• Σχόλιο του χρήστη 'Πρωτοδίκης ΔΔ' | 5 Οκτωβρίου 2016, 17:01

    Η εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή στις υποθέσεις ουσίας θα συντελέσει στην καθυστέρηση και όχι στην επιτάχυνση της διοικητικής δίκης, επιφορτίζοντας το δικαστή με επιπλέον υποχρέωση σύνταξης έκθεσης πραγματικών και νομικών ζητημάτων της υπόθεσης σε προγενέστερο της συζήτησης στάδιο, το περιεχόμενο της οποίας είναι σφόδρα πιθανό να ανατραπεί, όπως έχει αποδείξει η εμπειρία, με την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους των διαδίκων καθώς και με την κατάθεση των υπομνημάτων. Ήδη, η πρακτική αυτή, η οποία ακολουθείται στις ακυρωτικές υποθέσεις αρμοδιότητας διοικητικών πρωτοδικείων, προκαλεί μια άνευ προηγουμένου σπατάλη των δυνάμεων και του χρόνου του εισηγητή δικαστή και της γραμματείας, ιδίως όταν τελικώς η υπόθεση απορρίπτεται ως ανομιμοποίητη ή όταν ο αιτών παραιτείται, χωρίς μάλιστα να εξυπηρετεί την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων των διαδίκων, αφού πρόκειται για απλή παράθεση του πραγματικού και των νομικών ζητημάτων. Χαρακτηριστικό της αχρησίας στην οποία έχει περιέλθει ο θεσμός, είναι ότι ούτε οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ενδιαφέρονται να ενημερωθούν για το περιεχόμενο της εκθέσεως, αλλά απλώς ρωτούν τη γραμματεία αν έχει κατατεθεί θετική εισήγηση για συζήτηση. Εξάλλου, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι η έκθεση αυτή θα εξυπηρετούσε τον εντοπισμό τυχόν απαραδέκτων, από καμία διάταξη ούτε αρχή το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να συνδράμει τους διαδίκους ενημερώνοντας αυτούς πριν τη συζήτηση της υπόθεσης για την τυχόν ύπαρξη αυτών, ιδίως στις περιπτώσεις που προκύπτει απαράδεκτο που δεν μπορεί να θεραπευθεί μέχρι τη συζήτηση. Εξάλλου, η νομική εκπροσώπηση των διαδίκων ανατίθεται στους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και όχι στο δικαστή, ο οποίος με την απόφασή του κρίνει το παραδεκτό και την ουσία της υπόθεσης. Αντιθέτως, λοιπόν, ο θεσμός αυτός θα έπρεπε να ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ, κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, και ΟΧΙ να εισαχθεί και στις υποθέσεις ουσίας.