• Σχόλιο του χρήστη 'Βαρβάρα Μπουκουλα, Πρωτοδικής ΔΔ, ΔΝ' | 24 Οκτωβρίου 2016, 02:26

    Η θεσμοποίηση εισηγητή δικαστή στις διοικητικές διαφορές ουσίας παρουσιάζει τις εξής προβληματικές πτυχές: α.μετά από την απόφαση του ΕΔΔΑ, Kress κατά Γαλλίας, αμφισβητήθηκε η λειτουργία του εισηγητή δικαστή να εκφέρει αιτιολογημένη γνώμη επί της υποθέσεως με εισήγηση έγγραφη πριν από την συζήτηση την οποία εκθέτει στο ακροατήριο και να συμμετάσχει στη συνέχεια στη διάσκεψη, με ή χωρίς αποφασιστική ψήφο, διότι τούτο ενδεχομένως να προσέβαλλε την αντικειμενική αμεροληψία του δικαστηρίου και την αρχή της ισότητας των όπλων. Έτσι, με το άρθρο 6 του ν.3900/2010 καταργήθηκε η αιτιολογημένη εισήγηση στο ΣτΕ από την έκθεση. Με ποιον τρόπο εξοροθολογίζουμε τη διοικητική δίκη ενώπιον των ΤΔΔ με τη θεσμοποίηση του εισηγητή δικαστή που έχει πλέον περιορισμένη λειτουργία στη δίκη; β. Η διάταξη παρουσιάζει κενά σε σχέση: 1. με την προθέσμια προσκόμισης του διοικητικού φακέλου από την διοίκηση, διότι, ναι,μεν, ορίζει ότι αυτός θα διαβιβάζεται στο δικαστήριο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση, αλλά δεν αναφέρει τίποτα αν η προθεσμία της κλήσης στη διοίκηση για παράσταση έχει συντμηθεί τι θα συμβεί 2. τον τρόπο χορηγήσεως αναστολών στα διοικητικά δικαστήρια, 3. την προθεσμία ανακοίνωσης της δίκης από τον εισηγητή σε τρίτους. Επίσης, με τη διάταξη αυτή μετατίθεται το βάρος συγκρότησης του διοικητικου φακέλου από τη διοίκηση στον δικαστή, ενώ αν δεν διαβιβαστεί στο δικαστήριο ο ΄φάκελος σε εύλογο χρόνο πριν από την δικάσιμο δεν θα μπορεί να συνταχθεί εισήγηση με συνέπεια να δημιουργούμε πρόσθετους λόγους αναβολών της δίκης. Πέραν του ότι η διάταξη δεν επιλύει οριστικά και απόλυτα το ζήτημα της αυτεπάγγελτης εξέτασης των λόγων του παραδεκτού ή του βασίμου του ένδικου βοηθήματος, διότι μπορεί οι λόγοι αυτοί να προκύψουν κατά το στάδιο της διάσκεψης ή της μελέτης της δικογραφίας και να απαιτούν την έκδοση αναβλητικής απόφασης και εκ νέου επανασυζήτησης της υποθέσεως, προκειμένου να αντιλέξουν οι διάδικοι, δεν μπορεί να εισφέρει πραγματικά στην αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της συζήτησης. Τι σημαίνει ο εισηγητής παραθέτει τα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα; Αναφέρει απλά για παράδειγμα ότι τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της διάταξης, χωρίς να αιτιολογεί την αντισυνταγματικότητα αυτή; Και πώς ο διάδικος μπορεί να αντιλέξει τον ισχυρισμό αυτόν αποτελεσματικά, αν δεν είναι αιτιολογημένος; Και εάν ο εισηγητής δικαστής αιτιολογεί και αναλύει το αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο ζήτημα, δεν συντάσσει μ΄αυτόν τον τρόπο αιτιολογημένη εισήγηση και δεν φαίνεται να παίρνει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου, με συνέπεια να κατηγορηθεί ότι προσβάλλει τη theorie des apparence. Εξάλλου, στις διοικητικές διαφορές ουσίας, για πολλούς λόγους που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως και αφορούν στην παραδεκτή κάταρξη και νόμιμη συνέχιση της δίκης, όπως για παράδειγμα την προσκόμιση του παραβόλου και τη νομιμοποίηση του δικηγόρου, θα είναι αδύνατη η σύνταξη εισηγήσεως πριν από την εκδίκαση της διαφοράς. Και τούτο, διότι πρόκειται για προϋποθέσεις που εξετάζονται κατά κανόνα μετά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση. Τούτο σημαίνει, αφενός μεν ότι για ένα κρίσιμο και μεγάλο τμήμα των προϋποθέσεων του παραδεκτού του ένδικου βοηθήματος, δεν μπορεί να συνταχθεί εισήγηση από τον εισηγητή δικαστή πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως, αφετέρου δε ότι κατά κανόνα αυτές οι ελλείψεις αποκαθίστανται, όταν υπάρχει εύλογο ενδιαφέρον του διαδίκου για τη διεξαγωγή της δίκης από την εφαρμογή του άρθρου 139Α. Από τα ανωτέρω εναργώς προκύπτει ότι αφενός μεν η εισαγωγή του εισηγητή δικαστή δεν τίθεται τόσο επιτακτική για όλα τα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα, εφόσον για ορισμένα από αυτά ισχύει και εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 139Α, αφετέρου δε ότι υπάρχει ο κίνδυνος ο εισηγητής δικαστής να απασχοληθεί με μία υπόθεση, η οποία τελικώς δεν θα εκδικασθεί επί της ουσίας, καθώς ο διάδικος δεν θα έχει ενδιαφέρον για την εκδίκασή της και δεν θα καταβάλλει το προβλεπόμενο εκ του νόμου παράβολο ή δεν θα νομιμοποιήσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Έτσι με τη θεσμοποίηση του εισηγητή δικαστή μπορεί να επέλθει μία μορφή μάταιης επιβάρυνσης των δικαστών και πρόσθετης επιβράδυνσης άλλων υποθέσεων που χειρίζονται, καθώς οι δικαστές θα απασχολούνται χωρίς λόγο με την επεξεργασία μίας υπόθεσης, η οποία μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο θα προκύψει ότι είναι απαράδεκτη. Για την αντιμετώπιση του ζητήματος των αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων ζητημάτων και την τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, προκειμένου να μην παραβιάζονται οι αρχές της δίκαιης δίκης σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, μπορούν να ληφθούν από τον νομοθέτη αλλά, πιο αποτελεσματικά μέσα. Οι λόγοι που πρόκειται να ληφθούν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο μπορούν να κοινοποιηθούν στον διάδικο με τη διαδικασία του άρθρου 139Α, ενημερώνοντας το δικαστήριο τηλεφωνικώς μέσω της Γραμματείας ή με έγγραφο ότι πρόκειται να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως τον σχετικό λόγο και προσκαλώντας τον εντός ανατρεπτικής προθεσμίας να υποβάλλει τις ενστάσεις και παρατηρήσεις του. Το υπόμνημα αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα υπόμνημα μεσούσης της διασκέψεως, όπως ισχύει στη γαλλική διοικητική δίκη. Επίσης, το ίδιο ζήτημα αντιμετωπίζεται με την έκδοση αναβλητικής απόφασης, στην οποία παρατίθεται το ζήτημα που πρόκειται να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο και χορήγησης προθεσμίας στον διάδικο να υποβάλλει τους ισχυρισμούς του ή να προσκομίσει κρίσιμα στοιχεία στο δικαστήριο αναφορικά με το ζήτημα αυτό, ενώ η υπόθεση θα προσδιορίζεται προς εκδίκαση σε σύντομη ρητή δικάσιμο, χωρίς ιδιαίτερη επιβάρυνση της διαδικασίας της δίκης.