• Σχόλιο του χρήστη 'Κατερίνα Μάλλιου, Πρωτοδίκης ΔΔ' | 6 Οκτωβρίου 2016, 11:43

    Εάν ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι να έχει ο διάδικος τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να προσκομίσει στοιχεία, θα μπορούσε να ακολουθηθεί μία διαδικασία παρόμοια με αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 139Α του κώδικα διοικητικής δικονομίας, ώστε μετά τη συζήτηση και αφού ο δικαστής έχει πλήρη εικόνα της υπόθεσης, να ειδοποιούνται όλοι οι διάδικοι ότι υφίσταται ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο και να τους δίδεται προθεσμία να καταθέτουν συμπληρωματικά υπομνήματα και έγγραφα. Ακόμη κι αν δε μας ενδιαφέρει ο φόρτος εργασίας του εισηγητή δικαστή (ο οποίος σε κάθε περίπτωση αφορά θέμα οργανωτικό των δικαστηρίων και δεν ενδιαφέρει τους πολίτες) και προκρίνουμε μόνο το συμφέρον του διαδίκου, θα πρέπει να προτιμηθεί η ανωτέρω λύση, διότι: Α. Η συζήτηση της υπόθεσης στα διοικητικά δικαστήρια απέχει τουλάχιστον δύο έτη από την κατάθεση της προσφυγής και με δεδομένες τις αλλεπάλληλες αλλαγές του νομοθετικού καθεστώτος, οι οποίες συνήθως στα θέματα παραδεκτού καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς δίκες, η προεργασία που θα κάνει ο δικαστής όταν κατατεθεί η προσφυγή, δεν έχει νόημα Β. Πολλά θέματα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ανακύπτουν αφού ολοκληρωθεί ο φάκελος και γίνουν οι αντικρούσεις, ήτοι 6 μέρες μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να γίνεται φανερό ότι η εισήγηση που θα έχει συνταχθεί, δε θα καλύπτει όλα τα ζητήματα και ο διάδικος θα είναι απροστάτευτος. Επιπλέον η διάταξη για την εισήγηση είναι αόριστη και θα γίνει εκμετάλλευση για σωρεία αναβολών. Ειδικότερα, όταν ανακύπτει ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο (άρα η υποχρέωση δημιουργείται μόνο τότε), λέει η διάταξη, θα συντάσσεται η εισήγηση αλλιώς παρέχεται δικαίωμα στον διαδικο για αναβολή. Ποιος θα κρίνει εάν ανακύπτει ζήτημα, ο διάδικος ή ο δικαστής; Και πώς θα λύνεται στο ακροατήριο η διαφωνία;