Άρθρο 24 Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών – Τροποποίηση του άρθρου 86 του ν. 4261/2014 (παρ. 27 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)

Το εισαγωγικό εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 86 του ν. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται, το στοιχείο i) της υποπερ. αα) της περ. ια) της παρ. 1 αντικαθίσταται, η υποπερ. αα) της περ. ιβ) της παρ. 1 αντικαθίσταται, προστίθενται παρ. 2, 3 και 4 και το άρθρο 86 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 86
Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών
(άρθρο 94 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Στην περίπτωση μεταβλητών στοιχείων αποδοχών, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα και βάσει των ιδίων προϋποθέσεων με εκείνες της παρ. 2 του άρθρου 84, τηρουμένων των ειδικότερων διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας:
α) στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των αποδοχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό αξιολόγησης των επιδόσεων του ατόμου, της εμπλεκόμενης υπηρεσιακής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων του ιδρύματος, και, κατά την αξιολόγηση των ατομικών επιδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια,
β) η αξιολόγηση των επιδόσεων εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η καταβολή των τμημάτων της αμοιβής που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε χρονική περίοδο εντός της οποίας είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη ο υποκείμενος κύκλος της οικονομικής δραστηριότητας του ιδρύματος και οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι,
γ) το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητα των ιδρυμάτων να ενισχύουν την κεφαλαιακή βάση τους,
δ) οι εγγυημένες μεταβλητές αμοιβές δεν συνάδουν με την υγιή διαχείριση κινδύνων ή την αρχή της αμοιβής βάσει επιδόσεων και δεν περιλαμβάνονται στα μελλοντικά σχέδια αποδοχών και ως εκ τούτου αποτελούν εξαίρεση και παρέχονται μόνο όταν προσλαμβάνεται νέο προσωπικό, υπό τον όρο ότι το ίδρυμα διαθέτει υγιή και ισχυρή κεφαλαιακή βάση, και μόνο για το πρώτο έτος απασχόλησης,
ε) οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα. Το σταθερό στοιχείο αντιπροσωπεύει ένα επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, προκειμένου να επιτρέπει την εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής κατά το σκέλος των μεταβλητών αποδοχών, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να μην καταβληθούν μεταβλητές αποδοχές,
στ) τα ιδρύματα ορίζουν τη δέουσα αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών, εφαρμόζοντας τις ακόλουθες αρχές:
αα) η μεταβλητή συνιστώσα δεν υπερβαίνει το 100% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο,
ββ) η Γενική Συνέλευση του ιδρύματος μπορεί να εγκρίνει υψηλότερη μέγιστη αναλογία μεταξύ σταθερής και μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ύψος της μεταβλητής συνιστώσας δεν υπερβαίνει το 200% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε πρόσωπο. Τυχόν έγκριση υψηλότερης αναλογίας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου πραγματοποιείται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:
i) η Γενική Συνέλευση του ιδρύματος αποφασίζει βάσει λεπτομερούς εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος στην οποία αναφέρονται οι λόγοι και η έκταση εφαρμογής της επιδιωκόμενης έγκρισης, περιλαμβανομένων του αριθμού των απασχολούμενων το οποίο αφορά, των καθηκόντων τους και του αναμενόμενου αντίκτυπου ως προς την απαίτηση διατήρησης υγιούς κεφαλαιακής βάσης,
ii) η Γενική Συνέλευση αποφασίζει με πλειοψηφία 66% τουλάχιστον εφόσον παρίσταται ή εκπροσωπείται το 50% τουλάχιστον των μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή, σε αντίθετη περίπτωση, αποφασίζουν με πλειοψηφία 75% των παρόντων ή εκπροσωπούμενων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας,
iii) το ίδρυμα γνωστοποιεί σε όλους τους μετόχους ή τους συνεταίρους, παρέχοντας προηγουμένως εύλογη περίοδο προειδοποίησης, ότι θα επιδιωχθεί έγκριση δυνάμει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου,
iv) το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τη γνωστοποίηση προς τους μετόχους, περιλαμβανομένης της προτεινόμενης υψηλότερης μέγιστης αναλογίας και του σχετικού σκεπτικού, είναι δε σε θέση να αποδείξει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι η προτεινόμενη υψηλότερη αναλογία δεν αντιβαίνει στις υποχρεώσεις του ιδρύματος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχοντας ιδίως υπόψη τις υποχρεώσεις περί ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,
v) το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, περιλαμβανομένης τυχόν έγκρισης υψηλότερης αναλογίας βάσει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου, η δε Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιούν τις λαμβανόμενες πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των σχετικών πρακτικών των ιδρυμάτων. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζουν τις εν λόγω πληροφορίες στην ΕΑΤ οι οποίες δημοσιεύονται συνολικά στη βάση κράτους-μέλους προέλευσης σε κοινό μορφότυπο διαβίβασης στοιχείων,
vi) τα μέλη του προσωπικού τα οποία αφορούν άμεσα τα αναφερόμενα στο παρόν σημείο υψηλότερα μέγιστα επίπεδα μεταβλητών αποδοχών δεν επιτρέπεται, κατά περίπτωση, να ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, τυχόν δικαιώματα ψήφου που μπορεί να έχουν ως μέτοχοι του ιδρύματος,
ζ) οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και δεν ανταμείβουν την αποτυχία ή τη διάπραξη παραπτωμάτων,
η) τα πακέτα αποδοχών που αφορούν αποζημίωση ή εξαγορά από συμβάσεις σε προηγούμενη απασχόληση πρέπει να ευθυγραμμίζονται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων περί διακράτησης, αναβολής, αναστολής, επιδόσεων και ανάκτησης,
θ) η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές ή των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές περιλαμβάνει προσαρμογή προς κάθε είδους υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων και λαμβάνει υπόψη το κόστος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείται,
ι) η κατανομή των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές εντός του ιδρύματος λαμβάνει επίσης υπόψη το πλήρες φάσμα των υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων,
ια) αα) σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50% των μεταβλητών αποδοχών, αποτελείται από αναλογία των παρακάτω:
i) είτε μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική μορφή του ιδρύματος, ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας είτε μέσα που συνδέονται με μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική μορφή του ιδρύματος, ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα,
ii) κατά περίπτωση, άλλα μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 52 ή 63 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή άλλα μέσα πλήρως μετατρέψιμα σε μέσα του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 ή που έχουν επανεκτιμηθεί, τα οποία σε κάθε περίπτωση αντανακλούν δεόντως την πιστοληπτική ικανότητα του ιδρύματος σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών.
ββ) Τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα περ. αα) υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης, η οποία έχει καταρτιστεί με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θέτει περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύει ορισμένα μέσα σε περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο. Η παρούσα περ. αα) εφαρμόζεται τόσο στην αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών σύμφωνα με την περ, ιβ) όσο και στη μη αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών,
ιβ) αα) η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση ποσοστού ύψους τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, αναβάλλεται για χρονική περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη από τέσσερα (4) έως πέντε (5) έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση των δραστηριοτήτων και τους κινδύνους του ιδρύματος, καθώς και με τα καθήκοντα του μέλους του προσωπικού το οποίο αφορά. Για τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ιδρυμάτων που είναι σημαντικά ως προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, η περίοδος αναβολής δεν είναι μικρότερη από πέντε (5) έτη,
ββ) οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής δεν καθίστανται καταβλητέες ταχύτερα απ’ ότι προβλέπεται σε αναλογική βάση (pro-rata). Σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά ποσοστό ύψους 60%. Η χρονική διάρκεια της περιόδου αναβολής καθορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες των μελών του προσωπικού τα οποία αφορά,
ιγ) αα) οι μεταβλητές αποδοχές, περιλαμβανομένου του αναβαλλόμενου μέρους, καταβάλλονται ή κατοχυρώνονται μόνον εφόσον είναι αποδεκτές βάσει της συνολικής χρηματοοικονομικής κατάστασης του ιδρύματος και δικαιολογούνται βάσει των επιδόσεων του ιδρύματος, της εμπλεκόμενης επιχειρησιακής μονάδας και του μέλους του προσωπικού το οποίο αφορούν.
ββ) Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών, κατά κανόνα, μειώνεται σημαντικά όταν το ίδρυμα παρουσιάζει φθίνουσες ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις. Στην περίπτωση αυτή, λαμβάνονται υπόψη τόσο οι τρέχουσες αποδοχές όσο και οι μειώσεις στις αποδοχές που είχαν κατοχυρωθεί στο παρελθόν, μεταξύ άλλων, μέσω ρυθμίσεων malus, επιστροφής αποδοχών (clawback) ή μέσω άλλων ρυθμίσεων.
γγ) Ποσοστό έως και 100% του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών υπόκειται σε ρυθμίσεις malus ή ρυθμίσεις περί επιστροφής αποδοχών. Τα ιδρύματα θεσπίζουν συγκεκριμένα κριτήρια για την εφαρμογή των ρυθμίσεων malus ή επιστροφής αποδοχών. Τα εν λόγω κριτήρια καλύπτουν ειδικότερα καταστάσεις όπου το μέλος του προσωπικού, το οποίο αφορούν:
i) συμμετείχε ή ήταν υπεύθυνο για συμπεριφορά η οποία προξένησε σημαντικές ζημίες στο ίδρυμα,
ii) δεν πληρούσε τα προσήκοντα πρότυπα καταλληλότητας,
ιδ) η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Εάν ο απασχολούμενος αποχωρήσει από το ίδρυμα πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διακρατούνται από το ίδρυμα για χρονικό διάστημα πέντε ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περ. ια). Στην περίπτωση απασχολούμενου, ο οποίος συνταξιοδοτείται, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περ. ια), με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης,
ιε) τα μέλη του προσωπικού δεν χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη (ασφάλιση αστικής ευθύνης) με τις οποίες καταστρατηγούνται οι ενσωματωμένοι στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμοί ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο,
ιστ) οι μεταβλητές αποδοχές δεν καταβάλλονται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που εμποδίζουν τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις διατάξεις του παρόντος ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
2. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 1, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις περ. ια) και ιβ) και στο δεύτερο εδάφιο της περ. ιδ) αυτής δεν ισχύουν για:
α) ίδρυμα που δεν είναι μεγάλο ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 146) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του οποίου είναι κατά μέσον όρο και σε ατομική βάση, σύμφωνα με τον παρόντα νόμοκαι τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ίση ή μικρότερη από πέντε δισεκατομμύρια (5.000.000.000) ευρώ, κατά τη διάρκεια της τετραετίας που προηγείται άμεσα του τρέχοντος οικονομικού έτους,
β) μέλος του προσωπικού του οποίου οι ετήσιες μεταβλητές αποδοχές δεν υπερβαίνουν τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ και δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο (1/3) των συνολικών ετήσιων αποδοχών του μέλους του προσωπικού.
3. Κατά παρέκκλιση από την περ. α) της παρ. 2, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να μειώσει ή να αυξήσει το ανώτατο όριο που αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι:
α) το εν λόγω ίδρυμα δεν είναι μεγάλο ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 146) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, σε περίπτωση που το ανώτατο όριο αυξάνεται:
αα) το ίδρυμα πληροί τα κριτήρια που ορίζονται α στοιχεία γ), δ) και ε) του σημείου 145) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και
ββ) το ανώτατο όριο δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε δισεκατομμύρια (15.000.000.000) ευρώ,
β) ενδείκνυται να τροποποιηθεί το ανώτατο όριο, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του ιδρύματος, της εσωτερικής οργάνωσής του ή, κατά περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει.
4. Κατά παρέκκλιση της περ. β) της παρ. 2, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να αποφασίζει ότι τα μέλη του προσωπικού στα οποία αποδίδονται ετήσιες μεταβλητές αποδοχές, χαμηλότερες του αναφερόμενου στην παραπάνω περίπτωση ανώτατου ορίου και ποσοστού, δεν υπόκεινται στην εξαίρεση που ορίζεται στην εν λόγω περίπτωση λόγω των ιδιαιτεροτήτων της εθνικής αγοράς, αναφορικά με τις πρακτικές αποδοχών ή λόγω της φύσης των αρμοδιοτήτων και της περιγραφής καθηκόντων των εν λόγω μελών του προσωπικού.».