Άρθρο 30 Υποχρεώσεις και νομιμοποίηση δικηγόρων του Δημοσίου

1. Δικηγόροι του Δημοσίου μπορεί να ορίζονται:
α) Σε έδρες Πρωτοδικείων στις οποίες δεν λειτουργεί Δικαστικό Γραφείο. Στην περίπτωση αυτή, στους οριζόμενους δικηγόρους, ανατίθενται η δικαστική εκπροσώπηση και η υπεράσπιση γενικά των υποθέσεων του Δημοσίου ενώπιον των Δικαστηρίων ή Αρχών στις έδρες των πρωτοδικείων που ορίζονται, καθώς και η διεκπεραίωση εξώδικων νομικών υποθέσεων και σύμπραξης με τις Αρχές της έδρας τους, σε κάθε νόμιμη ενέργεια που διασφαλίζει τα συμφέροντα του Δημοσίου,
β) Σε έδρες πρωτοδικείων στις οποίες λειτουργεί Γραφείο Νομικού Συμβουλίου ή Δικαστικό Γραφείο, εφόσον συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις, εξαιτίας των οποίων οι υπηρετούντες σε αυτά δεν μπορούν, για δικαιολογημένη αιτία, να ανταπεξέλθουν στον ιδιαίτερα αυξημένο φόρτο εργασίας που οφείλεται στις περιστάσεις αυτές. Στην περίπτωση αυτή, οι Δικηγόροι του Δημοσίου ορίζονται ειδικά, με απόφαση του Προέδρου του ΝΣΚ, χωρίς να ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 2 και αμείβονται ανά υπόθεση, έχοντας την υποχρέωση να συνεργάζονται με τους λειτουργούς του ΝΣΚ,
γ) Σε έδρες Ειρηνοδικείων, στις οποίες είναι δυσχερής η πρόσβαση από την έδρα του Γραφείου Νομικού Συμβουλίου ή του Δικαστικού Γραφείου, στην τοπική αρμοδιότητα του οποίου ανήκει. Η ανάθεση μπορεί να γίνεται, είτε ανά υπόθεση, εφαρμοζομένου του δευτέρου εδαφίου της περ. β), είτε για μια τριετία, εφαρμοζομένων των παρ. 2 και 3.
2. Μετά από πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του ΝΣΚ και του κατά τόπο αρμόδιου Δικηγορικού Συλλόγου, ορίζονται, με απόφαση του Προέδρου του ΝΣΚ, οι δικηγόροι του Δημοσίου. Η απόφαση εκδίδεται μετά από γνωμοδότηση της Τριμελούς Επιτροπής της Κεντρικής Υπηρεσίας (ΚΥ) του ΝΣΚ, συνεκτιμώμενης και της εισήγησης των αρμοδίων κατά τόπο Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών (ΔΟΥ) και Κτηματικών Υπηρεσιών, για μία τριετία. Πριν από την παρέλευση της τριετίας είναι οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο δυνατή η αντικατάσταση του δικηγόρου για τον υπολειπόμενο χρόνο ή ο ορισμός νέου για μια τριετία ή η ανάθεση του χειρισμού των υποθέσεων σε Γραφείο του ΝΣΚ. Ανανέωση της εντολής στον ίδιο δικηγόρο επιτρέπεται πάντοτε, αν έχει εκπληρώσει με επάρκεια τα καθήκοντά του. Η αντικατάσταση ή η μη ανανέωση της εντολής δεν δημιουργεί υπέρ του δικηγόρου οποιοδήποτε δικαίωμα προς αποζημίωση, πλην της αξίωσης για καταβολή της οφειλόμενης κατά την παρ. 5 αμοιβής για τις ενέργειές του στις υποθέσεις που του είχαν ανατεθεί, μέχρι την κοινοποίηση σε αυτόν της σχετικής πράξης αντικατάστασης ή μέχρι την εκπνοή της θητείας του.
3. Ο δικηγόρος του Δημοσίου, με τη λήξη της τριετούς εντολής ή με την κοινοποίηση σε αυτόν της πράξης αντικατάστασής του, υποχρεούται να παραδώσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στη δημόσια Υπηρεσία που θα του υποδειχθεί, όλους τους φακέλους των υποθέσεων που του είχαν ανατεθεί, χωρίς να έχει δικαίωμα επίσχεσής τους ή επίσχεσης των εγγράφων που περιέχονται σε αυτούς. Άρνηση παράδοσης των φακέλων συνεπάγεται αξίωση αποζημίωσης για οποιαδήποτε ζημία υποστεί το Δημόσιο, η οποία βεβαιώνεται με πράξη του Προέδρου του ΝΣΚ, και μαζί με σχετικό χρηματικό κατάλογο αποστέλλεται στην αρμόδια ΔΟΥ για την είσπραξή του, ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α’ 90). Οι φάκελοι συνοδεύονται από κατάσταση καταγραφής τους, η οποία υπογράφεται από τον δικηγόρο που παραδίδει και τον αρμόδιο υπάλληλο που παραλαμβάνει και αναφέρει απαραίτητα, εκτός των άλλων, το διαδικαστικό στάδιο, στο οποίο βρίσκονται οι υποθέσεις και όλες τις ενέργειες, που έχουν γίνει μέχρι τότε σε αυτές, καθώς και τις τυχόν δικονομικές προθεσμίες. Αντίγραφο της κατάστασης, θεωρημένης από τον προϊστάμενο της παραπάνω υπηρεσίας, κοινοποιείται στην ΚΥ του ΝΣΚ, με επιμέλεια του παραδίδοντος και συνιστά απαραίτητο παραστατικό στοιχείο για την εκκαθάριση της αμοιβής του κατά την παρ. 5.
4. Οι δικηγόροι του Δημοσίου υποχρεούνται να ασκούν κάθε ενδεικνυόμενη δικαστική ή εξώδικη ενέργεια ή παράσταση προς υπεράσπιση του Δημοσίου στις υποθέσεις που τους ανατίθενται. Ενημερώνουν την Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ για την παραλαβή της εντολής και την εξέλιξη των δικαστικών υποθέσεων στα διάφορα στάδια της δίκης και υποχρεούνται, μετά από τη δημοσίευση οριστικής απόφασης σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, να αποστέλλουν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο ΝΣΚ επικυρωμένο από το δικαστήριο αντίγραφο της απόφασης, των διαδικαστικών εγγράφων και των λοιπών σχετικών εγγράφων του φακέλου της υπόθεσης με εισήγηση που περιλαμβάνει τους λόγους, για τους οποίους ενδείκνυται η αποδοχή της δικαστικής απόφασης ή η συνέχιση του δικαστικού αγώνα, με την άσκηση του προβλεπόμενου ενδίκου μέσου. Στην περίπτωση που τους δοθεί εντολή για την άσκηση ενδίκου μέσου, ενημερώνουν την ΚΥ του ΝΣΚ για την παραλαβή της εντολής και την εξέλιξη της υπόθεσης μέχρι και την τελεσιδικία της. Άρνηση, ολιγωρία ή πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών αποτελεί πειθαρχική παράβαση και δημιουργεί υποχρέωση ελέγχου των υπευθύνων και βεβαίωσης σε βάρος τους των ζημιών, που υπέστη το Δημόσιο από τη συμπεριφορά τους κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 3 και τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, καθορίζεται ενιαία για όλη την Επικράτεια το περιεχόμενο της γραπτής συμφωνίας μεταξύ του ΝΣΚ και των δικηγόρων του Δημοσίου για την αμοιβή, τις αμοιβαίες υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους. Οι διατάξεις που αναφέρονται σε αμοιβές, με βάση ποσοστό στην αξία του αντικειμένου της δίκης, δεν εφαρμόζονται για τους δικηγόρους του Δημοσίου. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται η γραπτή συμφωνία. Όταν το αντικείμενο της δίκης δεν αποτιμάται σε χρήμα, η αμοιβή καθορίζεται με βάση τη συμφωνία. Οι αμοιβές αυτές μπορούν κατά την εκκαθάρισή τους, είτε να μειωθούν σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%), τριάντα τοις εκατό (30%) ή πενήντα τοις εκατό (50%), ιδίως όταν πρόκειται για χειρισμό μεγάλου αριθμού όμοιων υποθέσεων ή όταν ο δικηγόρος του Δημοσίου δεν χειρίστηκε την υπόθεση με την προσήκουσα επιμέλεια, είτε να αυξηθούν κατά το ίδιο ποσοστό, όταν επιδείχθηκε αποδεδειγμένα από τον δικηγόρο ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιμέλεια ή σε υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας. Οι δικηγόροι του Δημοσίου, για τις υπηρεσίες που παρέχουν προς αυτό, φορολογούνται με βάση τις αμοιβές που τους καταβάλλονται από το Δημόσιο. Διατάξεις που θεσπίζουν τεκμαρτό εισόδημα ανώτερο των καταβληθέντων από το Δημόσιο ποσών, δεν εφαρμόζονται ως προς το εισόδημα που προκύπτει από τις συγκεκριμένες αμοιβές.
6. Στους δικηγόρους του Δημοσίου, για κάθε μετάβασή τους εκτός της έδρας του γραφείου τους, σε εκτέλεση εντολής που τους δόθηκε, καταβάλλονται οδοιπορικά έξοδα και ημερήσια αποζημίωση κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. Δ9 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94).
7. Η αμοιβή και τα έξοδα των δικηγόρων του Δημοσίου εκκαθαρίζονται από τον αρμόδιο Σχηματισμό της Κεντρικής Υπηρεσίας του ΝΣΚ, με επιμέλεια του Τμήματος Εκκαθάρισης Αμοιβών του ΝΣΚ, το οποίο και μεριμνά για τη σύνταξη της οικείας εκκαθαριστικής πράξης, την υπογραφή της από τον Πρόεδρο και την εκτέλεσή της.
8. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, οι δικηγόροι υπογράφουν δήλωση εμπιστευτικότητας. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ή υπάρξει σοβαρή ένδειξη για παραβίαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας ή ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από δικηγόρο, το γεγονός ανακοινώνεται γραπτά στον οικείο δικηγορικό σύλλογο για τις νόμιμες ενέργειές του, με την επιφύλαξη άσκησης κάθε άλλου νομίμου δικαιώματος του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή Αρχής για την προστασία των συμφερόντων του.
9. Για τη νομιμοποίηση των δικηγόρων του Δημοσίου, παρέχεται έγγραφη πληρεξουσιότητα: α) από τον Πρόεδρο του ΝΣΚ, ή β) από τους προϊστάμενους των οικείων δημοσίων υπηρεσιών, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές εντολές και οδηγίες που δίδονται από το ΝΣΚ, εφόσον οι τελευταίοι έχουν σχετική αρμοδιότητα.
10. Οι δικηγόροι του Δημοσίου οφείλουν, σε περίπτωση αμφιβολίας, ως προς την τηρητέα πορεία σε υπόθεση που τους έχει ανατεθεί, να αναφέρονται γραπτά στην ΚΥ του ΝΣΚ για παροχή οδηγιών. Στην περίπτωση αυτή, ο αρμόδιος Σχηματισμός της ΚΥ μπορεί να προβεί στις σχετικές ενέργειες που ορίζονται από το άρθρο 6 ή το άρθρο 7.
11. Η παρ. 2 του άρθρου 23 ισχύει και για τους δικηγόρους του Δημοσίου, για κάθε παράστασή τους ως πληρεξουσίων του Δημοσίου.