Άρθρο 15 Πειθαρχικές ποινές

 

1. Για τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος επιβάλλονται, κατά περίπτωση, οι εξής ποινές:
α) χρηματικό πρόστιμο ύψους από πεντακόσια (500) ευρώ έως πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ,
β) αναστολή της άδειας επαγγελματία τελωνειακού αντιπροσώπου,
γ) ανάκληση της άδειας επαγγελματία τελωνειακού αντιπροσώπου.
2. Για την επιμέτρηση της επιβαλλόμενης ποινής λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα της παράβασης, ο κίνδυνος για την αξιοπιστία και την ορθή λειτουργία του θεσμού των επαγγελματιών τελωνειακών αντιπροσώπων, ο προσπορισμός οφέλους και η συνδρομή στο πρόσωπο του παραβάτη της ιδιότητας του κυρίου εταίρου ή του νομίμου εκπροσώπου, όταν το επάγγελμα του τελωνειακού αντιπροσώπου ασκείται από νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
3. Η ποινή της ανάκλησης της άδειας επαγγελματία τελωνειακού αντιπροσώπου επιβάλλεται για τα εξής αδικήματα, εφόσον αυτά δεν εμπίπτουν στην περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 8 περί αυτοδίκαιης ανάκλησης:
α) για τη διάπραξη ποινικώς κολασίμου αδικήματος το οποίο ανάγεται στην εκτέλεση του επαγγέλματος του τελωνειακού αντιπροσώπου ή λόγω αυτής,
β) για την ανάληψη ή εκτέλεση, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, άμεσο ή έμμεσο, εργασιών τελωνειακής αντιπροσώπευσης, μέσα στο χρονικό διάστημα που διαρκεί η αναστολή της άδειας επαγγελματία τελωνειακού αντιπροσώπου.
4. Όταν διαπράττεται από το ίδιο πρόσωπο αδίκημα μέσα σε ένα έτος από την τέλεση του ίδιου ή άλλου αδικήματος για το οποίο επιβλήθηκε η ποινή της αναστολής της άδειας επαγγελματία τελωνειακού αντιπροσώπου, επιβάλλεται κατά την κρίση του πειθαρχικού συμβουλίου εκ νέου η ποινή της αναστολής ή η ποινή της ανάκλησης της άδειας επαγγελματία τελωνειακού αντιπροσώπου.
5. Οι αποφάσεις που επιβάλλουν τις ως άνω ποινές κοινοποιούνται στην αρμόδια διοικητική αρχή στο Μητρώο της οποίας είναι εγγεγραμμένος ο επαγγελματίας τελωνειακός αντιπρόσωπος για την εκτέλεσή τους και την ενημέρωση του Μητρώου.
6. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της περ. α) της παρ. 1, αποτελούν έσοδα του Δημοσίου και βεβαιώνονται και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α’ 90).