• Σχόλιο του χρήστη 'Πηνελόπη Μερκούρη' | 5 Ιουλίου 2016, 00:18

    Η καταβολή από τον εκκαλούντα μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της εφέσεως, ποσοστού 20% του οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτοδίκη απόφαση, φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209 Α του ΚΔΔ, εξακολουθεί και είναι ιδιαίτερα υψηλό. Βεβαίως, είναι κατά πολύ χαμηλότερο από το 50% αλλά δεν παύει να είναι δυσβάστακτο, στο μέτρο που με το άρθρο 209 Α ΚΔΔ αναστολή χορηγείται μόνο όταν είναι προδήλως βάσιμη η έφεση, πράγμα που δύσκολα δικαστήριο στα πλαίσια της αναστολής μπορεί να χορηγήσει, αφού εν τοις πράγμασι θα αναγκαστεί να λειτουργήσει ως Δικαστήριο κρίνον επί της ουσίας. Η διάταξη είναι αντισυνταγματική και αντίκειται και στην ΕΣΔΑ και το ευρωπαϊκό δίκαιο, αφού αποστερεί τον πολίτη από το δικαίωμα της προσωρινής δικαστικής προστασίας μέχρις εκδικάσεως της εφέσεως. Πολλώ μάλλον όταν ακόμη και σε επιχειρήσεις οικονομικά αδύναμες ή τελούσες ακόμη και υπό πτώχευση κλπ δεν προβλέπεται ειδική αντιμετώπιση ή και εξαίρεση από την καταβολή του ποσού αυτού. Κατά συνέπεια, είτε το άρθρο 93 παρ. 3 του ΚΔΔ πρέπει να τροποποιηθεί πλήρως και να μη θέτει θέμα παραδεκτού της εφέσεως αν δεν έχει καταβληθεί ποσοστό 50% ή 20% του πρωτοδίκως καταλογισθέντος φόρου κλπ, είτε το άρθρο 209 Α του ΚΔΔ πρέπει να τροποποιηθεί και να δίδει δυνατότητα αναστολής και σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας ή ανεπανορθώτου οικονομικής βλάβης του εκκαλούντος, όπως προεβλέπετο από το προϊσχύον δίκαιο. Το ζήτημα είναι σοβαρό και έχει δημιουργήσει αδιέξοδα και καταστροφή σε δεκάδες επιχειρήσεις και πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, πολλώ μάλλον όταν οικονομία υποφέρει και δεν υπάρχει η σχετική οικονομική δυνατότητα. Επίσης, και το εδάφιο α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του ΚΔΔ πρέπει να τροποποιηθεί, ειδικά για τα φορολογούμενα νομικά πρόσωπα που ευρίσκονται σε οικονομική αδυναμία (π.χ. πτωχές εταιρείες), για τα οποία νομικά πρόσωπα και πρέπει να προβλεφθεί ρύθμιση αντίστοιχη με την ισχύουσα για τα φυσικά πρόσωπα τα δικαιούμενα να τύχουν του ευεργετήματος της πενίας. Το δε "πλαφόν", κακώς ηυξήθη από τις 10.000 ευρώ στις 15.000 ευρώ με την προτεινομένη ρύθμιση. Ευελπιστώ ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα λάβει υπόψη του τα ανωτέρω, δοθέντος ότι η επί ποινή απαραδέκτου της εφέσεως καταβολή ποσού τόσο υψηλού όσο το 50% ή 20%, όταν μάλιστα τα δικάζοντα Πρωτοδικεία είναι σήμερα Μονομελή, οδηγεί σε ανεπιεικείς λύσεις και ουσιαστικά σε αποστέρηση του φορολογουμένου να έχει πρόσβαση στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.