρίση και τα προβλήματα των ευρωπαϊκών οικονομιών θέ¬τουν σε κίνδυνο νέες επενδύσεις και τεχνολογικές αγορές, όπου και θα πρέπει να παρακολουθούνται οι επιπτώσεις ώστε να λαμβάνονται έγκαιρα διορθω-τικά/αντισταθμιστικά μέτρα.
 Επενδύσεις σε Υποδομές. Οι ανάγκες σε νέα δί¬κτυα, ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, που απαιτούν τεράστιες επενδύσεις με κρίσιμο το ερώτημα ποιος αναλαμβάνει το κόστος για αυτές.
II.1.2. Κλιματική αλλαγή – Οι προκλήσεις
Το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής αποτελεί πλέον μια κοινώς αποδεκτή πραγματικότητα, ενώ η αντιμετώπιση του, αποτελεί αφενός παγκόσμια προτεραιότητα, αφετέρου κύριο θέμα και βασική παράμετρο για το σύνολο των διεθνών και κρατικών αποφάσεων που σχετίζονται με την εκμετάλλευση, διαχείριση και κατανάλωση ενεργειακών πόρων, ενώ επιδρά αποφασιστικά τις αποφάσεις για επενδύσεις και ανάπτυξη θεσμικού πλαισίου και μηχανισμών αγοράς.
Η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα έχει με-γάλες προεκτάσεις για τον ενεργειακό τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο, με μεγαλύτερη πρόκληση την δραστική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέσω μεγάλων αλλαγών τόσο στην κατανάλωση όσο και στην παραγωγή ενέργειας. Δεδομένου ότι ο ενεργειακός τομέας ευθύνεται περίπου για το 80% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και ότι η δρα¬στική μείωση των εκπομπών σε ορισμένους τομείς όπως η κτηνοτροφία είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ο στόχος που τίθεται για τη μείωση των εκπομπών από την ενέργεια θα πρέπει να είναι κατ’ ελάχιστο συμβατός με τον γενικό στόχο.
Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τον οδικό χάρτη για μια οικονομία χαμηλών εκπομπών CO2 έως το 2050 (COM(2011) 112 τελικό ), ο οποίος έχει ως στόχο να συνεισφέρει στην κεντρική πολιτική της ΕΕ για μια Ευρώπη με υψηλή αποδοτικότητα των πόρων που διαθέτει. Στο πλαί¬σιο αυτό προτείνει συγκεκριμένες στρατηγικές για την επίτε¬υξη μιας οικονομίας χαμηλών εκπομπών CO2 και βιώσιμη ανάπτυξη έως το 2050.
II.1.3. Η Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Πολιτική
Το κοινό Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης (COM(2008) 781 τε-λικό), βασίζεται στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια «Ενεργειακή Πολιτική για την Ευρώπη», και καθορίζει ένα μελλοντικό πολιτικό πρόγραμμα προτείνοντας παράλληλα και το αντίστοιχο πλαίσιο δράσεων για την επίτευξη των κύ¬ριων ενεργειακών στόχων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ότι αφορά την αειφορία, την ανταγωνιστικότητα και την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού.
Επίκεντρο της νέας Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής και κύριος στρατηγικός ενεργειακός στόχος είναι η δέσμευση ότι η ΕΕ θα πρέπει να μειώσει τις εκπομπές των αερίων θερ-μοκηπίου κατά 20% μέχρι το 2020, σε σύγκριση με τα επί¬πεδα του 1990. Ο στρατηγικός στόχος και τα συγκεκριμένα μέτρα για την υλοποίησή του, που περιγράφονται στο Σχέδιο Δράσης, αποτελούν και τον πυρήνα της νέας ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής.
Η ουσιαστική υλοποίηση των πολιτικών και δράσεων που προβλέπονται σε αυτή την απόφαση και των προβλεπό¬μενων δεσμεύσεων από τα Κράτη Μέλη, αναλύεται περαιτέρω με την επίτευξη τριών επιμέρους σχετιζόμενων στόχων, με ορίζοντα το 2020: βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και επίτευξη εξοικονόμησης πρωτογενούς ενέργειας κατά 20%; αύξηση του ποσοστού διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας στο επίπεδο του 20% και αύξηση του ποσοστού των βιοκαυσίμων στις μετα¬φορές στο 10%.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως προβλεπόταν και από την αρχική πρόταση για την Ενεργειακή πολιτική για την Ευ¬ρώπη, από το 2007 μέχρι και σήμερα έχει προχωρήσει σε νέες θέσεις και προτάσεις για συμπληρωματικά μέτρα, έχο¬ντας ως κύριο άξονα την επίτευξη των τριών στόχων της νέας Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής: αειφορία, ανταγωνιστικό¬τητα και ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.
Στο πλαίσιο αυτό τα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχουν προ-ωθήσει και θεσπίσει βελτιωμένο πλαίσιο για επενδύσεις στην ενεργειακή υποδομή της ΕΕ, με σαφείς και προβλέψιμους στόχους για την ηλεκτροπαραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την προώθηση ενεργειακά αποδοτικών τεχνολο¬γιών καθώς και την υιοθέτηση νέων κανόνων για την εσωτε¬ρική αγορά.
Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη θεσπίσει δε-σμευτικό πακέτο μέτρων και στόχων για το 2020 (Climate and Energy Package-CEP), στο οποίο περιλαμβάνεται ο μηχα-νισμός της εμπορίας αδειών εκπομπής διοξειδίου του άν¬θρακα (ETS) από υπόχρεες εγκαταστάσεις (ηλεκτροπαρα¬γωγή, μεγάλες βιομηχανίες και από το 2012 αεροπορικές μεταφορές), οι στόχοι κατά Κράτος Μέλος για μείωση των εκπομπών στους τομείς εκτός ETS καθώς και οι στόχοι για αύξηση του μεριδίου των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας που έχουν εξειδικευθεί κατά Κράτος Μέλος.
Στο πλαίσιο αυτό, στις 10 Νοεμβρίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ένα νέο πρόγραμμα για την κοινή Ευ-ρωπαϊκή ενεργειακή στρατηγική για την περίοδο 2011-2020, με την ονομασία «Ενέργεια 2020»(COM(2010) 639 τελικό ), όπου και τίθενται οι ενεργειακές προτεραιότητες για την επό¬μενη δεκαετία, ενώ παρουσιάζονται οι δράσεις που πρέπει να αναληφθούν προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι προκλή¬σεις που αφορούν στις βασικές κατηγορίες ενεργειακής πολι¬τικής (εξοικονόμηση ενέργειας, αγορά ενέργειας, τεχνολογία).
Επιπρόσθετα, το Μάρτιο του 2011, η Ευρωπαϊκή Επι¬τροπή ενέκρινε το επικαιροποιημένο Σχέδιο Δράσης για την Ενεργειακή Απόδοση (COM(2011) 109 τελικό), όπου περι¬γρά-φε¬ται και προβλέπεται η θέσπιση και εφαρμογή συγκεκριμένων νέων μέτρων και πολιτικών καθώς είναι σαφές ότι ο κεντρικός Ευρωπαϊκός στόχος για εξοικονόμηση ενέργειας κατά 20% μέχρι το 2020 δε μπορεί να επιτευχθεί αν δεν υιοθετηθούν συμπληρωματικές δράσεις.
Στο Σχέδιο Δράσης για την Ενεργειακή Απόδοση με την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων και πολιτικών, παρουσιάζεται ένα σύνολο δράσεων ανά τομέα εφαρμογής και άξονα πολιτικής. Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί σε θέματα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης και εξοικονόμησης ενέργειας με την εφαρμογή πολιτικών, μέτρων, μηχανισμών της αγοράς, καθώς και δράσεων έρευνας και ανάπτυξης, όπως περιγράφεται και λαμβάνεται υπόψη στο νέο Σχέδιο Δράσης, διαμορφώνει τελικά και το πλαίσιο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η επίτευξη των κεντρικών ευρωπαϊκών στόχων για εξοικονόμηση ενέργειας μέχρι το 2020.
Τέλος, στις 15 Δεκεμβρίου 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τον Οδικό Χάρτη για την Ενέργεια με ορίζοντα το 2050, με τον οποίο δεσμεύεται να μειώσει έως το 2050 τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά περισσότερο από 80% σε σχέση με τα επίπεδα εκπομπών του 1990, στο πλαίσιο των αναγκαίων μειώσεων εκπομπών όλων των ανεπτυγμένων χωρών. Στο συγκεκριμένο οδικό χάρτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διερευνά τις προκλήσεις που τίθενται για την επί¬τευξη του ευρωπαϊκού στόχου για έναν ενεργειακό τομέα χαμηλών εκπομπών άνθρακα, με ταυτόχρονη εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού και της ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Οικονομίας. Ο ευρωπαϊκός Οδικός Χάρτης για την Ενέργεια με ορίζοντα το 2050 αποτελεί ένα κείμενο αναφοράς που αποσκοπεί να αποτελέσει τη βάση για τη σταδιακή ανάπτυξη ενός μακροπρόθεσμου ευρωπαϊκού πλαι¬σίου για τον τομέα της ενέργειας σε συνεργασία με όλα τα Κράτη Μέλη και τους φορείς της αγοράς.

ΟΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΟΔΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ ΓΙΑ ΤΟ 2050

Οι κατευθύνσεις σχεδιασμού που παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση είναι πλήρως εναρμονισμένες με αυτές του Ευρωπαϊκού Οδικού Χάρτη για το 2050  που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα. Πα­ρακάτω συνοψίζονται οι 10 προϋποθέσεις που οφείλουν να ικανο­ποιούνται για μετάβαση σε έναν Ενεργειακό Τομέα Χαμηλών Ε­κπομπών, σύμφωνα με την ΕΕ.

  1. Άμεση προτεραιότητα στην επίτευξη των στόχων του 2020, με εφαρμογή όλων των μέτρων που έχουν σχεδιαστεί γι’ αυτό.
  2. Το ενεργειακό σύστημα και η κοινωνία συνολικά θα πρέπει να γίνουν δραστικά περισσότερο ενεργειακά αποδοτικοί.
  3. Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη διείσδυση των Ανανεώ­σιμων Πηγών Ενέργειας.
  4. Η προώθηση της τεχνολογικής καινοτομίας αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για να γίνει δυνατή η εμπορική αξιοποίηση νέων τε­χνολογιών.
  5. Η δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια πλήρως ολοκληρω­μένη εσωτερική αγορά μέχρι το 2014.
  6. Το τελικό κόστος ενέργειας να αντανακλά τα πραγματικά κόστη του ενεργειακού συστήματος. Οι ευάλωτοι καταναλωτές πρέπει σε κάθε περίπτωση να προστατεύονται και να αποφευχθεί η ενεργειακή φτώχεια.
  7. Η κρισιμότητα της ανάγκης ανάπτυξης νέων ενεργειακών υποδο­μών και δυνατοτήτων αποθήκευσης να γίνει ευρέως αντιληπτή.
  8. Η ασφάλεια παραδοσιακών ή νέων μορφών πηγών ενεργείας είναι αδιαπραγμάτευτη και η ΕΕ θα συνεχίσει να αναλαμβάνει διεθνώς πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή.
  9. Η συντονισμένη Ευρωπαϊκή δράση στις διεθνείς σχέσεις να αποτελεί κανόνα με ενίσχυση των προσπαθει­ών για διεθνείς δράσεις για το κλίμα.
  10. Οι χώρες μέλη και οι επενδυτές χρειάζονται ορόσημα, γι αυτό είναι απαραίτητη η θέσπιση πολιτικού πλαισίου προς το 2030.

II.2. Αποτίμηση τρέχουσας κατάστασης στην Ελλάδα
Kατά την τελευταία 20ετία, το εθνικό ενεργειακό σύστημα εξελίχθηκε σύμφωνα τόσο με τα μεγέθη της οικονομικής α-νάπτυξης όσο και με τις νέες καταναλωτικές συνήθειες που υιοθετήθηκαν. Παρατηρήθηκε μια τάση για διαρκή αύξηση της ζήτησης ενέργειας σε όλους τους τομείς κατανάλωσης, η οποία επηρέασε την ανάπτυξη του ενεργειακού συστήματος.
Το υψηλό επίπεδο χρήσης συμβατικών καυσίμων τόσο για την παραγωγή ηλεκτρισμού όσο και για την κατανάλωση σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς αποτελεί το κύριο χαρακτη-ριστικό του ελληνικού ενεργειακού μίγματος. Η αξιοποίηση του λιγνίτη, αποτέλεσε στρατηγική επιλογή, παρά τις περι-βαλλοντικές του επιπτώσεις, καθώς μέχρι σήμερα αποτελεί το βασικό μας εγχώριο καύσιμο. Το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας κυριαρχείται επίσης, από εισαγόμενους υδρογονάν-θρακες και κυρίως πετρελαϊκά προϊόντα και λιγότερο φυσικό αέριο.
Η μεγάλη εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές καυσί-μων και οι μη προβλέψιμες και κυρίως μη ελεγχόμενες μετα-βολές στην τιμή τους, επιφέρουν ένα σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας στο σχεδιασμό ενεργειακών πολιτικών αλλά και στην ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού.
Η υιοθέτηση κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών στον τομέα της ενέργειας και κυρίως σε σχέση με τις απαιτήσεις για πε-ριορισμό των εκπομπών αέριων ρύπων του θερμοκηπίου έχει ήδη επηρεάσει το εθνικό ενεργειακό σύστημα. Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια επιτυγχάνεται μια ολοένα και αυξανόμενη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή, όσο και στην τελική χρήση ενέργειας, ενώ ήδη έχουν εφαρμοστεί μέτρα και πολιτικές για την επίτευξη εξοικονόμησης ενέργειας.
II.2.1. Η εξέλιξη της κατανάλωσης ενέργειας
Οι τομείς με τη μεγαλύτερη αύξηση στην τελική κατανάλωση ενέργειας είναι οι μεταφορές και ο κτιριακός τομέας (οικιακός & τριτογενής). Ωστόσο, εξωγενείς παράγοντες όπως η αύξηση στις τιμές καυσίμων και η οικονομική κρίση επηρεάζουν άμεσα και δραστικά την ενεργειακή κατανάλωση, διαμορφώνοντας ένα δυναμικό πεδίο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό του ενεργειακού συστήματος.
Συγκεκριμένα, τόσο το 2008, όσο και το 2009 κατά πολύ μεγαλύτερο βαθμό, παρατηρήθηκε μια μείωση της κατανάλωσης ειδικά στον οικιακό και βιομηχανικό τομέα, γεγονός που οφείλεται πιθανά στο ότι ήταν οι πρώτοι στους οποίους εμφανίστηκαν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην τελική κατανάλωση ενέργειας η οποία ενισχύθηκε επιπλέον και από την αύξηση στις τιμές ενέργειας. Επισημαίνεται, ότι αυτή η μείωση στην τελική κατανάλωση ενέργειας εκτιμάται ότι θα επηρεάσει το σύνολο των τελικών τομέων κατά το χρονικό διάστημα που θα παρατηρείται οικονομική ύφεση στην Ελλάδα. Ήδη το 2010 η μείωση αυτή εντείνεται συμπαρασύροντας σε σημαντική μείωση και τον τομέα των μεταφορών, ενώ συνολικά οι επιμέρους μειώσεις της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στους τελικούς τομείς χρήσης, οδηγούν σε απόλυτα μεγέθη σε ποσό τελικής κατανάλωσης ενέργειας του επιπέδου των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας.
Η μόνη ουσιαστική αλλαγή και πρόοδος στον τομέα της προσφοράς ενέργειας επετεύχθη με την εισαγωγή του φυσι¬κού αερίου, τόσο στις άμεσες χρήσεις τελικής κατανάλωσης, όσο και στην ηλεκτροπαραγωγή. Παρόλα αυτά, ο βαθμός διείσδυσής του ακόμη υπολείπεται σημαντικά από τον αντί-στοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, με τη μεγαλύτερη υστέρηση να παρατηρείται στις άμεσες χρήσεις καθώς δεν έχουν ολοκλη-ρωθεί οι απαραίτητες επεκτάσεις του συστήματος μεταφοράς και διανομής του. Επισημαίνεται ότι μέχρι σήμερα τα προϊό¬ντα πετρελαίου κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην εγχώρια τελική κατανάλωση (66,5% σε σχέση με 41,6% στην ΕΕ).
Η ανάλυση του μεριδίου της τελικής κατανάλωσης ενέρ¬γειας ανά τομέα από το 1990 έως το 2009 οδηγεί σε σημα¬ντικά συμπεράσματα ως προς την εξέλιξη της ενεργειακής κατανάλωσης και αποτελεσματικότητας των επιμέρους το¬μέων οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
Διαπιστώνεται ότι ο τομέας των μεταφορών παρουσιάζει σημαντική αύξηση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, κατέ-χοντας το υψηλότερο μερίδιο σε σχέση με τους υπόλοιπους τομείς (44,9% σε σχέση με 33% στην Ευρώπη) και αποδει-κνύεται να υστερεί ως προς την ενεργειακή του αποτελεσμα-τικότητα, τόσο στις αστικές όσο και στις υπεραστικές μετακι-νήσεις.

Σχήμα II.2.1 Εξέλιξη της τελικής κατανάλωσης ενέργειας συνολικά και κατά τομέα για την περίοδο 1990-2010

Παρατηρώντας την εξέλιξη της τελικής κατανάλωσης ενέρ-γειας στην Ελλάδα για την περίοδο από το 1990 έως το 2009, φαίνεται ότι η τελική κατανάλωση ενέργειας στο βιομη¬χανικό τομέα παραμένει ουσιαστικά σταθερή με το ποσοστό συμμετοχής του στην τελική κατανάλωση να παρουσιάζει μείωση της τάξης του 10,5%, ενώ αντίθετα παρατηρείται ση-μαντική αύξηση της συνεισφοράς του οικιακού και κυρίως του τριτογενή τομέα στην τελική κατανάλωση ενέργειας της χώρας (ποσοστό αύξησης μεριδίου κατά 2,4% και 6,0%, αντίστοιχα), γεγονός που συνάδει και με την εξέλιξη της ελληνικής οικονο-μίας. Στον οικιακό τομέα, παρατηρείται σημαντική αύξηση της τελικής κατανάλωσης κατά 54,7%, ενώ η μεγαλύτερη αύξηση στην τελική κατανάλωση παρατηρείται στον τριτογενή τομέα, όπου σχεδόν τριπλασιάστηκε κατά την περίοδο 1990-2009, ακολουθώντας μέση ετήσια αύξηση 6%.
Ποιοτικά ωστόσο, στην παρούσα φάση, η ελληνική αγορά υστερεί σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, ως προς την ενεργειακή της αποτελεσματικότητα. Συγκεκριμένα, η ενεργειακή απόδοση, η εξοικονόμηση ενέργειας και η ορθολογική χρήση ενέργειας έχουν ακόμα μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης μεταξύ των τελικών καταναλωτών.
Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι η μείωση της ενεργει-ακής κατανάλωσης στη τελική χρήση μπορεί είτε να επιτυγ-χάνεται μέσω της εφαρμογής μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας, είτε να οφείλεται σε οικονομικές συγκυρίες, περίπτωση κατά την οποία, η ενεργειακή αγορά κινδυνεύει να οδηγηθεί σε φαινόμενα ενεργειακής ένδειας. Συνεπώς, βασικό στόχο οφείλει να αποτελεί, η ικανοποίηση των ενεργειακών ανα¬γκών των τελικών καταναλωτών, η οποία θα πρέπει να επιτυγχάνεται με τον πλέον ενεργειακά αποδοτικό τρόπο.
II.2.2. Ο τομέας του Ηλεκτρισμού
Το Ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα χωρίζεται στο διασυν-δεδεμένο σύστημα της ηπειρωτικής χώρας και τα Αυτόνομα ηλεκτρικά συστήματα των νησιών.
Το διασυνδεδεμένο σύστημα καλύπτει όλη την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά, που βρίσκονται σχετικά κοντά στις ακτές του και διασυνδέεται και με τα συστήματα όλων των γειτονικών χωρών. Μεγάλο μέρος των σταθμών παραγωγής βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της χώρας (κυρίως λιγνιτικοί και υδροηλεκτρικοί σταθμοί), όπου βρίσκονται τα μεγαλύτερα κοιτάσματα λιγνίτη, μακριά από το μεγαλύτερο κέντρο κατανάλωσης (Αττική), τελευταία σημαντική παραγωγή από σταθμούς Φυσικού Αερίου αναπτύσσεται και στην κεντρική περιοχή της χώρας.
Μη διασυνδεμένα με το ηπειρωτικό σύστημα νησιά πα-ραμένουν τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, τα οποία βρίσκονται σε μεγάλη σχετικά απόσταση από την ηπειρω¬τική χώρα (π.χ. Κρήτη, Δωδεκάνησα, νησιά Β. Αιγαίου). Στο προσεχές μέλλον, μέχρι το 2025 και σταδιακά με τη διασύν-δεση της Κρήτης να γίνεται την τρέχουσα δεκαετία, πρόκειται να καταστεί δυνατή και η διασύν¬δεση αυτών των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα, ώστε να καταργηθεί πλήρως η χρήση πετρελαίου για την ηλεκτροπαραγωγή και παράλληλα να αξιοποιηθεί το σημα¬ντικό δυναμικό τεχνολογιών ΑΠΕ που διαθέτουν οι εν λόγω περιοχές.
Το κύριο μερίδιο στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής το κατέ-χουν οι λιγνιτικοί σταθμοί με 56%, ενώ υψηλό είναι και το μερίδιο των πετρελαϊκών προϊόντων (13%) λόγω της κύριας χρήσης τους στα μη διασυνδεδεμένα νησιά. Οι σταθμοί φυ-σικού αερίου συνδυασμένου κύκλου (18%) και οι σταθμοί ΑΠΕ (13%) έχουν αρχίσει ήδη να υποκαθιστούν μέρος της παραγωγής από λιγνίτη, παρουσιάζοντας, ωστόσο, υψηλό δυναμικό περαιτέρω ανάπτυξης. Παρά τα χαμηλά ποσοστά εκπομπών ηλεκτροπαραγωγής, η πυρηνική ενέργεια δεν έχει προωθηθεί στην Ελλάδα και δεν προβλέπεται να εισχωρήσει στο εθνικό ενεργειακό σύστημα.
Επίσης, στην Ελλάδα παρατηρείται περιορισμένη ανά-πτυξη δικτύων τηλεθέρμανσης και εγκατάστασης μονάδων συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας (ΣΗΘ), κύρια λόγω της σχετικά μικρής ζήτησης για θερμική ενέργεια άρα και περιορισμένου επενδυτικού ενδιαφέροντος αλλά και της έλλειψης των σχετικών υποδομών. Το μεγάλο μέρος της εγκα-τεστημένης ισχύος μονάδων ΣΗΘ βρίσκεται στα διυλι¬στήρια, σε μεγάλους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέρ¬γειας και στη βιομηχανία τροφίμων. Παράλληλα, κάποιες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες της ΔΕΗ έχουν τροποποιηθεί κατάλληλα, ώστε να καλύψουν τις θερμικές ανάγκες αστικών περιοχών με δίκτυα τηλεθέρμανσης (Πτολεμαϊδα, Κοζάνη, Αμύνταιο, Μεγαλόπολη και μελλοντικά Φλώρινα).
II.2.3. Το Φυσικό Αέριο
Η Ελληνική αγορά φυσικού αερίου αποτελεί μια σχετικά νέα αγορά, με σημαντικά περιθώρια ωρίμανσης σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το φυσικό αέριο εμφανίζεται στο ελληνικό ενεργειακό ισοζύγιο το 1996. Η Δημόσια Επιχεί¬ρηση Αερίου (ΔΕΠΑ Α.Ε.) ήταν ο φορέας υλοποίησης των επενδύσεων που αφορούσαν στη διείσδυση του φυσικού αερίου, με ισχυρό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής αγοράς. Μετά τον νομικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων μεταφο¬ράς από την ΔΕΠΑ Α.Ε. (και τη σύσταση του ΔΕΣΦΑ Α.Ε. που είναι και ο Διαχειριστής του Εθνικού Συστήματος Μετα¬φοράς Φυσικού Αερίου), αλλά ιδιαίτερα με την πρόσφατη ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου απελευθέρωσης της αγοράς, δίνεται πλέον η δυνατότητα εισαγωγής, εμπορίας και προμήθειας φυσικού αερίου και σε άλλους φορείς. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί μια νέα δυναμική στην αγορά του φυσικού αερίου την οποία έχουν ήδη αρχίσει να εκμεταλλεύονται βιομηχανίες και Μονάδες ηλεκτροπαραγωγής για μείωση του κόστους παραγωγής.
Η εγχώρια κατανάλωση φυσικού αερίου παρουσίασε ρυθμούς ανάπτυξης σχετικά ικανοποιητικούς, παρά το γεγο¬νός ότι δεν ακολούθησε τους ρυθμούς που αρχικά είχαν προβλεφθεί, κυρίως λόγω υστέρησης στην είσοδο νέων ηλεκ-τροπαραγωγών και της σταδιακής και περιορισμένης διείσ-δυσης του φυσικού αερίου στις αστικές χρήσεις.
Η πολιτική ανάπτυξης της σημερινής υποδομής Φ.Α. έχει τρεις πτυχές:
• Παροχή φυσικού αερίου στα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αττική, το κέντρο της οικονομικής παραγωγής (που περιελάμβανε και δύο ενεργειακά κέντρα ηλεκτροπαραγωγής) και οικιστικής ανάπτυξης.
• Ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας και διαφοροποίηση πηγών: Κατασκευή του κεντρικού (κάθετου) αγωγού της Ρεβυθούσας και του άξονα προς Κήπους
• Κατασκευή άλλων δικτύων Υψηλής Πίεσης που απέ-χουν σημαντικά από το υφιστάμενο ΕΣΦΑ, εφόσον συνδέονται με την τροφοδοσία μονάδων Ηλεκτροπα-ραγωγής με καύσιμο Φυσικό Αέριο, καθώς η κατανά-λωσή τους διασφαλίζει – έως έναν βαθμό – την οικο-νομική εφικτότητα των έργων. Παράλληλα, προβλέπε¬ται η τροφοδότηση όλων των αστικών και βιομηχανι¬κών περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά μήκος της όδευσης του κεντρικού αγωγού και των κλάδων του.
II.2.4. Ο τομέας του πετρελαίου
Η κυριαρχία των εισαγόμενων υδρογονανθράκων και κυ-ρίως πετρελαίου στο ενεργειακό ισοζύγιο είναι εξαιρετικά υψηλή. Η μεγάλη εξάρτηση της χώρας από το εισαγόμενο πετρέλαιο και τις μη προβλέψιμες και κυρίως μη ελεγχόμενες μεταβολές στην τιμή του είναι επικίνδυνη για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη αλλά και για την εθνική ασφάλεια.
Τα προϊόντα πετρελαίου (μαζούτ, gasoil, LPG κλπ.) χρη-σιμοποιούνται στις μεταφορές, στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σε βιομηχανικές, αγροτικές και αστικές χρήσεις.
Τα βιοκαύσιμα αργά αλλά σταθερά διεισδύουν στην αγορά του πετρελαίου. Ο αργό ρυθμός διείσδυσής τους συν¬δέεται μεταξύ άλλων με τον περίπλοκο ελληνικό αγροτικό τομέα, με τη συνεχιζόμενη συζήτηση σχετικά με την αειφορία, ενώ υπάρχουν και εμπόδια και καθυστερήσεις που οφείλο¬νται σε αδυναμίες του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, αλλά και των υποδομών των μονάδων διύλισης, αποθήκευσης, ανάμειξης και τις μεταφορές. Για την επίτευξη του στόχου του 10% διείσδυσης βιοκαυσίμων στα καύσιμα των μεταφορών είναι απαραίτητη τόσο η αύξηση του ποσοστού ανάμειξης στο πετρέλαιο κίνησης, όσο και η ανάμειξη άλλων βιοκαυσί¬μων στη βενζίνη, η οποία κατέχει σήμερα και το μεγαλύτερο μερίδιο των καυσίμων μεταφορών.
II.2.5. Στερεά Καύσιμα
Η χρήση των στερεών καύσιμων στην Ελλάδα, είναι βα-σικά επικεντρωμένη στην παραγωγή ηλεκτρισμού.
Η μόνη εγχώρια ενεργειακή πηγή στερών καυσίμων είναι ο λιγνίτης. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των λιγνιτικών κοιτα-σμάτων της χώρας διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες:
1. Λιγνιτικά κοιτάσματα που έχουν παραχωρηθεί για εκμετάλλευση στην ΔΕΗ Α.Ε.
2. Λιγνιτικά κοιτάσματα, που έχουν μισθωθεί σε ιδιώ-τες.
3. Λιγνιτικά κοιτάσματα που ανήκουν στο Δημόσιο και δεν είναι υπό εκμετάλλευση.
Ο λιγνίτης θα συνεχίσει να είναι το εθνικό καύσιμο της Ελλάδας, για ηλεκτροπαραγωγή αλλά σταδιακά η συμμετοχή του στην ηλεκτροπαραγωγή θα περιορίζεται σημαντικά ει¬δικά για τη χρονική περίοδο μετά το 2020. Η ενσωμάτωση του κόστους των αέριων ρύπων του θερμοκηπίου (εμπορία ρύπων) αλλά και η διαμόρφωση των διεθνών τιμών του φυ-σικού αερίου είναι δυνατόν να επηρεάσουν το μέλλον των λιγνιτικών ΑΗΣ της χώρας.
II.2.6. Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
Η Ελλάδα εμφανίζει ένα υψηλό δυναμικό για αξιοποίηση των τεχνολογιών ΑΠΕ σε όλους τους τομείς τελικής κατανά-λωσης, καθώς και για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το δυναμικό αυτό για ηλεκτροπαραγωγή, τα τελευταία χρόνια και κυρίως από το 2006 και μετά, γίνεται προσπάθεια να αξιο-ποιηθεί με το βέλτιστο τρόπο υιοθετώντας μια σειρά από αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο αδειοδότησης και χρήσης συ-στημάτων ΑΠΕ, αλλά και με την παράλληλη χρήση των απα-ραίτητων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Η έμφαση έχει δοθεί σε τεχνολογίες με υψηλό βαθμό ε-μπορικής ωριμότητας (π.χ. αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκά, βιομάζα, μικρά υδροηλεκτρικά), οι οποίες έχουν προσελκύσει και υψηλό επενδυτικό ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα, τα τελευταία 3 χρόνια έντονο είναι το επενδυτικό ενδιαφέρον για την αξιο-ποίηση της ηλιακής ενέρ¬γειας (κυρίως για Φ/Β), όπου ήδη φαίνονται σημαντικά απο¬τελέσματα και αυξημένο επίπεδο συμμετοχής της συγκεκριμέ¬νης τεχνολογίας στην ηλεκτροπα-ραγωγή από ΑΠΕ.
Ωστόσο, παρά το ιδιαίτερα έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον και τα πολύ ευεργετικά οικονομικά κίνητρα για την εγκατά¬σταση συστημάτων ΑΠΕ για ηλεκτροπαραγωγή, ο ρυθμός ανάπτυξής τους δεν μπορεί να θεωρηθεί υψηλός, κυρίως λόγω καθυστερήσεων που υπήρξαν κυρίως στο παρελθόν στην αδειοδοτική διαδικασία και στο παρόν λόγω κυρίως της αβεβαιότητας των επενδυτών για τη βιωσιμότητα του μηχα-νισμού στήριξης των ΑΠΕ.
Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που τα τελευταία 2 χρόνια έχουν υιοθετηθεί μια σειρά θεσμικών παρεμβάσεων που έχουν ως στόχο την επιτυχή αντιμετώπιση αυτών ακριβώς των προβλημάτων και τη δραστική μείωση του απαιτούμενου χρόνου για την ολοκλήρωση της αδειοδότησης και την εγκα-τάσταση των μονάδων. Ταυτόχρονα έχει αρχίσει η διαδικασία αναμόρφωσης και ενίσχυσης του μηχανισμού στήριξης των ΑΠΕ, σε συνεργασία και με την ΕΕ, ώστε να αυξηθεί η επενδυτική εμπιστοσύνη για έργα ΑΠΕ στην Ελλάδα.
Αντίθετα με το ενδιαφέρον και την υποστήριξη σε θεσμικό επίπεδο των έργων ΑΠΕ για ηλεκτροπαραγωγή, η συνει¬σφορά των ΑΠΕ στη θερμική ενέργεια και στις μεταφορές με τη χρήση βιοκαυσίμων παραμένει σχετικά χαμηλή κυρίως λόγω της έλλειψης των κατάλληλων χρηματοδοτικών μηχα¬νισμών. Η θερμική χρήση της βιομάζας και των θερμικών ηλιακών συστημάτων στον οικιακό τομέα και δευτερευόντως στη βιομηχανία και στον τριτογενή, έχουν διαχρονικά κατα¬κτήσει ένα σημαντικό μερίδιο το οποίο όμως ουσιαστικά υπολείπεται σημαντικά του δυναμικού προς αξιοποίηση. Πα¬ράλληλα η διείσδυση και χρήση και άλλων τεχνολογιών ΑΠΕ έχει καθυστερήσει σημαντικά (π.χ. χρήση γεωθερμικών α¬ντλιών θερμότητας). Παρόμοια είναι και η κατάσταση ως προς τη συμμετοχή των βιοκαυσίμων στις μεταφορές, η οποία ακόμα κυμαίνεται σε αρκετά χαμηλά επίπεδα (1%-2%), ενώ υπολείπεται η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης για τη βιώσιμη αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού από ενεργειακές καλλιέργειες για την παραγωγή βιοκαυσίμων.
II.3. Οι προκλήσεις για την Ελληνική ενεργε-ιακή πολιτική
Οι προκλήσεις για την εθνική ενεργειακή πολιτική συνά¬δουν σε πολύ μεγάλο βαθμό με εκείνες της Ευρωπαϊκής ενερ¬γειακής πολιτικής και αφορούν:
• στην ασφάλεια ενεργειακού ανεφοδιασμού
• στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των προ-βλημάτων που προκύπτουν σχετικά με το περιβάλλον και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής,
• στη βιώσιμη ανάπτυξη και στην προστασία του καταναλωτή, καθώς και
• στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργει¬ας.
Οι προκλήσεις που έρχεται να αντιμετωπίσει η χώρα για την ενεργειακή της πολιτική είναι ακόμα μεγαλύτερες αν συ-νυπολογιστούν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και η αβεβαιότητα των μελλοντικών οικονομικών συγκυριών.
Παράλληλα, πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν συμφωνηθεί δεσμευτι¬κοί ενεργειακοί στόχοι για τα Κράτη-Μέλη μέχρι το 2020, σε σχέση με τη διείσδυση των ΑΠΕ και τη μείωση των εκπο¬μπών Αερίων Φαινομένου Θερμοκηπίου ενώ, από το 2013 η ηλεκτροπαρα-γωγή επιβαρύνεται με το συνολικό κόστος εκπομπών (παύει να ισχύει η δωρεάν διανομή δικαιωμάτων εκπομπών) και από το 2015 πρέπει όλες οι αγορές να πληρούν τα κριτήρια του «Μοντέλου Στόχου» (Target Model).
II.3.1. Διασφάλιση ενεργειακού εφοδιασμού
Σημαντικές προκλήσεις στο πεδίο του ενεργειακού εφοδι-ασμού της χώρας θα αποτελέσουν η διασφάλιση του επαρκούς εφοδιασμού καυσίμων και η ενίσχυση των εγχώριων πηγών ενέργειας.
Συγκεκριμένα ένας από τους σημαντικότερους στόχους αποτελεί η μέγιστη δυνατή απεξάρτηση από τις εισαγωγές πετρελαίου. Οι διακυμάνσεις των τιμών πετρελαίου και η αβεβαιότητα ως προς τη διασφάλιση προμήθειας λόγω της έλλειψης εναλλακτικών προμηθευτών και της αναγκαστικής διέλευσης μέσω γεωπολιτικά ασταθών περιοχών αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για την εξασφάλιση της επάρκειας για την κάλυψη των αναγκών. Επιπλέον, η χρήση πετρελαίου συνε-πάγεται υψηλές εκπομπές αέριων ρύπων (CO2, SO2 και NOx) με αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Για τους παραπάνω λόγους, είναι σημαντικό να καθοριστεί ένα στρατηγικό πλαίσιο για τη σταδιακή μείωση της χρήσης και όπου είναι τεχνικό-οικονομικά εφικτό την πλήρη αντικατάσταση του πε¬τρελαίου από φυσικό αέριο και ΑΠΕ σε όλους τους τομείς τελικής κατανάλωσης αλλά με την παράλληλη διασφάλιση της τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας.
Απαιτείται επίσης σχεδιασμός για την προώθηση κατα-σκευής αποθηκευτικών χώρων και αγωγών μεταφοράς καυσίμων, τόσο υγρών καυσίμων όσο και φυσικού αερίου, στα πλαίσια ενός περιφερειακού σχεδιασμού ώστε να μειω¬θεί το κόστος διακίνησης τους. Η μείωση της εξάρτησης από το πετρέλαιο είναι σημαντικό να συνοδευτεί από την ενί¬σχυση της ασφάλειας εφοδιασμού σε φυσικό αέριο, το οποίο αναμένεται να εισχωρήσει σημαντικά σε όλους σχεδόν τους τομείς της τελικής κατανάλωσης αλλά και στον τομέα του ηλεκτρισμού τα επόμενα χρόνια.
Η διαφοροποίηση των πηγών προέλευσης του φυσικού αερίου καθώς και η περαιτέρω ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG)με την κατασκευή νέων τερματικών σταθμών και την επέκταση του υφιστάμενου σταθμού ΥΦΑ στη Ρεβυθούσα αποτελούν προκλήσεις για την εθνική ενεργειακή πολιτική. Η υλοποίηση επενδύσεων σε υποδομές και η συμμετοχή σε διασυνοριακά έργα ενίσχυσης και κατασκευής αγωγών φυσικού αερίου, θα μετατρέψουν την Ελλάδα σε ενεργειακό κόμβο, συμβάλλοντας στην ασφάλεια εφοδιασμού και ενισχύοντας την εθνική οικονομία.
Παράλληλα, η εκμετάλλευση των εγχώριων αποθεμάτων υδρογονανθράκων αποτελεί προτεραιότητα για τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα, ενώ η ολοκλήρωση των μελετών για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές της ελληνικής επι¬κράτειας αναμένεται να δώσουν τα απαραίτητα στοιχεία για τις δυνατότητες κάλυψης των ενεργειακών αναγκών από εγχώρια αποθέματα.
Επιπλέον στόχος της εθνικής ενεργειακής πολιτικής απο-τελεί η ενίσχυση των ηλεκτρικών δικτύων τόσο μέσω των διασυνοριακών διασυνδέσεων όσο και στο εσωτερικό της χώρας. Συγκεκριμένα, κρίνεται σημαντικό να εξασφαλι¬στεί η ενίσχυση των διασυνδέσεων με τις γειτονικές χώρες για την υποστήριξη των διασυνοριακών συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας, με τις οποίες επιτυγχάνεται εξισορρόπηση των εγχώριων χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας με αυτές των γειτονικών χωρών και ταυτόχρονη εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας.
Σημαντική πρόκληση αποτελεί επιπλέον η διασύνδεση του συνόλου σχεδόν των μη διασυνδεδεμένων νησιών με το ηπειρωτικό δίκτυο καθώς και η περαιτέρω ενίσχυση του τελε-υταίου. Υπό αυτές τις συνθήκες καθίσταται εφικτή αφενός η κάλυψη των φορτίων αιχμής των μη διασυνδεδεμένων νησιών με παράλληλη απεξάρτηση τους από τους ρυπογόνους πε-τρελαϊκούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, αφετέρου η πλήρης αξιοποίηση του τοπικού ανανεώσιμου δυναμικού. Προα-παιτούμενο για τα προηγούμενα αποτελεί η ορθή υλοποίηση των έργων ανάπτυξης του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν προγραμματιστεί και περιγράφονται στη «Μελέτη Ανάπτυξης Συστήματος Μεταφοράς 2010-2014» (ΜΑΣΜ) που έχει εκδοθεί από τον ΔΕΣΜΗΕ.

Μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις στον τομέα της ενέργειας είναι η ανάπτυξη και βέλτιστη αξιοποίηση των εγχώριων πηγών, τόσο των συμβατικών καυσίμων, όσο και του ανανεώσιμου δυναμικού, γεγονός που θα συμβάλλει σημαντικά στη μείωση της τρέχουσας υψηλής εξάρτησης από εισαγωγές, θα παρέχει ασφάλεια ως προς την κάλυψη των εγχώριων φορτίων και θα αποτελέσει σημαντικό μέσο ενί-σχυσης και ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Ιδιαίτερα στον τομέα των ΑΠΕ είναι επιτακτικό να επιλυθούν όλα τα ζητήματα που αφορούν σε καθυστερήσεις στην αδειοδοτική διαδικασία, καθώς και στην ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών δικτύου όπου αυτό απαιτείται. Επιπλέον, είναι σημαντικό, κυρίως για τα αιολικά (ειδικά και για τα θαλάσσια) και φωτοβολταϊκά πάρκα, να προγραμματιστεί μια μελέτη για τη βέλτιστη χωροθέτησή τους στις διοικητικές περιφέρειες, σε σχέση, τόσο με το υπάρχον δυναμικό όσο και με το εκτιμώμενο φορτίο.
Η ανάπτυξη ενός συστήματος διεσπαρμένης παραγωγής, κυρίως από ΑΠΕ, το οποίο θα συνεισφέρει στην καλύτερη αξιοποίηση των τοπικών ενεργειακών πόρων, την απευθείας τροφοδότηση και, κατά συνέπεια εξασφάλιση κάλυψης των τοπικών φορτίων καθώς και τη μείωση απωλειών κατά τη μεταφορά, κρίνεται σημαντική. Στο πλαίσιο αυτό, η συμβολή των τεχνολογιών ΑΠΕ για κάλυψη θερμικών ή ακόμη και ψυ-κτικών φορτίων, ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη απεξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα είναι απαραίτητη, ενώ και στον τομέα των μεταφορών πρέπει να υπάρξει η απαραίτητη ορθολογική ανάπτυξη εγχώριας παραγωγής βιοκαυσίμων.
Το υψηλό ανανεώσιμο δυναμικό που εμφανίζει η Ελλάδα, ειδικά σε ηλιακή ενέργεια, δημιουργεί προοπτικές εκμετάλ-λευσης της
παραγόμενης ενέργειας από άλλες χώρες στο πλαίσιο ανάπτυξης διευρωπαϊκών δικτύων ηλεκτρικής ενέρ-γειας. Η ανάπτυξη τέτοιων στρατηγικών επενδυτικών σχε¬δίων, θα ενισχύσει τον ενεργειακό ρόλο της Ελλάδας, θα προσφέρει σημαντικά άμεσα οφέλη στην εγχώρια οικονομία, ενώ θα δημιουργήσει αναπτυξιακές προοπτικές και νέες θέ¬σεις εργασίας σε διάφορους εμπορικούς και βιομηχανικούς κλάδους.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του εθνικού ηλεκτρικού συστή-ματος αποτελεί η ιδιαιτερότητα του φορτίου αιχμής, ως προς τη μετατόπιση του από τους χειμερινούς στους θερινούς μήνες (και συγκεκριμένα στο μέσο της ημέρας), γεγονός που οφείλεται ως επί το πλείστον στην αυξημένη χρήση των κλι-ματιστικών ειδικά στα αστικά κέντρα. Το συγκεκριμένο χα-ρακτηριστικό είναι και αυτό που δεσμεύει ορισμένες ανάγκες εγκατεστημένης ισχύος και αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα για την αντιμετώπιση των προκλήσεων σχετικά με την εξασφάλιση κάλυψης των ηλεκτρικών φορτίων. Η ανά¬πτυξη έξυπνων δικτύων και μετρητών δύναται να συμβάλλει ση-μαντικά στον προγραμματισμό και συντονισμό για την εξι-σορρόπηση της ζήτησης με την παραγωγή ενέργειας. Επιπ-λέον, σκόπιμο κρίνεται να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη και διεύρυνση συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργε-ιας (λ.χ. ανάπτυξη μεγάλων αντλητικών υδροηλεκτρικών σταθμών). Υπό το φως των ανωτέρω, τα χαρακτηριστικά του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος, καθιστούν αναγκαία τη συνεχή ανάλυση της συμπεριφοράς του, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια της λειτουργίας του.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΗΛΙΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Το υψηλό δυναμικό σε ΑΠΕ που εμφανίζει η Ελλάδα, ειδικά σε ηλιακή ενέργεια, δημιουργεί προοπτικές αξιοποίησης της ενέργειας αυτής από άλλες χώρες, στο πλαίσιο ανάπτυξης διευρωπαϊκών συνεργασιών. Κρίσιμη παράμετρος ωστόσο για την υλοποίηση της εξαγωγής «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελεί η ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών δικτύου και η εύρεση των επενδυτικών κεφαλαίων, μέσα σε ένα πλαίσιο διευρυμένων διακρατικών συνεργασιών.

Ένα έργο που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές με σκοπό την εξαγωγή της προς χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης είναι το Πρόγραμμα ΗΛΙΟΣ. Στην Ελλάδα λόγω του υψηλού ποσοστού ηλιοφάνειας, οι επενδύσεις σε ηλιακή ενέργεια είναι αποδοτικότερες συγκρινόμενες με τις ίδιες επενδύσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτή τη λογική στηρίζεται το Πρόγραμμα ΗΛΙΟΣ το οποίο έχει στέρεα νομική βάση, καθώς η Οδηγία 28/2009 της ΕΕ για την προώθηση των ΑΠΕ προβλέπει μηχανισμούς συνεργασίας μεταξύ κρατών-μελών.

Τα οφέλη, ιδιαίτερα στην Περιφέρεια, από ένα τέτοιο έργο είναι πολλαπλά, τόσο κατά τη φάση της ανάπτυξης του (απασχόληση, τεχνογνωσία κ.ά.) όσο και κατά τη λειτουργία του (απασχόληση, έσοδα από την πώληση της ενέργειας). Επιπλέον, η ενίσχυση και η ανάπτυξη νέων δικτυακών υποδομών που προβλέπει το έργο, συμβάλλουν ουσιαστι­κά τόσο στην υλοποίηση των σχεδίων ανά­πτυξης των Ευρωπαϊκών διασυνδέσεων όσο και στη δημιουργία της ενιαίας Ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας. Η ανάπτυξη τέτοιων στρατηγικών επενδυτικών σχεδίων, θα ενισχύσει το ενεργειακό ρόλο της Ελλάδας, θα προσφέρει σημαντικά άμεσα οφέλη στην εγχώρια οικονομία, ενώ θα δημιουργήσει και αναπτυξιακές προοπτικές και νέες θέ­σεις εργασίας στην περιφέρεια.

Η ανάπτυξη του έργου σχεδιάζεται έτσι ώστε να μην παρεμποδίσει την ανάπτυξη των ΑΠΕ του Εθνικού Σχεδίου Δράσης.

 

II.3.2. Αποτελεσματική λειτουργία εσωτερικής αγοράς ενέργειας
Η επίτευξη μιας λειτουργικής εσωτερικής αγοράς ενέργειας αποτελεί σημαντική πρόκληση για τον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό.
Συγκεκριμένα, στόχο αποτελεί η αξιόπιστη, προσιτή και επαρκής παροχή ενέργειας και ενεργειακών υπηρεσιών σε κάθε καταναλωτή και επιχείρηση, με ενίσχυση του ρόλου του στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαίο να εξασφα-λίζεται ένα μεγαλύτερο εύρος επιλογών αλλά και χαμηλότερες τιμές, καθώς και η εξομάλυνση των ανισοτήτων σχετικά με τους όρους πρόσβασης στις ενεργειακές υπηρεσίες.
Η απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου έχει ήδη υλοποιηθεί τυπικά σε μεγάλο βαθμό και απομένει να εξασφαλιστεί το περαιτέρω άνοιγμα της αγο-ράς, η είσοδος νέων εταιρειών προμήθειας ενέργειας και η διαφοροποίηση προϊόντων και υπηρεσιών. Στόχος είναι να επιτευχθούν κατά το δυνατόν πιο ανταγωνιστικές τιμές και κόστος ενέργειας, να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός περιορίζο¬ντας ή αποφεύγοντας φαινόμενα μονοπωλιακού χαρακτήρα, στρεβλώσεων και δύναμης ελέγχου της αγοράς.
Με την εφαρμογή του 3ου Ενεργειακού πακέτου της Ε.Ε. αναμένονται σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική αγορά ηλεκτρισμού & φυσικού αερίου. Πρόκειται για ένα ολοκληρω-μένο πακέτο που επιδιώκει πολλαπλούς στόχους, ενώ το βασικό εργαλείο για την υιοθέτηση και εφαρμογή των συ-γκεκριμένων μεταρρυθμίσεων αποτελεί ο πρόσφατα εκδοθείς Ν. 4001/2011 «για τη Λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκ-τρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις». Συγκεκριμένα, σκοπός του Ν. 4001/2011 είναι η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με τις Οδηγίες 2009/72/ΕΚ και 2009/73/ΕΚ, με στόχο την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας & φυσικού αερίου, την ανάπτυξη μιας πιο λειτουργικής και ανταγωνιστικής αγοράς ενέργειας προς όφελος του καταναλωτή. Επιπλέον, με την ψήφιση του συγκεκριμένου νόμου, εισάγονται πρόσθετοι κανόνες ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. αποτελεσματικός διαχωρισμός των δραστηριοτήτων μεταφοράς και διανομής από τις δραστηριότητες παραγωγής και προμήθειας, πρότυπο ανεξάρτητων διαχειριστών, θεσμική αναβάθμιση της ΡΑΕ, προστασία των πελατών προμήθειας, κ.α.). Ως αποτέλεσμα αυτών των νομοθετικών και κανονιστικών αλλαγών, αναμένεται να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη μιας πλήρως αναμορφωμένης αγοράς ενέργειας.
II.3.3. Εξοικονόμηση Ενέργειας στην τελική χρήση & βιώσιμη ανάπτυξη
Βασική πρόκληση και στόχο αποτελεί για την εθνική ε-νεργειακή πολιτική η υλοποίηση μέτρων και δράσεων, που η εφαρμογή τους θα οδηγήσει σε ουσιαστική εξοικονόμηση ενέργειας. Η ενεργειακή εξοικονόμηση θα πρέπει να προέλθει ουσιαστικά από τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την αλλαγή της ενεργειακής συμπεριφοράς των καταναλωτών, ανεξάρτητα από τις δυσχερείς οικονομικές συνθήκες, που εξ ορισμού τους οδηγούν σε μείωση των δαπανών και, κατ’ επέκταση, της κατανάλωσης ενέργειας.
Υψηλό δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας παρουσιάζει ο κτιριακός τομέας. Η ενεργειακή αναβάθμιση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος σε συνδυασμό με την προώθηση της κατασκευής κτιρίων σχεδόν «μηδενικής ενεργειακής κατανά-λωσης» θα έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας του εν λόγω τομέα αλλά και θα προσφέρει σημαντική ώθηση στην αγορά τεχνολογιών ΑΠΕ και ΕΞΕ για τις κτιριακές εγκαταστάσεις.

Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί και στον τομέα των με-ταφορών, ειδικά με την αύξηση της συμμετοχής των μέσων μαζικής μεταφοράς στο μεταφορικό έργο των επιβατικών και εμπορευματικών μεταφορών, καθώς και τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και των οχημάτων. Σκο-πός είναι να γίνουν ελκυστικότερα τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ενσωματώνοντας παράλληλα τεχνολογίες βελτίωσης της ενεργειακής τους απόδοσης και προωθώντας τη χρήση εναλ-λακτικών καυσίμων όπως το φυσικό αέριο και τα βιοκαύσιμα. Σε αυτό το πλαίσιο, αποτελεί στόχο η ενίσχυση των μέσων σταθερής τροχιάς με την ανάπτυξη καλύτερων υποδομών και σχεδίων αστικής κινητικότητας.
Η προώθηση και θέσπιση κινήτρων για το μερικό εξηλεκ-τρισμό των οδικών μεταφορών, τόσο σε επίπεδο δημόσιων, όσο και ιδιωτικών μέσων μεταφοράς, καθώς και η πληροφό-ρηση-ευαισθητοποίηση των πολιτών σχετικά με την εξοικο-νόμηση ενέργειας στις μεταφορές (οικονομική και οικολογική οδήγηση), θα πρέπει να αποτελέσει έναν επιπλέον στόχο σε ότι αφορά τον τομέα των μεταφορών.
Κύρια πρόκληση ωστόσο για την εθνική ενεργειακή στρα-τηγική θα αποτελέσει η αξιοποίηση της διάδοσης νέων τεχνο-λογιών στους τομείς της ζήτησης και προσφοράς ενέργειας με σκοπό την ενίσχυση της εγχώριας επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης. Επιπλέον, η ήδη δρομολογημένη ένταξη της χώρας στα μεγάλα διεθνή δίκτυα πρόκειται να ενδυναμώσει το γεωστρατηγικό της ρόλο στον ενεργειακό χάρτη της ευρύτερης περιοχής και της Ευρώπης, συμβάλλο¬ντας παράλληλα στην ενδυνάμωση και ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.
II.4. Συμπεράσματα
Η ανάλυση της παρούσας κατάστασης ως προς την πα-ραγωγή, διανομή και κατανάλωση ενέργειας σε όλους τους τομείς τελικής χρήσης, υποδεικνύει ότι απαιτείται πολύ μεγάλη προσπάθεια και συντονισμός για την κατάρτιση συγκεκριμένων αξόνων δράσης έτσι ώστε να επιτευχθούν οι βασικοί ενεργειακοί στόχοι.
Ο σχεδιασμός αυτών των δράσεων εντάσσεται στο γενι-κότερο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, όπου έχει σχεδιαστεί ένα πρόγραμμα πολυ-επίπεδων παρεμβάσεων με στόχο την επίτευξη των κεντρικών περιβαλλοντικών στόχων για συγκράτηση της αύξησης θερμοκρασίας στους 2οC μέχρι το 2050. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα προκειμένου να επιτύχει τους επιμέρους εθνικούς της στόχους οφείλει να ακολουθήσει τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές ενεργειακής πολιτικής και λήψης μέτρων.
Η απλή υιοθέτηση ωστόσο αυτών των Ευρωπαϊκών πολι-τικών δεν αρκεί καθώς απαιτείται παράλληλα και η ανάλυση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, η αναγνώριση συγκεκριμένων εμποδίων και η ανάπτυξη εργαλείων προσαρμοσμένων στην εγχώρια αγορά ώστε τελικά να μπορούν αυτές οι πολιτικές και δράσεις να επιφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η αποτίμηση της υφιστάμενης κατάστασης στην Ελλάδα οδηγεί σε σημαντικά συμπεράσματα ως προς τις ιδιαιτερότητες, τις δυσκολίες και τα εμπόδια για την υλοποίηση της εθνικής ενεργειακής πολιτικής. Ταυτόχρονα η σύγκριση με άλλες χώρες, αλλά και με το σύνολο των Κρατών-Μελών υποδηλώνει την απόκλιση της Ελλάδας σε συγκεκριμένους τομείς και μπορεί να συμβάλλει στον καθορισμό ενός οδικού χάρτη για την προσέγγιση των στόχων και την ενδυνάμωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας.
Η τελική κατανάλωση ενέργειας στην Ελλάδα βασίζεται σχεδόν εξολοκλήρου σε συμβατικά καύσιμα και μάλιστα ρυ-πογόνα, ενώ οι συνήθεις τεχνολογίες που εφαρμόζονται στους περισσότερους τομείς επιτυγχάνουν σχετικά χαμηλή ενερ-γειακή απόδοση. Παράλληλα, η συμμετοχή των ΑΠΕ παραμένει καθηλωμένη σε ποσοστό μικρότερο από το μέσο Ευρωπαϊκό όρο, ενώ αν και η διείσδυση του φυσικού αερίου στην τελική κατανάλωση στην Ελλάδα παρουσίασε αξιόλογη δυναμική, εξακολουθεί να αφορά μόνο σε μικρό μερίδιο της συνολικής κατανάλωσης και βρίσκεται αρκετά μακριά από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στο πλαίσιο αυτό και δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική υποδεικνύει τους στό¬χους αλλά αφήνει σημαντικά περιθώρια για την ανάπτυξη εθνικών στρατηγικών σε κάθε Κράτος-Μέλος, η Ελλάδα θα πρέπει να καταρτίσει έναν ενεργειακό σχεδιασμό, που θα λαμβάνει υπόψη τις ακόλουθες παραμέτρους:
• Την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και τη δια-φοροποίηση του ενεργειακού μίγματος μέσω της βέλτιστης αξιοποίησης του εγχώριου δυναμικού, ει-δικά για την ανάπτυξη τεχνολογιών ΑΠΕ.
• Την προστασία του έλληνα καταναλωτή μέσω της διασφάλισης μιας λειτουργικής αγοράς ενέργειας.
• Την προστασία του περιβάλλοντος και τη μείωση εκπομπών αέριων ρύπων.
• Τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης σε όλους του τομείς τελικής χρήσης.
• Την προστασία της ανταγωνιστικότητας της ελληνι¬κής βιομηχανίας.
• Τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ο εθνικός ενεργεια¬κός σχεδιασμός οφείλει να περιλαμβάνει συντονισμένες κα-τευθύνσεις οι οποίες οργανωμένες σε τέσσερις βασικούς άξονες (θεσμικό πλαίσιο, έργα υποδομών, μηχανισμοί αγο¬ράς, αξιοποίηση δυναμικού) και σύμφωνα με την εξέλιξη των τεχνολογιών θα μπορούν, εφόσον εφαρμοστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά, να οδηγήσουν στην ουσιαστική επίτευξη των παραμέτρων που αναφέρονται παραπάνω.

  • 10 Μαΐου 2012, 11:29 | Δ. Σπανάκης

    Είναι σημαντικό κατά τη γνώμη μου να δοθούν ειδικά κίνητρα για την ανάπτυξη υβριδικών συστημάτων παραγωγής σε φωτοβολταϊκά και αιολικά ισχύος μέχρι 100KW στις πόλεις και την περιφέρεια με απλοποίηση της αδειοδότησης και των χρήσεων γής, με στόχο την οικονομική στήριξη μικροπαραγωγών, αγροτών, βιοτεχνών και νομικών προσώπων – Δήμοι κλ.
    Παράλληλα να απαγορεύεται η εμπορευματοποίηση δηλ οι άδειες να είναι προσωπικές, ώστε να είναι αδύνατη η συγκέντρωση πολλών αδειών σε εταιρίες μαϊμού.

    Οι αδειοδοτήσεις σε μεγάλες μονάδες ΑΠΕ να διδονται μόνο πάνω και κάτω από ένα όριο ισχύος, που θα ορισθεί οικονομοτεχνικά, πχ πάνω από 30MW και κάτω από 200MW, ανάλογα για φωτοβολταϊκά, θερμικούς σταθμούς και αιολικά, και μόνο σε συνδιασμό με ατλιοταμίευση, θερμική αποθήκευση, διασύνδεση νήσων και αυστηρούς περιβαλλοντικούς όρους.
    Το άνω όριο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση διασποράς, κλ.
    Επι πλέον να προβλεφθεί ποσόστοση πχ 25% για τα υβριδικά συστήματα στο σύνολο των ΑΠΕ.

    Είναι άδικο η πίττα των ΑΠΕ να παραχωρηθεί προνομιακά μόνο σε πολυεθνικές εταιρίες του εσωερικού ή εξωτερικού και ο ελληνικός λαός να υφίσταται τις περιβαλλοντικές συνέπειες και την απώλεια γής με αντάλλαγμα μόνο ολίγες θέσεις εργασίας!

  • 8 Μαΐου 2012, 09:48 | ΣΠΕΦ

    Η ενσωμάτωση της χρήσης φυσικού αερίου σε κάθε μορφή τελικής κατανάλωσης ενέργειας όπως προβλέπεται στον σχεδιασμό είναι μάλλον αδόκιμη αφού έτσι εξαρτά επικίνδυνα την χώρα ενεργειακά από το εξωτερικό κάτι το οποίο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν το αντέχει. Επιπλέον την στιγμή που η κατάληξη της οικονομικής κρίσης πιθανολογείται σοβαρά να είναι η έξοδος από το ευρώ όλες αυτές οι πανάκριβες εισαγωγικές υποδομές αποθήκευσης και διανομής εισαγόμενου φυσικού αερίου μάλλον δεν έχουν κανένα νόημα.
    Αντί αυτής της πολιτικής θα έπρεπε μέσω υποδομών αντλησιοταμίευσης και δικτύων να αυξηθεί περισσότερο η διείσδυση των ΑΠΕ ενώ το φυσικπό αέριο να παραμείνει αποκλειστικά ως κάυσιμο αντικατάσταησης του πετρελαίου αλλά και εφεδρείας εξισορρόπησης της ζήτησης σε ακραίες περιπτώσεις. Δυστυχώς μέχρι σήμερα τα μη διασυνδεδεμένα νησιά συνεχίζουν στην ηλεκτροπαραγωγή να καταναλώνουν πετρέλαιο ενώ εκεί θα έπρεπε να είχε δοθεί η προτεραιότητα (προς 10ετίας) αντικατάσταης με φ.α. μέσω τοπικών δεξαμενών αποθήκευσης. Αντι δηλαδή οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής να έχουν δεξαμενές πετρελαίου να είχαν ήδη φ.α.
    Αντί αυτού στα νησιά δεν έγινε τίποτα όπου και συνεχίζουν να καταναλώνουν πετρέλαιο ενώ το φ.α. στην ηπειρωτική χώρα υποκατέστησε εγχώρια παραγώμενη λιγνιτική ενέργεια με δραματικές οικονομικές συνέπειες για την χώρα και την εξάρτηση της.
    Για άλλη μια φορά λοιπόν η χώρα μας συμπεριφέρθηκε απερίσκεπτα ως επιφανής εισαγωγέας «μεγαλοπελάτης» και μάλιστα ενάντια προς τα συμφέροντα της οικονομίας της.

    Στέλιος Λουμάκης

  • 8 Μαΐου 2012, 09:31 | ΣΠΕΦ

    Η ενσωμάτωση της χρήσης φυσικού αερίου σε κάθε μορφή τελικής κατανάλωσης ενέργειας όπως προβλέπεται στον σχεδιασμό είναι μάλλον αδόκιμη αφού έτσι εξαρτά επικίνδυνα την χώρα ενεργειακά από το εξωτερικό κάτι το οποίο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν το αντέχει. Επιπλέον την στιγμή που η κατάληξη της οικονομικής κρίσης πιθανολογείται σοβαρά να είναι η έξοδος από το ευρώ όλες αυτές οι πανάκριβες εισαγωγικές υποδομές αποθήκευσης και διανομής εισαγόμενου φυσικού αερίου μάλλον δεν έχουν κανένα νόημα.

    Αντί αυτής της πολιτικής θα έπρεπε μέσω υποδομών αντλησιοταμίευσης και δικτύων να αυξηθεί περισσότερο η διείσδυση των ΑΠΕ ενώ το φυσικπό αέριο να παραμείνει αποκλειστικά ως κάυσιμο αντικατάσταησης του πετρελαίου αλλά και εφεδρείας εξισορρόπησης της ζήτησης σε ακραίες περιπτώσεις. Δυστυχώς μέχρι σήμερα τα μη διασυνδεδεμένα νησιά συνεχίζουν στην ηλεκτροπαραγωγή να καταναλώνουν πετρέλαιο ενώ εκεί θα έπρεπε να είχε δοθεί η προτεραιότητα (προς 10ετίας) αντικατάσταης με φ.α. μέσω τοπικών δεξαμενών αποθήκευσης. Αντι δηλαδή οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής να έχουν δεξαμενές πετρελαίου να είχαν ήδη φ.α.

    Αντί αυτού στα νησιά δεν έγινε τίποτα όπου και συνεχίζουν να καταναλώνουν πετρέλαιο ενώ το φ.α. στην ηπειρωτική χώρα υποκατέστησε εγχώρια παραγώμενη λιγνιτική ενέργεια με δραματικές οικονομικές συνέπειες για την χώρα και την εξάρτηση της.

    Για άλλη μια φορά λοιπόν η χώρα μας συμπεριφέρθηκε απερίσκεπτα ως επιφανής εισαγωγέας «μεγαλοπελάτης» και μάλιστα ενάντια προς τα συμφέροντα της οικονομίας της.

  • 7 Μαΐου 2012, 20:16 | ΚΩΣΤΑΣ

    Το σχέδιο που καταρτίστηκε, εάν υλοποιηθεί χωρίς χρονοτριβές και παρακάμπτοντας την ελληνική γραφειοκρατία, θα αποτελέσει τον μεγαλύτερο μοχλό ανάπτυξης της χώρας μας και θα την οδηγήσει στην ανάπτυξη και την ευημερία από τον πιο σύντομο δρόμο. Ειδικότερα η προώθηση δημιουργίας μονάδων ΑΠΕ θα πρέπει να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος της ενεργειακής στρατηγικής της χώρας, συνεπικουρούμενη και από άλλες μορφές ενέργειας όπως το φυσικό αέριο και παράλληλα, όπως σωστά αναφέρεται στην έκθεση, θα πρέπει να μειωθεί και σταδιακά να σταματήσει η εξάρτηση της χώρα από το πετρέλαιο.
    Στο σχέδιο δημιουργίας ωστόσο αυτών των μονάδων ΑΠΕ, εντοπίζω όμως κάποια παραθυράκια μέσα από τα οποία πιστεύω ότι θα παρεισφρήσουν ξένοι επενδυτές, που ως γνώμονα θα έχουν το δικό τους κέρδος και όχι την οικονομική ανέλιξη της Ελλάδας μας. Επίσης η προσέλευση αυτών των επενδύσεων σε ΑΠΕ (κυρίως σε δημιουργία Φ/Β πάρκων) θα πρέπει να προϋποθέτει τη δημιουργία θέσεων εργασίας, οι οποίες θα πρέπει να καλυφθούν από τον άνεργο Έλληνα και όχι από οποιονδήποτε λαθρομετανάστη, που τελικά η εργασία του δεν αποφέρει τα απαιτούμενα έσοδα στα Ασφαλιστικά Ταμεία και επιτυγχάνεται εξαγωγή συναλλάγματος από τη χώρα.
    Όσον αφορά τα βιοκαύσιμα, όντας και μέλος αγροτικής οικογένειας, πιστεύω πως η χώρα πρέπει να καλύψει πρωτίστως την επάρκειά της σε τρόφιμα και εφόσον υπάρχει δυνατότητα, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω λόγω της ιδιαιτερότητας του εδάφους της Ελλάδας που εκ των πραγμάτων περιορίζει τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις.