• Σχόλιο του χρήστη 'Πρωτοδίκης Δ.Δ.' | 5 Οκτωβρίου 2016, 14:37

    Αναφορικά με το θεσμό του εισηγητή δικαστή σε διαφορές ουσίας: 1. Ο ορισμός εισηγητή κατά την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος δεν εξυπηρετεί απολύτως τίποτα, εφόσον ο προσδιορισμός δικασίμου και η συζήτηση της υπόθεσης καθυστερεί τόσο (στα επαρχιακά πρωτοδικεία 6-7 χρόνια) ώστε να είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα έχει επέλθει υπηρεσιακή ή άλλη μεταβολή (μετάθεση, άδεια, προαγωγή κτλ) του ορισθέντος εισηγητή. Ο κανόνας θα είναι επομένως ο ορισμός εισηγητή εκ νέου, κατά το στάδιο του προσδιορισμού δικασίμου. 2. Περαιτέρω, δεδομένου ότι τα δικαστήρια ουσίας δεν έχουν τον τρόπο λειτουργίας του ΣΤΕ (εισηγητής, βοηθός εισηγητή κτλ), η πρόσθετη υποχρέωση σύνταξης και κατάθεσης έκθεσης θα βαραίνει αποκλειστικά τους πρωτοδίκες ατομικά. Τούτο συνεπάγεται ότι εντός του μηνός ο πρωτοδίκης θα πρέπει να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων αναστολών, να δημοσιεύει αποφάσεις μονομελούς, να διασκέπτεται υποθέσεις τριμελούς, να συντάσσει αποφάσεις τριμελούς, να καθαρογράφει όλες τις ανωτέρω αποφάσεις, να εκτελεί την εβδομαδιαία συνήθως υπηρεσία που του αναθέτει ο Πρόεδρος (στα επαρχιακά δικαστήρια) και επιπλέον πέραν του ελέγχου των φακέλων προ της δικασίμου, να προβαίνει για κάθε έναν από αυτούς και την προεπίλυση των ζητημάτων παραδεκτού ώστε να κρίνει αν χρειάζεται η σύνταξη έκθεσης. Η πρόσθετη αυτή υποχρέωση του να κριθεί αν πρέπει να συνταχθεί έκθεση και κατόπιν η έκθεση αυτή να συντάσσεται, απαιτεί πολύ χρόνο και συχνά θα αποδεικνύεται μάταιη, είτε επειδή η υπόθεση αναβάλλεται ή καταργείται ή δεν υπάρχει νομιμοποίηση, είτε επειδή ο εισηγητής δεν κατάφερε να εντοπίσει στο στάδιο αυτό ζητήματα παραδεκτού. Διότι σαφώς σε ένα πινάκιο μονομελούς με 30 και πλέον υποθέσεις και τριμελούς με 15 περίπου απαιτείται και πολύς χρόνος και πολύς κόπος για να σχηματίσει κανείς κρίση επί του παραδεκτού σε συχνά περίπλοκες υποθέσεις ώστε να συντάξει έκθεση στο στάδιο αυτό. Άρα δεν επιτυγχάνεται επιτάχυνση της διοικητικής δίκης, αντιθέτως ο δικαστής επιβαρύνεται με πρόσθετη υποχρέωση, ενίοτε περιττή, που του στερεί χρόνο από τη συγγραφή και δημοσίευση δικαστικών αποφάσεων, διαδικασιών μέσω των οποίων και μόνο επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της δίκης και η μείωση της υπάρχουσας εκκρεμότητας. 3. Γεννάται αυτομάτως το ερώτημα τι θα συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία εντοπίζεται ζήτημα παραδεκτού που δεν περιλαμβάνεται στην έκθεση. Τούτο μπορεί να προκύψει είτε κατά τον ενδελεχέστερο έλεγχο κατά το στάδιο γραφής της υπόθεσης μονομελούς, είτε κατά τη διάσκεψη των υποθέσεων τριμελούς. Θα εκδίδεται αναβλητική απόφαση για να εκθέσουν οι διάδικοι τις απόψεις τους; Θα ακυρώνεται η συζήτηση και θα εισάγεται η υπόθεση εκ νέου στο ακροατήριο για να κατατεθεί έκθεση προ της συζήτησής της; Στις περιπτώσεις αυτές δεν επιτυγχάνεται επιτάχυνση αλλά ιδιαίτερη καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων. Η΄ μήπως το δικαστήριο θα προχωρεί στην δημοσίευση απόφασης; Μήπως με τη νέα διάταξη δημιουργείται λόγος έφεσης συνιστάμενος στη μη κατάθεση έκθεσης που να περιέχει τον αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενο λόγο παραδεκτού; 4. Η εμπειρία έχει δείξει ότι στις υποθέσεις ακυρωτικής διαδικασίας των διοικητικών πρωτοδικείων η αρχικώς προβλεπόμενη εισήγηση των τιθέμενων ζητημάτων μετατράπηκε σε απλή έκθεση αυτών, λόγω της σπατάλης χρόνου και κόπου που συνεπαγόταν και αναγνωρίστηκε από το νομοθέτη. Ήδη η διαδικασία αυτή έχει μετατραπεί σε απαρχαιωμένη εθιμοτυπία και επί της ουσίας έχει εκπέσει σε αχρησία. Θα περίμενε επομένως κανείς να καταργηθεί για τα πρωτοβάθμια τουλάχιστον δικαστήρια η υποχρέωση αυτή και όχι να επεκταθεί και στις διαφορές ουσίας.