ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

Άρθρο 5

Γενικές απαιτήσεις άδειας λειτουργίας

(άρθρο 4 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)

  1. Δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων για λογαριασμό αγοραστή πιστώσεων ασκούνται αποκλειστικά από αδειοδοτημένους διαχειριστές πιστώσεων. Αρμόδια αρχή για την αδειοδότηση των διαχειριστών πιστώσεων είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.
  2. Οι διαχειριστές πιστώσεων αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα κατά την έννοια της περ. 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού 575/2013/ΕΕ.
  3. Άδεια διαχειριστή πιστώσεων χορηγείται με τη διαδικασία του άρθρου 8 αποκλειστικά σε Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), οι οποίες είναι ανώνυμες εταιρείες με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του παρόντος και αποκλειστικό σκοπό τη διαχείριση πιστώσεων, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 6.
  4. Με άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος, οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. μπορούν, επιπλέον του σκοπού της παρ. 3, να χορηγούν νέες πιστώσεις σε δανειολήπτες των οποίων τις πιστώσεις διαχειρίζονται είτε οι ίδιες, είτε άλλοι διαχειριστές πιστώσεων.

Οι πιστώσεις αυτές παρέχονται με αποκλειστικό σκοπό την αναχρηματοδότηση πιστώσεων ή την αναδιάρθρωση δανεισμού ενός δανειολήπτη δυνάμει σχεδίου αναδιάρθρωσης που συμφωνείται μεταξύ των μερών και του πιστωτή ή διαχειριστή της υπό αναδιάρθρωση πίστωσης.

Οι νέες πιστώσεις της παρούσας λογίζονται ως τραπεζικές πιστώσεις, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο και αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση των διαφορών που απορρέουν από τη σύμβαση είναι τα κατά τόπους ελληνικά δικαστήρια. Τα νέα αυτά δάνεια και οι πιστώσεις επιβαρύνονται με την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975 (Α΄ 178), για την απόδοση της οποίας υπεύθυνες είναι οι Ε.Δ.Α.Δ.Π..

  1. Στο πλαίσιο της διαχείρισης πιστώσεων, οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. δύνανται να διαχειρίζονται τα ακίνητα που αποτελούν ασφάλεια για τις πιστώσεις που διαχειρίζονται και έχουν μεταβιβασθεί στον δικαιούχο της απαίτησης. Στις Ε.Δ.Α.Δ.Π. δεν επιτρέπεται η απόκτηση διαμέσου μεταβίβασης, εκχώρησης ή από εθελοντική εκποίηση ή από πλειστηριασμό, ακίνητης περιουσίας που συνδέεται με τις πιστώσεις που αυτές διαχειρίζονται.
  2. Οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. υποχρεούνται να συντάσσουν τις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις σε ατομική και ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ε.Ε. σύμφωνα με τον Κανονισμό 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (L 243) και τον ν. 4308/2014 (Α΄ 251).

 

Άρθρο 6

Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων

(άρθρο 5 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)

  1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 9, για τη χορήγηση, εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος, της άδειας λειτουργίας της παρ. 1 του άρθρου 5, ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α) η αιτούσα είναι Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του άρθρου 5 με καταβεβλημένο τουλάχιστον το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο της παρ. 1 του άρθρου 10 και έχει την καταστατική της έδρα στην Ελλάδα,

β) τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αιτούσας, καθώς και ο γενικός διευθυντής ή άλλο διοικητικό στέλεχος αυτής με αντίστοιχες αρμοδιότητες, αν δεν συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο, διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας, η οποία αποδεικνύεται από τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες:

βα) αντίγραφο ποινικού μητρώου, από το οποίο προκύπτει ότι δεν έχουν καταδικασθεί για συναφή ποινικά αδικήματα, ιδίως αυτά που σχετίζονται με την περιουσία, οικονομικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τοκογλυφία, απάτη, φορολογικά εγκλήματα, παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου, ή αδικήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας, ή για οποιαδήποτε άλλα αδικήματα που αφορούν εταιρείες, πτώχευση, αφερεγγυότητα ή προστασία των καταναλωτών, περιλαμβανομένων των άρθρων 176 έως 180 του ν. 4548/2018 (Α΄ 104),

ββ) στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν σωρευτικές επιπτώσεις ελασσόνων συμβάντων, πέραν αυτών της υποπερ. βα), που θίγουν τα εχέγγυα εντιμότητάς τους,

βγ) στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα εν λόγω πρόσωπα συναλλάσσονται με διαφάνεια και επιδεικνύουν πάντα ανοικτό πνεύμα και διάθεση συνεργασίας στις προγενέστερες επιχειρηματικές τους σχέσεις με τις εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές,

βδ) στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι τα εν λόγω πρόσωπα δεν υπόκεινται σε εν εξελίξει διαδικασία αφερεγγυότητας ή δεν έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση κατά το παρελθόν, εκτός αν έχουν αποκατασταθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία,

γ) τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αιτούσας, καθώς και ο γενικός διευθυντής ή άλλο διοικητικό στέλεχος αυτής με αντίστοιχες αρμοδιότητες, αν δεν συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο, και το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο στο σύνολό του, διαθέτουν επαρκείς και κατάλληλες γνώσεις και εμπειρία για τη διεξαγωγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας με κατάλληλο και υπεύθυνο τρόπο,

δ) τα πρόσωπα που κατέχουν ειδική συμμετοχή στον αιτούντα, καθώς και τα πρόσωπα που, ακόμη και αν δεν καταλαμβάνονται από την εν λόγω περίπτωση, ασκούν έλεγχο επί της εταιρείας, μέσω έγγραφης ή άλλης συμφωνίας ή από κοινού δράσης, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 23 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107), διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, γεγονός που αποδεικνύεται με την εκπλήρωση των απαιτήσεων που ορίζονται στις υποπερ. βα) και ββ) της περ. β), καθώς και επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία,

ε) ο αιτών εφαρμόζει αποτελεσματικές ρυθμίσεις διακυβέρνησης και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών διαχείρισης των κινδύνων και λογιστικής παρακολούθησης, που, μεταξύ άλλων, διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων των δανειοληπτών και τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία που διέπει τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, καθώς και με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (L 119) και τον ν. 4624/2019 (Α΄ 137),

στ) ο αιτών εφαρμόζει πολιτική που διασφαλίζει συμμόρφωση με τους κανόνες για την προστασία των δανειοληπτών και την αντιμετώπισή τους με δίκαιο και επιμελή τρόπο, μεταξύ άλλων, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάστασή τους, και εφόσον συντρέχει περίπτωση, την ανάγκη των εν λόγω δανειοληπτών να αποταθούν για συμβουλευτική υποστήριξη σε εξουσιοδοτημένους κρατικούς ή άλλους φορείς, και ιδίως αυτούς που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 του ν. 4738/2020 (Α΄ 207),

ζ) ο αιτών εφαρμόζει επαρκείς, κατάλληλες και ειδικές εσωτερικές διαδικασίες που διασφαλίζουν την καταγραφή και τον χειρισμό των καταγγελιών των δανειοληπτών,

η) ο αιτών, εφόσον συνιστά υπόχρεο πρόσωπο της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4557/2018 (Α΄ 139), εφαρμόζει κατάλληλες διαδικασίες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο,

θ) ο αιτών συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις σύνταξης και δημοσίευσης χρηματοοικονομικών καταστάσεων δυνάμει της κείμενης νομοθεσίας,

ι) δεν υφίστανται επαγγελματικές ή συγγενικές σχέσεις μεταξύ των προσώπων των περ. β) και δ) και οποιωνδήποτε άλλων προσώπων που κατέχουν υψηλά πολιτικά αξιώματα ή υψηλές διοικητικές θέσεις στην εποπτεύουσα αρχή, ώστε να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική διεξαγωγή εποπτείας.

  1. Η Τράπεζα της Ελλάδος απορρίπτει την αίτηση που υποβάλλει Ε.Δ.Α.Δ.Π. για χορήγηση της άδειας λειτουργίας της παρ. 1 του άρθρου 5, αν οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση δεν πληρούν όλες τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν Μέρος, καθώς και στις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος Μέρους.
  2. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει αιτιολογημένα ότι η χορήγηση της άδειας λειτουργίας Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή η εξαγορά συμμετοχής σε αυτήν υποκρύπτει ή αποσκοπεί στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα σύμφωνα με τον ν. 4557/2018, τότε:

α) αρνείται τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας ή

β) δεν επιτρέπει την απόκτηση ή την αύξηση ειδικής συμμετοχής σύμφωνα με το άρθρο 9.

  1. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια λειτουργίας Ε.Δ.Α.Δ.Π. μόνον αν οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία ο αιτών έχει στενούς δεσμούς, ή αν δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων δεν παρεμποδίζουν την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.
  2. Για τους σκοπούς των περ. β), γ) και δ) της παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αιτείται τη γνωστοποίηση στοιχείων σχετικών ιδίως με το κύρος, την εκπαίδευση, τις ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων.

 

 

Άρθρο 7

Δυνατότητα κατοχής χρηματικών ποσών

(άρθρο 6 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)

  1. Οι διαχειριστές πιστώσεων επιτρέπεται να εισπράττουν και να κατέχουν χρηματικά ποσά από δανειολήπτες, με σκοπό τη μεταβίβαση των εν λόγω χρηματικών ποσών στους αγοραστές των πιστώσεων που διαχειρίζονται, υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις της παρ. 2, εκτός αν αυτή η δυνατότητα απαγορεύεται στο κράτος μέλος καταγωγής του διαχειριστή πιστώσεων.
  2. Οι διαχειριστές πιστώσεων οφείλουν, εκτός από τις απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας της παρ. 1 του άρθρου 6, να ανταποκρίνονται και στις παρακάτω απαιτήσεις:

α) να διατηρούν χωριστό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ή λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα και δεν αποτελεί συνδεδεμένη με τα εν λόγω πρόσωπα οντότητα κατά την έννοια του συνδεδεμένου μέρους του Παραρτήματος Α΄ του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), στον οποίο όλα τα χρηματικά ποσά που εισπράττονται από δανειολήπτες πιστώνονται και φυλάσσονται έως τη μεταφορά τους στον αντίστοιχο αγοραστή πιστώσεων, υπό τους όρους που έχουν συμφωνηθεί με τον αγοραστή πιστώσεων,

β) να καθορίζουν ότι, όταν ένας δανειολήπτης πραγματοποιεί πληρωμή στα εν λόγω πρόσωπα με σκοπό, εν μέρει ή εν όλω, την επιστροφή των οφειλόμενων ποσών που σχετίζονται με τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, η εν λόγω πληρωμή θεωρείται ότι έχει καταβληθεί στον αγοραστή πιστώσεων,

γ) να παραδίδουν απόδειξη παραλαβής ή επιστολή απαλλαγής στον δανειολήπτη, σε χαρτί ή άλλο σταθερό μέσο, κάθε φορά που αυτά τα πρόσωπα εισπράττουν χρηματικά ποσά από τον δανειολήπτη, βεβαιώνοντας τα εισπραχθέντα ποσά.

  1. Ο λογαριασμός της περ. α) της παρ. 2 είναι ανεκχώρητος και ακατάσχετος από οποιοδήποτε τρίτο μέρος πλην του αγοραστή πιστώσεων, περιλαμβανομένου και του δημοσίου και του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), δεν υπάγεται στην πτωχευτική περιουσία σε περίπτωση πτώχευσης του διαχειριστή πιστώσεων, και το σύνολο του ποσού που είναι κατατεθειμένο σ’ αυτόν αποδίδεται στον διαχειριστή πιστώσεων.
  2. Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις που ζητεί να αδειοδοτηθεί ως διαχειριστής πιστώσεων και δεν προτίθεται να εισπράττει και να κατέχει χρηματικά ποσά από δανειολήπτες στο πλαίσιο του επιχειρηματικού της μοντέλου, αναφέρει την πρόθεση αυτή στην αίτησή της για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας της παρ. 1 του άρθρου 8.

 

Άρθρο 8

Διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων

(άρθρο 7 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)

  1. Για την απόκτηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων, η ενδιαφερόμενη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) υποβάλλει σχετική αίτηση στην Τράπεζα της Ελλάδος και, πριν από τη χορήγηση της άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος, προβαίνει στην καταβολή του κατά περίπτωση ελάχιστου απαιτούμενου αρχικού κεφαλαίου, όπως αυτό ορίζεται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 10.
  2. Η αίτηση άδειας λειτουργίας της παρ. 1 συνοδεύεται από τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες:

α) αντίγραφο της πράξης σύστασης και του καταστατικού της αιτούσας Ε.Δ.Α.Δ.Π, και όλων των τροποποιήσεων αυτού,

β) στοιχεία που τεκμηριώνουν την καταβολή του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου των παρ. 1 και 2 του άρθρου 10,

γ) τη διεύθυνση των κεντρικών γραφείων και της καταστατικής έδρας της αιτούσας,

δ) τα στοιχεία της ταυτότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου της αιτούσας, του γενικού διευθυντή ή άλλου στελέχους με αντίστοιχες αρμοδιότητες, αν δεν συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της αιτούσας, των προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή στην αιτούσα εταιρεία και των προσώπων που, ακόμη και αν δεν καταλαμβάνονται από την εν λόγω περίπτωση, ασκούν έλεγχο επί της αιτούσας εταιρείας, μέσω έγγραφης ή άλλης συμφωνίας ή διά από κοινού δράσης, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 23 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107),

ε) στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η αιτούσα πληροί τις προϋποθέσεις των περ. β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 6,

στ) στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα πρόσωπα που κατέχουν ειδική συμμετοχή κατά την έννοια της περ. 36 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού 575/2013/ΕΕ και τα πρόσωπα που, ακόμη και αν δεν καταλαμβάνονται από την εν λόγω περίπτωση, ασκούν εν τοις πράγμασι έλεγχο επί της εταιρείας, μέσω έγγραφης ή άλλης συμφωνίας μετόχων ή δια από κοινού δράσης με άλλους μετόχους, πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 6,

ζ) στοιχεία που τεκμηριώνουν την ύπαρξη των ρυθμίσεων διακυβέρνησης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που αναφέρονται στην περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 6,

η) στοιχεία που τεκμηριώνουν την ύπαρξη της πολιτικής βάσει της οποίας διασφαλίζονται τα προβλεπόμενα στην περ. στ) της παρ. 1 του άρθρου 6, και ειδικότερα εμπεριστατωμένη έκθεση στην οποία καταγράφονται διεξοδικά οι βασικές αρχές και οι μέθοδοι με τις οποίες διασφαλίζεται η επιτυχής αναδιάρθρωση δανείων. Στην εν λόγω έκθεση παρουσιάζονται μέθοδοι αναδιάρθρωσης οφειλών εναλλακτικές της αναγκαστικής εκτέλεσης στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας, καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 27 του ν. 4438/2016 (Α΄ 220), τα άρθρα 10 και 66 του ν. 4261/2014 και την υπ’ αρ. 175/2/29.7.2020 Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (Β΄ 3550), λαμβάνοντας υπόψη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τυχόν τεκμηριώνουν την ιδιαίτερη οικονομική δυσχέρεια και τα ειδικά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν δανειολήπτες που είναι φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας,

θ) στοιχεία που τεκμηριώνουν την ύπαρξη των εσωτερικών διαδικασιών που έχει θεσπίσει η αιτούσα ώστε να τηρεί τις υποχρεώσεις της περ. ζ) της παρ. 1 του άρθρου 6,

ι) στοιχεία που τεκμηριώνουν την ύπαρξη των διαδικασιών που έχει θεσπίσει η αιτούσα ώστε να τηρεί τις υποχρεώσεις της περ. η) της παρ. 1 του άρθρου 6,

ια) εφόσον συντρέχει περίπτωση, αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη χωριστού λογαριασμού σε πιστωτικό ίδρυμα, όπως προβλέπεται στην περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 7,

ιβ) τυχόν συμβάσεις εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων σύμφωνα με της παρ. 1 του άρθρου 15,

ιγ) την οργανωτική δομή της αιτούσας,

ιδ) το επιχειρηματικό πλάνο των λειτουργιών και των στόχων της αιτούσας με αναλυτική περιγραφή των προγραμματισμένων δράσεων, της στρατηγικής και των διαθέσιμων πόρων της.

  1. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την παραλαβή της αίτησης της παρ. 1, εξετάζει αν η αίτηση είναι πλήρης. Αν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η Τράπεζα της Ελλάδος θέτει στην αιτούσα Ε.Δ.Α.Δ.Π. προθεσμία που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δεκαπέντε (15) ημέρες για να προσκομίσει τα ελλείποντα δικαιολογητικά και στοιχεία.
  2. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εντός ενενήντα (90) ημερών από την παραλαβή της αίτησης ή, αν η αίτηση δεν είναι πλήρης, εντός εξήντα (60) ημερών από την προθεσμία για προσκομιδή των ελλειπόντων δικαιολογητικών στοιχείων της παρ. 3, αποδέχεται ή απορρίπτει αιτιολογημένα την αίτηση και ενημερώνει αμελλητί την αιτούσα Ε.Δ.Α.Δ.Π. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν απαντήσει εντός των προθεσμιών της παρούσας, η αίτηση θεωρείται ότι απορρίφθηκε σιωπηρώς. Κατά της ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής απόφασης επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
  3. Η απόφαση με την οποία χορηγείται άδεια λειτουργίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Άρθρο 9

Έλεγχος ειδικής συμμετοχής

  1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προτίθεται να αποκτήσει ή να αυξήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή του σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) («υποψήφιος αγοραστής»), ούτως ώστε η αναλογία επί του εταιρικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει το ποσοστό του δέκα τοις εκατό (10%), του είκοσι τοις εκατό (20 %), του τριάντα τοις εκατό (30 %) ή του πενήντα τοις εκατό (50%) ή ώστε η Ε.Δ.Α.Δ.Π. να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση, ενημερώνει γραπτώς και εκ των προτέρων την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με την πρόθεσή του, παρέχοντας τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με την παρ. 2. Το ίδιο ισχύει για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή ή να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, ούτως ώστε η αναλογία επί του εταιρικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου να μειωθεί κάτω από το δέκα τοις εκατό (10%), το είκοσι τοις εκατό (20%), το τριάντα τοις εκατό (30%) ή το πενήντα τοις εκατό (50%) ή ώστε η Ε.Δ.Α.Δ.Π. να πάψει να είναι θυγατρική του επιχείρηση. Για την πλήρωση των κριτηρίων ειδικής συμμετοχής, εφαρμόζεται το άρθρο 28 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107).
  2. Ο υποψήφιος αγοραστής ειδικής συμμετοχής παρέχει στην Τράπεζα της Ελλάδος πληροφορίες, οι οποίες αναφέρουν το μέγεθος της συμμετοχής που προτίθεται να αποκτήσει και τις πληροφορίες της παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 4261/2014.
  3. Εκτός από τις ποινικές κυρώσεις και τις κυρώσεις της παρ. 6 του άρθρου 27 αν η επιρροή ενός υποψήφιου αγοραστή είναι πιθανό να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή αν δεν τηρηθεί η υποχρέωση της εκ των προτέρων ενημέρωσης του παρόντος με την προσκόμιση επαρκών στοιχείων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή της, εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή του πλήρους φακέλου να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής ή να λάβει άλλα κατάλληλα μέτρα για να μεταβιβασθεί η συμμετοχή σε πρόσωπο που δεν δημιουργεί κίνδυνο εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της Ε.Δ.Α.Δ.Π.. Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται εντολές, προσωρινά μέτρα ή κυρώσεις κατά των προσώπων της παρ. 1, των μελών του διοικητικού συμβουλίου, των διευθυντών ή των υπευθύνων για τη διαχείριση, ή η αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου. Η ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος επιτρέψει την εν λόγω αγορά, δύναται να ορίσει προθεσμία ή και όρους για την υλοποίησή της.
  4. Εάν αγοραστής αποκτήσει συμμετοχή, παρά την αντίθεση της Τράπεζας της Ελλάδος και ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή και η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το οποίο δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
  5. Για τους σκοπούς του παρόντος, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητεί τη γνωστοποίηση στοιχείων σχετικών ιδίως με το κύρος, την εκπαίδευση, τις ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων.
  6. Η περ. α) της παρ. 6 του άρθρου 23 του ν. 4261/2014 ισχύει αναλόγως.

 

Άρθρο 10

Αρχικό κεφάλαιο

  1. Κατά την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) της παρ. 3 του άρθρου 5 έχουν καταβάλει ολοσχερώς σε μετρητά αρχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, το οποίο κατατίθεται σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ή λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα και δεν αποτελεί συνδεδεμένη με τον αιτούντα οντότητα κατά την έννοια του συνδεδεμένου μέρους του Παραρτήματος Α΄ του ν. 4308/2014 (Α΄ 251).
  2. Κατά την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. της παρ. 4 του άρθρου 5 έχουν καταβάλει ολοσχερώς σε μετρητά αρχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστον τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (4.500.000) ευρώ, το οποίο κατατίθεται σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ή λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα και δεν αποτελεί συνδεδεμένη με την αιτούσα οντότητα κατά την έννοια του συνδεδεμένου μέρους του Παραρτήματος Α΄ του ν. 4308/2014.
  3. Τα ίδια κεφάλαια της Ε.Δ.Α.Δ.Π. κατά τη λειτουργία της ως διαχειρίστριας πιστώσεων, δεν υπολείπονται του ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου που απαιτείται για την αδειοδότησή της. Εάν μειωθούν κάτω από το ποσό αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος τάσσει προς την Ε.Δ.Α.Δ.Π. εύλογη προθεσμία για την αποκατάστασή τους στο ελάχιστο απαιτούμενο ποσό.

 

Άρθρο 11

Ανάκληση της άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων

(άρθρο 8 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)

  1. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί με απόφασή της να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων που έχει χορηγήσει σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), μόνο αν η Ε.Δ.Α.Δ.Π.:

α) δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από τη χορήγησή της,

β) παραιτείται ρητώς από την άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων,

γ) έπαυσε να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών,

δ) απέκτησε την άδεια λειτουργίας Ε.Δ.Α.Δ.Π. με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο παράνομο τρόπο,

ε) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας Ε.Δ.Α.Δ.Π. που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 6 και εφόσον συντρέχει στην περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 7, ή παραλείπει να ενημερώσει την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με σημαντικές εξελίξεις ως προς το θέμα αυτό,

στ) διαπράττει ή έχει διαπράξει σοβαρή παράβαση της ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας και των κανονιστικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, περί προστασίας του καταναλωτή ή της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής και του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση. Αρμόδιες για τη διαπίστωση των ανωτέρω παραβάσεων είναι οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών, από τις οποίες ενημερώνεται η Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά.

ζ) έχει υποπέσει σε άλλη παράβαση που προβλέπει ως κύρωση την ανάκληση της άδειάς της,

η) χρησιμοποιείται ως μέσο για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδοτεί εγκληματικές δραστηριότητες,

θ) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος,

ι) δεν συμμορφώνεται συστηματικά με την έκθεση της περ. η) της παρ. 2 του άρθρου 8. Η Τράπεζα της Ελλάδος για τη διαπίστωση της παράβασης αυτής δεν λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες ή εντολές του δικαιούχου των απαιτήσεων προς την Ε.Δ.Α.Δ.Π.,

ια) δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της παρ. 3 του άρθρου 21

ιβ) έχει ίδια κεφάλαια που υπολείπονται των κεφαλαίων που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 10 και δεν τα αποκαθιστά εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 10,

ιγ) δεν συμμορφώνεται συστηματικά με την υποχρέωση πληροφόρησης του δανειολήπτη σύμφωνα με το άρθρο 13 και από την παράλειψη αυτή διαπιστώνεται ότι δεν διαθέτει αποτελεσματικές ρυθμίσεις διακυβέρνησης και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου της περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 6 που διασφαλίζουν το ειδικότερο δικαίωμα των δανειοληπτών για πληροφόρηση.

  1. Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αν η Ε.Δ.Α.Δ.Π. παρέχει δραστηριότητες σύμφωνα με το άρθρο 16, καθώς και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, αν η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής.
  2. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δημοσιεύονται αμελλητί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στο μητρώο του άρθρου 12.

 

Άρθρο 12

Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδος

(άρθρο 9 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)

  1. Η Τράπεζα της Ελλάδος καταρτίζει και τηρεί δημόσιο μητρώο, στο οποίο εγγράφονται οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) με άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων και οι διαχειριστές πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρέχουν δραστηριότητες στην Ελλάδα, ασκώντας είτε το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 13 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021 για τους διαχειριστές πιστώσεων και τους αγοραστές πιστώσεων και την τροποποίηση των Οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ (L 438) και το άρθρο 17 του παρόντος.
  2. Το μητρώο της παρ. 1 είναι διαθέσιμο στο κοινό, προσβάσιμο ηλεκτρονικά στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος και ενημερώνεται σε τακτική βάση.
  3. Σε περίπτωση ανάκλησης μίας άδειας λειτουργίας κατά το άρθρο 11, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει το δημόσιο μητρώο της παρ. 1 του παρόντος χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

 

Άρθρο 13

Σχέση με τον δανειολήπτη, γνωστοποίηση των μεταβιβάσεων και μεταγενέστερες γνωστοποιήσεις

(άρθρο 10 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)

  1. Οι αγοραστές πιστώσεων και οι διαχειριστές πιστώσεων υποχρεούνται στις σχέσεις τους με τους δανειολήπτες:

α) να ενεργούν καλόπιστα, δίκαια και επαγγελματικά,

β) να παρέχουν στους δανειολήπτες πληροφορίες που δεν είναι παραπλανητικές, ασαφείς ή ψευδείς,

γ) να σέβονται και να προστατεύουν τα προσωπικά στοιχεία και την ιδιωτική ζωή των δανειοληπτών,

δ) να επικοινωνούν με τους δανειολήπτες με τρόπο που δεν συνιστά παρενόχληση, καταναγκασμό ή αθέμιτη επιρροή. Οι υποχρεώσεις των άρθρων 4 και 5, των παρ. 2 και 3 του άρθρου 6 και των άρθρων 8 και 10 του ν. 3758/2009 (Α΄ 68) ισχύουν και για τους αγοραστές και διαχειριστές πιστώσεων.

  1. Οι διαχειριστές πιστώσεων θεωρούνται δανειστές και προμηθευτές κατά την έννοια του ν. 2251/1994 (Α΄ 191) και υποχρεούνται να συμμορφώνονται με την κείμενη νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτή, με τον Κώδικα Δεοντολογίας, με τους κανόνες που διέπουν τη χορήγηση πιστώσεων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου του ν. 4438/2016 (Α΄ 220), καθώς και με όλες τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που σχετίζονται με πιστώσεις που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοδοτικά ιδρύματα της υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος και να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες.
  2. Επί μεταβιβάσεως των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων, ο διαχειριστής πιστώσεων συνεχίζει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας που είχε ήδη ξεκινήσει από το στάδιο, στο οποίο ήταν πριν από τη μεταβίβαση.
  3. Μετά από οποιαδήποτε μεταβίβαση των δικαιωμάτων πιστωτή στο πλαίσιο μιας σύμβασης πίστωσης, ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, σε αγοραστή πιστώσεων, καθώς επίσης και όποτε ζητείται από τον δανειολήπτη, ο αγοραστής πιστώσεων ή, όταν έχει ορισθεί για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος, ή ο διαχειριστής πιστώσεων, αποστέλλει στον δανειολήπτη γνωστοποίηση που συντάσσεται σε γλώσσα σαφή και κατανοητή για το ευρύ κοινό, σε χαρτί ή σε άλλο σταθερό μέσο, στην οποία περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα εξής:

α) πληροφορίες για την πραγματοποιηθείσα μεταβίβαση, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας μεταβίβασης,

β) τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του αγοραστή πιστώσεων,

γ) μετά τον διορισμό του, τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του διαχειριστή πιστώσεων ή της οντότητας που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή της οντότητας που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος,

δ) μετά τον διορισμό του, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την άδεια λειτουργίας του διαχειριστή πιστώσεων που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 του παρόντος ή τα άρθρα 5 και 7 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ,

ε) εφόσον συντρέχει περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του παρόχου πιστωτικών υπηρεσιών του άρθρου 15,

στ) παρουσιαζόμενη με διακριτό τρόπο, αναφορά του σημείου επικοινωνίας με τον αγοραστή πιστώσεων ή, όταν έχει ορισθεί για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, με την οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή την οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος, ή με τον διαχειριστή πιστώσεων και, κατά περίπτωση, με τον πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών, από τον οποίο μπορούν να λαμβάνονται πληροφορίες όταν χρειάζεται,

ζ) πληροφορίες σχετικά με τα ποσά που οφείλει ο δανειολήπτης κατά τη στιγμή της γνωστοποίησης, με αναλυτική καταγραφή των ποσών που οφείλονται ως κεφάλαιο, τόκοι, προμήθειες και άλλες επιτρεπόμενες χρεώσεις,

η) δήλωση ότι εξακολουθεί να ισχύει όλη η σχετική νομοθεσία που αφορά ιδίως στην εκτέλεση των συμβάσεων, την προστασία των καταναλωτών, τα δικαιώματα του δανειολήπτη,

θ) την ονομασία, τη διεύθυνση και τα στοιχεία επικοινωνίας των αρμόδιων αρχών, του κράτους μέλους στο οποίο ο δανειολήπτης έχει την κατοικία του ή την καταστατική του έδρα ή, αν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, τα κεντρικά του γραφεία και στις οποίες ο δανειολήπτης μπορεί να υποβάλει καταγγελία, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους.

  1. Σε κάθε μεταγενέστερη γνωστοποίηση προς τον δανειολήπτη, ο αγοραστής πιστώσεων ή, όταν έχει ορισθεί για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 4 του άρθρου 3 του παρόντος, ή ο διαχειριστής πιστώσεων, περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ορίζονται στην περ. στ) της παρ. 4, εκτός αν πρόκειται για την πρώτη γνωστοποίηση μετά από τον διορισμό νέου διαχειριστή πιστώσεων, οπότε περιλαμβάνει και τις πληροφορίες που ορίζονται στις περ. γ) και δ) της παρ. 4.
  2. Οι παρ. 4 και 5 ισχύουν με την επιφύλαξη ειδικότερων πρόσθετων απαιτήσεων για τις γνωστοποιήσεις.
  3. Οι διαχειριστές πιστώσεων διαθέτουν ηλεκτρονικό σύστημα προσωποποιημένης πληροφόρησης, μέσω του οποίου ο δανειολήπτης λαμβάνει άμεση ενημέρωση αναφορικά με την οφειλή του, η οποία περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τα εξής:

α) πληροφορίες σχετικά με τα ποσά που οφείλει ο δανειολήπτης, με αναλυτική καταγραφή των ποσών που οφείλονται ως κεφάλαιο, τόκοι, προμήθειες, τυχόν άλλες χρεώσεις, καθώς και το ισχύον επιτόκιο,

β) την περιοδικότητα των δόσεων, το ύψος τους, την ημερομηνία πληρωμής κάθε δόσης, το τρέχον υπόλοιπο, καθώς και τον λογαριασμό εξυπηρέτησης της οφειλής.

  1. Το ηλεκτρονικό σύστημα της παρ. 7 επικαιροποιείται, ως προς τα στοιχεία των περ. α) και β) της παρ. 7, τουλάχιστον κάθε πρώτη ημερολογιακή ημέρα εκάστου μηνός.
  2. Η πρόσβαση του δανειολήπτη στο ηλεκτρονικό σύστημα προσωποποιημένης πληροφόρησης πραγματοποιείται επιγραμμικά (online) μέσω προσωπικών κωδικών πρόσβασης που χορηγεί ο διαχειριστής πιστώσεων μετά από τη διαδικασία ταυτοποίησης του δανειολήπτη.
  3. Μέχρι την πλήρη λειτουργία του συστήματος προσωποποιημένης πληροφόρησης εντός της προθεσμίας της παρ. 5 του άρθρου 41, τα υπόχρεα πρόσωπα σύμφωνα με την παρ. 7 του παρόντος παρέχουν εγγράφως τις πληροφορίες της παρ. 7 κατόπιν αίτησής του δανειολήπτη και εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών το αργότερο από την ημερομηνία της αίτησης.

 

Άρθρο 14

Συμβατική σχέση μεταξύ διαχειριστή πιστώσεων και αγοραστή πιστώσεων

(άρθρο 11 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)

  1. Η ανάθεση προς διαχειριστή πιστώσεων της διαχείρισης και εκτέλεσης δικαιωμάτων πιστωτή που απορρέουν από σύμβαση γίνεται υποχρεωτικά σύμφωνα με σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων που έχει καταρτίσει με τον αγοραστή πιστώσεων.
  2. Η σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων της παρ. 1 περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α) αναλυτική περιγραφή των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων που θα ασκεί ο διαχειριστής πιστώσεων,

β) το ύψος της αμοιβής του διαχειριστή πιστώσεων ή τον τρόπο υπολογισμού αυτής, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον δανειολήπτη,

γ) τα έξοδα τα οποία μετακυλίονται προς τον δικαιούχο των απαιτήσεων,

δ) τον βαθμό στον οποίο ο διαχειριστής πιστώσεων μπορεί να εκπροσωπεί τον αγοραστή πιστώσεων έναντι του δανειολήπτη,

ε) δεσμευτική δήλωση των συμβαλλομένων μερών ότι θα συμμορφώνονται με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, μεταξύ άλλων, και όσον αφορά στην προστασία των καταναλωτών και των προσωπικών τους δεδομένων,

στ) τις προς διαχείριση απαιτήσεις αθροιστικά (αριθμός απαιτήσεων, ύψος συνολικής νομικής απαίτησης κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης) και ανά απαίτηση (ύψος συνολικής νομικής απαίτησης) και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης,

ζ) τις εξασφαλίσεις των υπό διαχείριση απαιτήσεων (είδος και ύψος αυτών κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης),

η) ρήτρα που απαιτεί τη δίκαιη και επιμελή μεταχείριση των δανειοληπτών,

θ) ρήτρα σύμφωνα με την οποία ο διαχειριστής πιστώσεων ενημερώνει τον αγοραστή πιστώσεων πριν από την εξωτερική ανάθεση της οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων που ασκεί,

ι) ρήτρα σύμφωνα με την οποία προβλέπεται πολιτική διαμεσολάβησης για την πώληση απαιτήσεων από πιστώσεις στη δευτερογενή αγορά, σε περίπτωση ανάληψης ρόλου συντονιστή πώλησης από διαχειριστή πιστώσεων.

  1. Αντίγραφο της σύμβασης διαχείρισης πιστώσεων της παρ. 1 κοινοποιείται, εκ μέρους του διαχειριστή πιστώσεων, στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός δέκα (10) ημερών από την υπογραφή της. Οι συμβάσεις διαχείρισης πιστώσεων αποτελούν αντικείμενο εποπτείας από την Τράπεζα της Ελλάδος προς συμμόρφωση με το παρόν Μέρος.
  2. Ο διαχειριστής πιστώσεων καταρτίζει και τηρεί τα ακόλουθα αρχεία για τουλάχιστον πέντε (5) έτη από την ημερομηνία λήξης της συμφωνίας που αναφέρεται στην παρ. 1:

α) τη σχετική αλληλογραφία τόσο με τον αγοραστή πιστώσεων όσο και με τον δανειολήπτη,

β) τις σχετικές εντολές που λαμβάνει από τον αγοραστή πιστώσεων στο πλαίσιο των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων, την οποία διαχειρίζεται και εκτελεί για λογαριασμό του εν λόγω αγοραστή πιστώσεων, και

γ) τη σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων.

  1. Ο διαχειριστής πιστώσεων θέτει τα αρχεία της παρ. 4 στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατόπιν σχετικού αιτήματος.
  2. Οι παρ. 1 έως 5 εφαρμόζονται αναλόγως σε όσες περιπτώσεις η ανάθεση της διαχείρισης και της εκτέλεσης των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων λαμβάνει χώρα από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα προς διαχειριστή πιστώσεων.
  3. Η ανάθεση της διαχείρισης από αγοραστή πιστώσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, καθώς και κάθε σχετική μεταβολή σημειώνονται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α΄ 220) της έδρας του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος. Η ως άνω δημοσίευση δεν απαιτείται όταν η ανάθεση της διαχείρισης γίνεται από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα.

 

Άρθρο 15

Εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων από διαχειριστή πιστώσεων

(άρθρο 12 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)

  1. Οι διαχειριστές πιστώσεων, όταν αναθέτουν σε πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών την άσκηση οποιασδήποτε εκ των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, διατηρούν την πλήρη ευθύνη για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από το παρόν Μέρος. Η εξωτερική ανάθεση των εν λόγω δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων υπόκειται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) έχει συναφθεί γραπτή σύμβαση εξωτερικής ανάθεσης μεταξύ του διαχειριστή πιστώσεων και του παρόχου πιστωτικών υπηρεσιών, βάσει της οποίας ο πάροχος πιστωτικών υπηρεσιών υποχρεούται να συμμορφώνεται με την ισχύουσα νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, καθώς και με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης, ή στην ίδια τη σύμβαση πίστωσης,

β) η εξωτερική ανάθεση σε πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών δεν αφορά όλες τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων ταυτόχρονα,

γ) η σύμβαση εξωτερικής ανάθεσης με τον πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών δεν μεταβάλλει τη συμβατική σχέση μεταξύ του διαχειριστή πιστώσεων και του αγοραστή πιστώσεων ούτε τις υποχρεώσεις του διαχειριστή πιστώσεων προς τον αγοραστή πιστώσεων ή προς τους δανειολήπτες,

δ) η εξωτερική ανάθεση δεν επηρεάζει τη συμμόρφωση του διαχειριστή πιστώσεων με τις απαιτήσεις της αδειοδότησής του, όπως καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 6,

ε) η εξωτερική ανάθεση στον πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών δεν παρεμποδίζει την εποπτεία του διαχειριστή πιστώσεων από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19, και 25,

στ) ο διαχειριστής πιστώσεων έχει άμεση πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες σε σχέση με τις εξωτερικά ανατεθείσες δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων,

ζ) μετά τη λήξη της σύμβασης εξωτερικής ανάθεσης, ο διαχειριστής πιστώσεων διαθέτει τις ειδικές γνώσεις και τους πόρους ώστε να είναι σε θέση να παρέχει τις εξωτερικά ανατεθείσες δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων.

  1. Η εξωτερική ανάθεση των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων δεν πραγματοποιείται κατά τρόπο που υποβαθμίζει την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου του διαχειριστή πιστώσεων ή την αξιοπιστία ή τη συνέχεια των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων που ασκεί η τελευταία.
  2. Πριν από την εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, ο διαχειριστής πιστώσεων ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος. Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) που έχει λάβει άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 16.
  3. Ο διαχειριστής πιστώσεων καταρτίζει και τηρεί αρχείο σε σχέση με κάθε σύμβαση εξωτερικής ανάθεσης που έχει καταρτίσει σύμφωνα με την παρ. 1, καθώς και των συναφών εντολών που διαβίβασε στον πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών, για περίοδο δέκα (10) ετών.
  4. Ο διαχειριστής πιστώσεων και ο πάροχος πιστωτικών υπηρεσιών θέτουν τις πληροφορίες της παρ. 4 στη διάθεση των αρμόδιων αρχών του άρθρου 25, κατόπιν σχετικού αιτήματος.
  5. Οι πάροχοι πιστωτικών υπηρεσιών δεν επιτρέπεται να εισπράττουν και να κατέχουν χρηματικά ποσά από δανειολήπτες.
  6. Η ανάθεση υπηρεσιών ενημέρωσης του δανειολήπτη από τον διαχειριστή πιστώσεων γίνεται σε Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών του ν. 3758/2009 (Α΄ 68) ή σε εταιρείες αντίστοιχου σκοπού που λειτουργούν σε κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Σε κάθε περίπτωση, στις επικοινωνίες με τον δανειολήπτη τηρούνται τα άρθρα 4 και 5, οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 6 και τα άρθρα 8 και 10 του ν. 3758/2009 (Α΄ 68).

 

  • 18 Νοεμβρίου 2023, 17:14 | ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΟΤΑΡΑΣ

    Σχολιασμός και προτάσεις πάνω στα:
    – Άρθ 6 παρ. 1 στ. ζ και Άρθ. 32 παρ. 1 και 3 περί διαχείρισης παραπόνων
    – Αρθ. 13 και Άρθ 11, παρ. 1, στ. ιγ περί πληροφόρησης

    Θα αποδείξω ότι αν δεν υπάρχουν βελτιώσεις και προσθήκες, οι διατάξεις αυτές δεν θα επιτύχουν επαρκώς τον σκοπό τους, όπως δεν τον πέτυχαν αντίστοιχες διατάξεις που είναι ήδη εν ισχύη. Θα χρησιμοποιήσω ένα πραγματικό παράδειγμα, με σκοπό να διευκολύνω την κατανόηση της θέσης μου:

    Παράδειγμα:

    Οφειλέτης απευθύνεται σε Διαχειριστή με σκοπό την ενημέρωσή του σχετικά με την οφειλή του. Συγκεκριμένα ρωτά σχετικά με συμψηφισμό της οφειλής από ποσό που οφείλει να εισπράξει ο Διαχειριστής (από εκκαθάριση, αποζημίωση από ΕκΖ, κτλ), ή σε άλλη περίπτωση να δώσει το δικαίωμα είσπραξης στον Οφειλέτη. Ο Διαχειριστής συστηματικά αποφεύγει να ενημερώσει για πολλούς μήνες πάνω στα επίμονα ερωτήματα. Επίσης, σε σχετικό επίσημα κατατεθειμένο παράπονο δεν απαντά. Ακολούθως, κατατίθεται παράπονο σε αρμόδια αρχή, βάσει του ότι εκ των πραγμάτων διαπιστώνεται ότι η Εταιρία είτε δεν επιθυμεί είτε δεν διαθέτει βάσει νόμου “επαρκή διοικητική και τεχνολογική υποδομή” για την ενημέρωση του Οφειλέτη. Η Αρχή απαντά ύστερα από τέσσερις μήνες, λαμβάνοντας ως βάσιμους τους ισχυρισμούς του Διαχειριστή (αγνοώντας τα στοιχεία του παραπονούμενου) ότι δήθεν έχει προβεί σε ενημερώσεις, ενώ δεν ασχολείται καθόλου με το ζήτημα της μη εξέτασης του παραπόνου προς τον Διαχειριστή. Το αποτέλεσμα είναι ότι μετά από 10 μήνες, ο Οφειλέτης και δεν έχει ενημερωθεί και δεν έχει διευθετηθεί η οφειλή του, με κόστος για τον ίδιο.

    Από το παράδειγμα αυτό συμπεραίνονται τα εξής:

    α) Οι διαχειριστές θεωρούν ότι δεν υποχρεώνονται να δίνουν πληροφόρηση σχετικά με ενέργειές τους (ή έλλειψη αυτών) κατά τη διαχείριση που αφορά άμεσα τους οφειλέτες, πέραν της τετριμμένης (που αφορά το ύψος της οφειλής, το επιτόκιο, κτλ.)

    β) Δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός στην εξέταση παραπόνων ή ερωτημάτων. Υπάρχει μια αναφορά σε “εύλογο χρόνο” μόνον όσον αφορά τους εποπτικούς φορείς σε ισχύουσα διάταξη, αλλά και αυτή δεν συγκεκριμενοποιείται ή δεν εφαρμόζεται (εκτός αν τέσσερις μήνες θεωρείται εύλογος χρόνος για σχετικά απλή υπόθεση).

    Θα πρέπει λοιπόν να ληφθεί μέριμνα ώστε ο νέος νόμος να επιλύει προβλήματα σαν αυτά που επισημάνθηκαν, αλλιώς θα καταλήξει κενό γράμμα.

    Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ τίθενται υποχρεώσεις συνολικής πληροφόρησης σε προσυμβατικό επίπεδο, δεν υπάρχει επαρκές πλαίσιο για διαχείριση και πληροφόρηση κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Επίσης, ενώ έχουν τεθεί αυτοματισμοί που αφορούν την συνέπεια του οφειλέτη (π.χ. για τον χαρακτηρισμό του ως κακόπιστου), ωστόσο δεν υπάρχουν αντίστοιχοι και για τους διαχειριστές, αφήνοντας τους εποπτικούς φορείς να κρίνουν ίσως και με διασταλτική ερμηνεία των κανονιστικών διατάξεων.

    Να επισημάνω επίσης ότι ενώ οι τράπεζες αναγκάζονται να περιορίζουν την αυθαιρεσία τους με σκοπό τη αποφυγή κινδύνου για τη φήμη τους στην Αγορά, οι διαχειριστές ωστόσο δεν αποτελούν ελεύθερη επιλογή των οφειλετών και δεν υπόκεινται σε όρους ανταγωνισμού. Θα πρέπει ως εκ τούτου λοιπόν οι διατάξεις να είναι αυστηρότερες και σαφέστερες ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις. Θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι (σύμφωνα και με την Οδηγία της ΕΕ) “οι δανειολήπτες δεν θα βρίσκονται σε δεινότερη θέση μετά τη μεταβίβαση της οικείας σύμβασης πίστωσης”. Επίσης, θα πρέπει να γίνει σαφέστερες και διαφανέστερες οι διαδικασίες εξέτασης παραπόνων από τους εποπτικούς φορείς.

    Προτείνω λοιπόν:

    α) Στο Άρθρο 13 να συμπληρωθεί και η υποχρέωση των διαχειριστών στο να παρέχουν πληροφόρηση, όχι μόνο για τα προφανή που αναφέρονται “κατ’ ελάχιστον” στο 7.α και 7.β, αλλά γενικά για τη γενικότερη διαχείριση της οφειλής, ιδίως δε όταν από αυτή επιβαρύνεται ο οφειλέτης πλέον του δέοντος. Αυτό θα επηρεάσει και το Άρθρο 11 παρ. 1.ιγ, θέτοντας έτσι κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης ενημέρωσης (πέρα από την τετριμμένη). Διαφορετικά οι διαχειριστές θα ερμηνεύσουν τον όρο “κατ’ ελάχιστον” ως το απώτατο όριο υποχρέωσής τους και θα μπορούν να δούν εν κρυπτώ, αποκομίζοντας κέρδη ή αποφεύγοντας ζημίες σε βάρος του οφειλέτη.

    β) Να γίνει πιο σαφές στο Κεφάλαιο Β’ ότι οι διαχειριστές οφείλουν να δρουν με επιμελή τρόπο, αποφεύγοντας κωλυσιεργία ή ενέργειες που δρούν εναντίον των συμφερόντων του οφειλέτη. ‘Ηδη αναφέρεται η υποχρέωση στο 13.1.α αλλά εκφέρεται ώς ένα ασαφές ευχολόγιο. Να θυμίσω επίσης ότι ήδη ότι βάσει του 4438/2016, Αρθ. 6 ο πιστωτικός φορέας: “υποχρεούται να ενεργεί με εντιμότητα, δικαιοσύνη, διαφάνεια και επαγγελματισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών”, παρόλα αυτά, τουλάχιστον στο παράδειγμα που ανέφερα, φαίνεται ότι δεν υπάρχει επαρκής εφαρμογή και έλεγχος από τους εποπτικούς φορείς. Οφείλεται επομένως μια σχετική εξειδίκευση (που να επιβάλλει π.χ. την “διευκόλυνση της αποπληρωμής της οφειλής”), που μάλιστα να επισύρει και κυρώσεις σε περίπτωση αθέτησης (για παράδειγμα στο Άρθρο 11).

    γ) Να προστεθεί η υποχρέωση ώστε η ενημέρωση από τους διαχειριστές προς τους οφειλέτες ή η διαχείριση των παραπόνων να γίνεται σε εύλογο χρονικό διάστημα. Αυτό άλλωστε θα αποδείξει εκ των πραγμάτων αν διατηρείται “επαρκής διοικητική και τεχνολογική υποδομή”, ως ορίζεται στον Νόμο 3758/2009, Άρθ. 6. Διαφορετικά, ακόμα και μια πολύμηνη καθυστέρηση, δεν ενδέχεται να μην θεωρηθεί απτή απόδειξη παραβίασης.

    δ) Να εξειδικευτεί στην νομοθεσία το άρθ. 24 της Οδηγίας 2021/2167 της ΕΕ. Στο παρόν νομοσχέδιο δεν προβλέπονται αποτελεσματικές και διαφανείς διαδικασίες κατά την εξέταση των καταγγελιών, είτε από τους διαχειριστές είτε από τις αρμόδιες αρχές. Ο παραπονούντας έως τώρα δεν έχει την δυνατότητα παρακολούθησης της εξέλιξης του παραπόνου (ορισμένες φορές δεν λαμβάνει καν αριθμό πρωτοκόλου), δεν μπορεί να γνωρίζει για πόσο “εύλογο” χρονικό διάστημα θα πρέπει να αναμένει, και τέλος, δεν μπορεί να διαπιστώσει αν έγινε επαρκής έλεγχος.

    Αναστάσιος Κοταράς
    Ηλ. Μηχανικός, MSc, PhD
    Αθήνα

  • 14 Νοεμβρίου 2023, 17:44 | Γ.Κ.

    Καλησπέρα σας.
    Στο επερχόμενο προς ψήφιση νομοσχέδιο ή στην μετέπειτα υπουργική απόφαση να καθορίζεται με σαφήνεια ότι παρέχεται η δυνατότητα στους μη Τραπεζικούς φορείς (ΕΔΑΔΠ) να μπορούν να χορηγούν επιχειρηματικά δάνεια και προς επιχειρήσεις οι οποίες έως τώρα δεν είχαν ρυθμίσει τον μη εξυπηρετούμενο δανεισμό τους(είτε λόγω δυσκολιών , είτε λόγω μη σύγκλισης με τους servicers ,ή και τα δύο).
    Προς επίτευξη της δυνατότητας εκ νέου ρύθμισης των αναφερόμενων μη εξυπηρετούμενων δανείων,να προβλέπεται η δυνατότητα συμμετοχής στο σχήμα χρηματοδότησης τρίτων νομικών προσώπων , συναφών ή όχι προς την δραστηριότητα της εταιρείας,τα οποία επιθυμούν ή και έχουν έννομο συμφέρον να συμβάλλουν στην οριστική διευθέτηση του χρέους της και την επαναφορά της σε εύρυθμη χρηματοοικονομική λειτουργία.(εννοείται ότι το τρίτο νομικό πρόσωπο θα συναινεί στην παροχή των κατάλληλων εξασφαλίσεων).
    Σε περίπτωση που η επικείμενη διεύρυνση των χορηγήσεων μέσω ΕΔΑΔΠ περιοριστεί μόνο σε αναδιάρθρωση ήδη ενήμερων ή ρυθμισμένων δανείων , δεν θα επιτραπεί σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν την προοπτική επιχειρηματικής βιωσιμότητας (και πάσχουν από δανειακή βιωσιμότητα) να επιστρέψουν σε κανονικότητα.
    Με εκτίμηση.
    Γ.Κ.