• Σχόλιο του χρήστη 'Βασίλης Σωτηρόπουλος' | 6 Μαΐου 2017, 20:22

    Με το άρθρο 4 ορίζεται: (α) ότι η διόρθωση γίνεται με δίκη στην οποία εφαρμόζεται η ειδική διαδικασία της “εκούσιας δικαιοδοσίας”, ρύθμιση που ισχύει και σήμερα, (β) ότι απαιτείται αυτοπρόσωπη δήλωση του προσώπου ενώπιον του δικαστηρίου, κάτι το οποίο σήμερα δεν είναι υποχρεωτικό, καθώς το πρόσωπο έχει δικαίωμα να εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, (γ) ότι η δήλωση γίνεται σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα, (δ) ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες με βάση τη νέα ληξιαρχική πράξη προβαίνουν στις σχετικές διορθώσεις, χωρίς αναφορά ότι μεσολάβησε διόρθωση φύλου και (ε) ότι η “νέα” ληξιαρχική πράξη μπορεί στο εξής να αλλάξει μία φορά με τις ίδιες προϋποθέσεις. Το άρθρο αυτό όμως συνεφαρμόζεται με σωρεία άλλων διατάξεων και νομοθετημάτων, έτσι ώστε η αξιολόγησή του να προϋποθέτει την παρουσίαση όλων των συνισχυόντων, για να κριθεί τελικά αν πρόκειται για μια “διαφανή” και “απλή” διαδικασία όπως επιβάλει η Σύσταση (2010) 5 του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλα ευρωπαϊκά κείμενα. (α) Η δικαστική απόφαση του άρθρου 782 Κ.Πολ.Δ Είναι τελείως περιττό να νομοθετηθεί εκ νέου ότι “η διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου γίνεται με δικαστική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 782 Κ.Πολ.Δ.”. Αυτό ήδη προβλέπεται στο ίδιο το άρθρο 782 ΚπολΔ και το άρθρο 13 του Ν.344/1976! Οπότε η πρώτη παράγραφος του άρθρου 4 του νομοσχεδίου απλώς επαναλαμβάνει αυτά που ήδη ισχύουν. Θα έπρεπε όμως να είναι έτσι; Όπως έχω αναφέρει πιο πάνω, οι τρόποι μεταβολής ληξιαρχικών στοιχείων περιλαμβάνουν και διαδικασίες στις οποίες δεν είναι υποχρεωτική η δικαστική κρίση: (α) η διόρθωση σφαλμάτων από τον ληξίαρχο, με ή και χωρίς εισαγγελική εντολή, (β) η απόφαση δημάρχου για αλλαγή επωνύμου, (γ) η μεταβολή του θρησκεύματος με απλή αίτηση του ενδιαφερόμενου. Στα “πρωτογενή” γεγονότα, αρκεί απλή δήλωση του ατόμου στο ληξιαρχείο (γέννηση, θάνατος, γάμος, υιοθεσία, σύμφωνο συμβίωσης). Άρα δεν υπάρχει ένα δικαστικό “μονοπώλιο”. Σε άλλες χώρες, η νομοθεσία επιτρέπει την μεταβολή του φύλου μόνο με δήλωση του ατόμου στο ληξιαρχείο (Ισπανία, Μάλτα). Το νομοσχέδιο εδώ απλώς επαναλαμβανει τα ήδη ισχύοντα, αφαιρώντας, με το άρθρο 3, τις ιατρικές επεμβάσεις κι εξετάσεις, κάτι στο οποίο τα δικαστήρια είχαν καταλήξει και με το σήμερα ισχύον δίκαιο. Η “εκούσια δικαιοδοσία” ειναι μια ιδιαίτερη δικαστική διαδικασία, με την οποία ο νόμος υποχρεώνει το άτομο να ζητήσει από το Δικαστήριο να βεβαιώσει ή να επιτρέψει μια κατάσταση. Στην εκούσια δικαιοδοσία το άτομο παρίσταται υποχρεωτικά με πληρεξούσιο δικηγόρο. Είναι υποχρεωμένο να καταθέσει μια αίτηση που έχει συντάξει ο δικηγόρος και να την κοινοποιήσει σε καθορισμένες μέρες πριν την δικάσιμο (ανάλογα με την κρίση του Ειρηνοδίκη, σε υποθέσεις αλλαγής καταχώρισης φύλου οι Ειρηνοδίκες έχουν ορίσει χρόνο από 15 έως 3 μέρες πριν την δικάσιμο) στον Εισαγγελέα μέσω δικαστικού επιμελητή, τον οποίο επιμελητή πρέπει επίσης να πληρώσει το ενδιαφερόμενο άτομο για την επίδοση της αίτησης στον εισαγγελέα. Το πρόβλημα με την εκούσια δικαιοδοσία είναι ότι η δικαστική απόφαση που εκδίδεται δεν είναι δεσμευτική για τον ληξίαρχο! Όσο κι αν ακούγεται παράλογο, η δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία έχει κριθεί, κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι δεν δεσμεύει το ληξιαρχείο, αλλά συνεκτιμάται μαζί με άλλα επίσημα στοιχεία. Παραθέτω, ενδεικτικά, το σκεπτικό μερικών τέτοιων αποφάσεων του ΣτΕ: - Κατά την απόφαση υπ' αρ. 4047/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Δ', Α ́ Δημοσίευση Νόμος), στην έννοια της διάταξης του άρθρου 1 του Ν.3068/2002, “σε αρμονία ερμηνευόμενης προς το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος – εμπίπτουν οι αποφάσεις των δικαστηρίων που ασκούν κατ' ουσία δικαιοδοτικό έργο όχι δε και εκείνες που εκδίδονται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚπολΔ). [...] η δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και βεβαιώνει ορισμένο γεγονός προκειμένου να συνταχθεί ή διορθωθεί ληξιαρχική πράξη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του ν.344/1976 (“περί ληξιαρχικών πράξεων”, Α' 143), δεν δεσμεύει, κατά το ανωτέρω άρθρο 1 ΚΕΦ. Α' του ν.3068/2002, την αρμόδια αρχή κατά την άσκηση της απονεμόμενης με τον εν λόγω διοικητικό νόμο αρμοδιότητας διόρθωσης του αναγραφόμενου στα μητρώα αρρένων έτους και ημερομηνίας γέννησης (βλ. ΣτΕ 1051/2005, 2894/2000), αλλά συνεκτιμάται με άλλα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. ΣτΕ 1983, 1401/2000, 1051/2005) που υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος σύμφωνα με το άρθρο 22 του νόμου αυτού.” Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την ανωτέρω απόφαση, ακύρωσε απόφαση του Γ.Γ.Περιφέρειας Αττικής που επικαλέστηκε την εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν.3068/2002 για απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας διόθρωσης ληξιαρχικής πράξης γέννησης. - Με την απόφαση υπ' αρ. 864/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Δ', Α' Δημοσίευση Νόμος), σε υπόθεση απόρριψης αίτησης γυναίκας για διόρθωση ηλικίας της βάσει απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου που ελήφθη με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κρίθηκε ότι “νομίμως, επίσης, η προσκομισθείσα δικαστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας θεωρήθηκε ως στοιχείο απλώς συνεκτιμητέο (βλ. ΣτΕ 387/1984) και όχι δεσμευτικό. Τούτο δε, διότι από την δικαστική αυτήν απόφαση (βάσει της οποίας καταρτίσθηκε η νέα ληξιαρχική πράξη) που εκδόθηκε χωρίς κλήτευση του Δήμου, καμμία δέσμευεση δεν απορρέει γι' αυτόν λόγω δεδικασμένου, ελλείψει των νομίμων προϋποθέσεων προς τούτο (βλ. ΣτΕ 515/1983). Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ειδικώτερος λόγος, με τον οποίον υποστηρίζεται ότι απέρρεε δέσμευση των οργάνων του Δήμου από την – βάσει της δικαστικής αποφάσεως συνταγείσα ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του Δήμου Υπάτης, που προσκομίσθηκε. Απορριπτέος, ομοίως, είναι και ο συναφής ισχυρισμός ότι κακώς – ελλείψει ληξιαρχικής πράξεως συνταγείσης μέσα σε 90 ημέρες από την γέννηση του προσώπου – ζητήθηκαν από την αιτούσα ως αποδεικτικά στοιχεία (πιστοποιητικά ιερέως, σχολείου κλπ.) που προβλέπονται από την Φ.42301/12168/28.6.-12.7.1995 (Β' 608) απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών [Κεφ. (Γ) παρ. (9) σε συνδ. με Κεφ. (Α) παρ. (1) υποπαράγρ. (γ) περιπτ. (αα), (ββ), (δδ) αυτής].” - Με την απόφαση 1051/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Δ', Α' Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), κρίθηκε ότι “[...] τόσο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περί δεδικασμένου (αρ. 321 επ.), όσο και κατά τις διατάξεις του π.δ. 497/91 που παρατίθενται στη σκέψη 4, οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρ. 782 Κ.Πολ.Δ.) και βεβαιώνουν ορισμένο γεγονός, προκειμένου να συνταχθεί ή διορθωθεί ληξιαρχική πράξη, δεν δεσμεύουν την αρμόδια αρχή κατά την ενάσκηση της διοικητικής αρμοδιότητας διόρθωσης του αναγραφομένου στο δημοτολόγιο έτους γέννησης (βλ. ΣτΕ 2894/2000 κ.α.), αλλά συνεκτιμώνται με άλλα επίσημα στοιχεία (πρβλ. ΣτΕ 1983, 1401/2000). Ως εκ τούτου, μη νομίμως ο Δήμαρχος Περιστερίου είχε αρχικώς προβεί, με την πράξη του 16334/21.4.2000, σε διόρθωση της ηλικίας της αιτούσας, βάσει μόνον της – μνημονευόμενης στο προοίμιο της πράξης αυτής – ληξιαρχικής πράξης γέννησης, διορθωμένης ως προς το έτος γέννησης κατόπιν της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, θεωρώντας εσφαλμένως ότι η δικαστική απόφαση και η βάσει αυτής διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης τον υποχρέωναν άνευ ετέρου να αποδεχθεί το αίτημα διόρθωσης. Για το λόγο δε αυτό, νομίμως και εντός ευλόγου χρόνου (μικρότερου του ενός έτους) ανακλήθηκε η πράξη αυτή διόρθωσης του έτους γέννησης της αιτούσας. Περαιτέρω, η κρίση του Δημάρχου (ο οποίος υιοθετεί την ανωτέρω εισήγηση του δημοτικού υπαλλήλου), κατά την οποία δεν δικαιολογείται διόρθωση της ηλικίας βάσει των προσκομισθέντων από την αιτούσα στοιχείων, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, βάσει των άρθρων 10 παρ. 4 και 6 παρ. 1 π.δ. 497/91, σύμφωνα με τα οποία η διόρθωση εσφαλμένων στοιχείων των εγγραφών στο δημοτολόγιο και συγκεκριμένα του έτους γέννησης γυναίκας, γίνεται βάσει επίσημων στοιχείων. Ειδικότερα, ο Δήμαρχος Περιστερίου, προκειμένου να αχθεί στην ανωτέρω κρίση, συνεκτίμησε και την δικαστική απόφαση, η οποία είχε εκδοθεί το έτος 2000 κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κατόπιν της οποίας είχε διορθωθεί η ληξιαρχική πράξη γέννησης της αιτούσας, προσέδωσε όμως μείζονα βαρύτητα, κατά την ακυρωτικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, στις εγγραφές του βιβλίου γεννήσεων – βαπτίσεων και του μαθητολογίου, από τις οποίες προέκυπτε ότι η αιτούσα είχε γεννηθεί το έτος 1953 και, άρα, βαπτίσθηκε σε ηλικία 6 ή 7 μηνών και ενεγράφη στην α' τάξη του δημοτικού σε ηλικία 6 ετών (βλ. και το άρθρο 24 του α.ν. 1297/38, περί εγγραφής στην α' τάξη όσων συμπληρώνουν έως 31/12 το έκτος έτος). Τα στοιχεία αυτά επιτρεπτώς (πρβλ. ΣτΕ 2894, 1983, 1401/2000, 5203/97, 1429/94, 387/84, 4891/83) συνεκτιμήθηκαν ως επίσημα στοιχεία, προβλέπονται άλλωστε ως ληπτέα υπόψη για τη διόρθωση έτους γέννησης γυναίκας στα δημοτολόγια στη – διάφορη της κρινόμενης – περίπτωση, κατά την οποία δεν υπάρχει ληξιαρχική πράξη γέννησης συνταχθείσα εντός 90 ημερών από τη γέννηση (απόφαση Υπουργού Εξωτερικών Φ. 42301/12168/28.6.1995 “Απαιτούμενα δικαιολογητικά για την διενέργεια εγγραφών, διαγραφών κ.λ.π. Μεταβολών στα δημοτολόγια”, Β' 608, Κεφ. Γ' παρ. 9 σε συνδυασμό με Κεφ. Α' παρ. 1, εδ ́γ ́'). Και προβάλλει μεν η αιτούσα ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί στην περίπτωσή της η παράγραφος 8 του Κεφαλαίου Γ' της ανωτέρω (από 28.6.95) ΥπουργικήςΑποφάσεως (Υ.Α.), σύμφωνα με την οποία για τη διόρθωση του τόπου γέννησης, του θρησκεύματος ή άλλων στοιχείων εγγραφής στα δημοτολόγια απαιτείται να προσκομισθεί ληξιαρχική πράξη γέννησης με καταχώρηση του προς διόρθωση στοιχείου, άρα θα έπρεπε ο Δήμαρχος να προβεί σε διόρθωση της ηλικίας της στο Δημοτολόγιο βάσει της διορθωμένης κατά τούτο ληξιαρχικής πράξης γέννησης, ο λόγος όμως αυτός προβάλλεται αβασίμως. Και τούτο διότι ειδικώς για την διόρθωση ηλικίας γυναίκας στο δημοτολόγιο, η ανωτέρω Υ.Α. ρυθμίζει (στην παρ. 9 και όχι στην παρ. 8 του Κεφ. Γ' αυτής) μόνον δύο περιπτώσεις, δηλαδή αφενός τη διόρθωση στο δημοτολόγιο λόγω διάστασης του εκεί αναγραφόμενου έτους γέννησης σε σχέση με το αναγραφέν στην ληξιαρχική πράξη, η οποία όμως έχει συνταχθεί εντός 90 ημερών από τη γέννηση της ενδιαφερομένης και αφετέρου την περίπτωση πλήρους ανυπαρξίας ληξιαρχικής πράξης γέννησης, περιπτώσεις όμως που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Επομένως, εφαρμοστέα στην κρινόμενη υπόθεση είναι η διάταξη του άρ. 10 παρ. 4 του π.δ.497/91, που περιέχει ειδική ρύθμιση για τη διόρθωση ηλικίας γυναίκας και απαιτεί “επίσημα στοιχεία” εν γένει, τα οποία οφείλει να συνεκτιμήσει ο Δήμαρχος προκειμένου να προβεί στην εν λόγω διόρθωση και δεν θεσπίζει υποχρέωση αυτού, με μόνη την προσκόμιση της διορθωμένης ως προς την ηλικία ληξιαρχικής πράξης γέννησης, να διορθώσει το έτος γέννησης που αναφέρεται στο δημοτολόγιο.” Υπάρχει βέβαια και αντίθετη νομολογία του ΣτΕ που ορίζει ότι οι αποφάσεις εκούσιας δικαιοδοσίας για την μεταβολή ονόματος σε ληξιαρχική πράξη είναι δεσμευτικές: - Με την απόφαση 508/2005 του Δ’ τμήματος του ΣτΕ κρίθηκε μεταξύ άλλων: “Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται ότι η μεταβολή του κυρίου ονόματος του προσώπου γίνεται με απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Κατά της αποφάσεως αυτής δύναται να ασκήσει έφεση και ο εκπροσωπών το δημόσιο συμφέρον εισαγγελέας, βάσει δε της αποφάσεως αυτής, όταν καταστεί τελεσίδικη, γίνεται η σχετική καταχώριση στην ληξιαρχική πράξη. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι η δικαστική απόφαση περί της μεταβολής του κυρίου ονόματος είναι δεσμευτική για τα διοικητικά όργανα, τα οποία δεν δύνανται να αποκλίνουν αυτής, αμέσως ή εμμέσως, κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων σχετικών προς την μεταβολή αυτή, όπως επί υποβολής αιτήματος μεταβολής του καταχωρισμένου στο μητρώο αρρένων κυρίου ονόματος συνεπεία αντίστοιχης διορθώσεως της ληξιαρχικής πράξεως κατόπιν τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως (βλ. ΣτΕ 2564/2002, 101/2002, 196/2001, 3361/ 1998, επτ. 5008/1996).” Επομένως, η εκούσια δικαιοδοσία είναι επισφαλής διαδικασία όταν επιλέγεται από τον νομοθέτη για την προστασία ενός ατομικού δικαιώματος, όπως είναι εν προκειμένω η νομική αναγνώριση και ο σεβασμός της ταυτότητας φύλου, κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Λόγω των ανωτέρω αντιφατικών αποφάσεων του Σ.τ.Ε., ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει ότι εάν εφαρμοστεί η συγκεκριμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, οι δικαστικές αποφάσεις δεν θα θεωρηθούν “ενδεικτικές” από τους ληξιάρχους που μπορεί μόνοι τους να απαιτήσουν και άλλα πρόσθετα στοιχεία και κυρίως η βεβαίωση για την δικαιοπρακτική ικανότητα ή ακόμη και τα ιατρικά πιστοποιητικά και τις ιατρικές πράξεις που έχουν ήδη αποκλειστεί με το άρθρο 3 του νομοσχεδίου, γιατί μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αποκλεισμός αφορά την δικαστική κρίση κι όχι την μεταγενέστερη χρήση της δικαστικής απόφασης στο ληξιαρχείο! Επιπλέον, μετά την έκδοση της απόφασης, καθώς ο Ν.344/1976 επιβάλει την τελεσιδικία για την καταχώριση της διόρθωσης, πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία της επίδοσης στον εισαγγελέα και της παρέλευσης του διαστήματος εντός του οποίου ο εισαγγελέας έχει δικαίωμα να ασκήσει ένδικα μέσα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανένας λόγος να συντηρείται αυτή η περιττή γραφειοκρατία από το νέο νομοσχέδιο. Θα πρέπει η υποχρέωση περί τελεσιδικίας να καταργηθεί. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, η εκδίκαση των αιτημάτων με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν παρέχει την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου που επιβάλλεται με την Σύσταση (2010) 5 του Συμβουλίου της Ευρώπης για μια διαδικασία διαφανή, απλή και σύντομη για την διόρθωση των εγγράφων, αφού είναι αβέβαιη η χρήση της δικαστικής απόφασης από τα ενδιαφερόμενα άτομα στο ληξιαρχείο. Το πρόβλημα της δικαστικής διαδικασίας εν γένει είναι ότι διασπά σε δύο μεγάλα στάδια την διόρθωση: το δικαστικό στάδιο και το διοικητικό, ενώ θα έπρεπε να είναι ενιαίο κι όχι να εξαρτάται από τον κάθε ληξίαρχο αν θα εφαρμόσει την δικαστική απόφαση. Πιο ασφαλής και απλή θα ήταν μια διαδικασία απευθείας αίτησης της μεταβολής στο ληξιαρχείο από το ενδιαφερόμενο άτομο, όπως γίνεται για την αλλαγή θρησκεύματος, αλλά και όπως γίνεται για την κάθε εξ αρχής δήλωση ληξιαρχικού γεγονότος (γέννησης, θανάτου, υιοθεσίας, γάμου, συμφωνου συμβίωσης). Το αίτημα για την διόρθωση ως προς το φύλο έχει πολλά στοιχεία “αναγέννησης” του ατόμου που θα δικαιολογούσαν την θεσμοθέτησης μιας διαδικασιας εξ αρχής δήλωσης του επαναπροσδιορισμού φύλου ως νέου ληξιαρχικού γεγονότος κι όχι ως “διόρθωση” της πράξης γέννησης. (β) Αυτοπρόσωπη δήλωση του προσώπου Αυτό δεν προβλέπεται σήμερα για καμία δικαστική διαδικασία: πάντοτε ο πολίτης έχει δικαίωμα – τις περισσότερες φορές και υποχρέωση – εκπροσώπησης από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η υποχρέωση παράστασης με δικηγόρο εξακολουθεί και διατηρείται και με το νομοσχέδιο (αφού ακολουθείται η διαδικασία έκδοσης απόφασης του άρθρου 782Κ.Πολ.Δ. που εντασσεται στην εκούσια δικαιοδοσία που είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο). Η πρόσθετη υποχρεώση για “αυτοπρόσωπη” δήλωση του προσώπου που επιθυμεί την ληξιαρχική διόρθωση φύλου είναι μια ένδειξη δυσπιστίας: αμφιβάλλουμε ότι οι δηλώσεις θα είναι ειλικρινείς από όλους, αφού έχουμε αφαιρέσει και την υποχρέωση υποβολής ιατρικών πιστοποιητικών και φοβόμαστε μήπως κάποιοι πονηροί επιδιώξουν να χρησιμοποιήσουν τη διαδικασία για να αλλάξουν απλά το φύλο τους. Εκ των προτέρων, νομοθετημένος περιορισμός των δικαιωμάτων των διεμφυλικών, για να αποφευχθούν καταστρατηγήσεις. Με ποιο κριτήριο όμως θα κρίνει ο Δικαστής εάν ο αυτοπρόσωπα δηλών είναι ή όχι διεμφυλικός; Καταργούμε τα ιατρικά πιστοποιητικά και αφήνουμε τον Δικαστή να υποκαταστήσει την ιατρική επιστήμη; Υπάρχει κάτι κρυπτικό που πρέπει να διαγνώσει άραγε ο Δικαστής και για το οποίο απαιτείται – για πρώτη φορά στην πολιτική δικονομία – η αυτοπρόσωπη δήλωση του ενδιαφερομένου; Κάτι άρρητο, που ο νόμος αποφεύγει να το ονοματίσει; Η εισαγωγή της αυτοπρόσωπης δήλωσης των ενδιαφερομένων για την μεταβολή της ληξιαρχικής καταχώρισης του φύλου δεν λαμβάνει υπόψη ότι τα διεμφυλικά άτομα πολύ συχνά αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα στο να εμφανιστούν σε μια δημόσια αρχή, όπως είναι ένα δικαστήριο, έστω και με όρους μυστικότητας όπως επιβάλλει το άρθρο. Είναι απαράγραπτο δικαίωμά τους να εκπροσωπηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, όπως κάθε άλλη περίπτωση ατόμου που έρχεται ενώπιον της Δικαιοσύνης: ο κανόνας αυτός είναι χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση! Έπειτα, το νομικό ζήτημα είναι ποιο θα είναι το περιεχόμενο αυτής της “αυτοπρόσωπης δήλωσης”, την στιγμή που έχει ήδη κατατεθεί αίτηση διόρθωσης ληξιαρχικής πράξης στο Δικαστήριο, για να εκδικαστεί η υπόθεση. Τί ακριβώς χρειάζεται και η “αυτοπρόσωπη δήλωση”, εφόσον η διαδικασία βασίζεται στην αίτηση; Η σήμερα ισχύουσα διαδικασία είναι σαφώς πιο αξιόπιστη: ένας μάρτυρας εμφανίζεται και ορκίζεται ότι το άτομο είναι διεμφυλικό, ότι χρησιμοποιεί όντως στις κοινωνικές σχέσεις του το τάδε όνομα (στο “επιθυμητό” φύλο) και ότι είναι αναγκαία η διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης του για να μπορέσει να ζήσει ανθρώπινα. Η κατάθεση του μάρτυρα περιβάλλεται τον ένορκο τύπο, επομένως είναι προσωπικά υπεύθυνος (ακόμα και ποινικά) για τυχόν ψευδορκία. Με την προτεινόμενη διαδικασία αυτό καταργείται και μια ένορκη κατάθεση υποβιβάζεται σε απλή αυτοπρόσωπη δήλωση, χωρίς καμία συνέπεια εάν αυτή η δήλωση στο Δικαστήριο είναι ψευδής! Συνοψίζοντας, με την αυτοπρόσωπη δήλωση το άτομο στερείται το δικαίωμα που έχει να εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο που ούτως ή άλλως είναι υποχρεωμένο να προσλάβει για την συγκεκριμένη διαδικασία, “εξετάζεται” για το αν είναι διεμφυλικό από τον Δικαστή, ενώ καταργείται η νομικά αξιόπιστη διαδικασία της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα που εξοπλίζει με πρόσθετη βεβαιότητα το Δικαστήριο ότι όσα κατατίθενται είναι αληθή. (γ) Χωρίς δημοσιότητα Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 2 του Συντάγματος: “Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημοσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων”. Επίσης, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος: “Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση”. Αυτοί οι συνταγματικοί κανόνες επιβάλλουν ως κανόνα την δημοσιότητα για την συνεδρίαση του δικαστηρίου και την απαγγελία της δικαστικής απόφασης, με εξαίρεση μόνο ως προς την συνεδρίαση. Με το σήμερα ισχύον σύστημα, η εκδίκαση υποθέσεων διόρθωσης ληξιαρχικών πράξεων ως προς την ταυτότητα φύλου γίνεται δημόσια και τα Δικαστήρια έχουν δικαίωμα να διατάξουν την κεκλεισμένων των θυρών διεξαγωγή της συνεδρίασής τους. Αυτό θα αλλάξει με το νομοσχέδιο. Δεν είναι η πρώτη φορά που η εκούσια δικαιοδοσία γίνεται με κατάθεση φακέλου (π.χ. έγκριση ίδρυσης σωματείου). Εδώ όμως δεν είναι απλά κατάθεση φακέλου, αλλά απαιτείται και η “αυτοπρόσωπη δήλωση” του ενδιαφερόμενου σε ιδιαίτερο γραφείο, χωρίς δημοσιότητα. Η διόρθωση ληξιαρχικής πράξης ως προς το φύλο είναι μια υπόθεση που αφορά και την ιδιωτική ζωή του ατόμου. Είναι εύλογο οι ενδιαφερόμενοι να μην ενθαρρύνονται να προχωρήσουν στην διαδικασία όταν ξέρουν ότι θα πρέπει να σταθούν σε ένα ακροατήριο δικαστικής αίθουσας με δημοσιότητα. Η δημοσιότητα είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας για την ενάσκηση των δικαιωμάτων των διεμφυλικών, για ψυχολογικούς λόγους: την αγωνία πιθανού εξευτελισμού. Η δημοσιότητα όμως είναι μια συνταγματική εγγύηση για την ορθή λειτουργία της Δικαιοσύνης και την αποφυγή παρεκτροπών εκ μέρους των Δικαστών. Από την εμπειρία μου στην εκδίκαση υποθέσεων ταυτότητας φύλου, οι δικαστές υπήρξαν πάντοτε διακριτικοί και δεν υπέβαλαν τα άτομα σε προσβλητικές ερωτήσεις. Σε αυτό θεωρώ ότι συντέλεσε και η ύπαρξη ακροατηρίου, αλλά και το γεγονός ότι μπορούσαν να εξετάσουν μάρτυρες (η εξέταση διαδίκου γίνεται μόνο αν το Δικαστήριο δεν καλυφθεί από την κατάθεση του μάρτυρα). Η μυστική εξέταση του ενδιαφερόμενου με την υποχρέωση “αυτοπρόσωπης δήλωσης” μπορεί να αποτελέσει περιβάλλον που μπορεί να ενθαρρύνει δυσάρεστες ερωτήσεις εκ μέρους των δικαστών. Σημειωτέον ότι στην εκούσια δικαδιοσοσία οι δικαστές έχουν αυτεπάγγελτη ευχέρεια να διατάξουν αποδείξεις και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε εξαιρετικά δυσάρεστες κατάστάσεις όταν το αντικείμενο της υπόθεσης είναι η βεβαίωση της μεταβολής του φύλου, σε συνδυασμό με την κατάργηση των ιατρικών βεβαιώσεων περί του επαναπροσδιορισμού. Κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να διατηρηθεί ο συνταγματικός κανόνας της δημοσιότητας της διαδικασίας με κατά περίπτωση απόφαση του δικαστηρίου για κεκλεισμένων των θυρών διεξαγωγή της συνεδρίασης για λόγους προστασίας του προσώπου. Όταν το διεμφυλικό άτομο επιθυμεί μυστικότητα, να μπορεί να υποβάλει το σχετικό αίτημα. Η απόφαση του δικαστηρίου ούτως ή άλλως απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση κι αυτό δεν μεταβάλλεται με το υπό κρίση νομοσχέδιο. (δ) Διόρθωση από άλλες αρμόδιες υπηρεσίες Αυτή η διάταξη, κατά την οποία οι άλλες αρμόδιες υπηρεσίες οφείλουν να ακολουθήσουν την “νέα” ληξιαρχική πράξη γέννησης, έπρεπε νομοτεχνικά να αποτελεί μέρος του επόμενου άρθρου (“Συνέπειες της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου”). Επίσης δεν πρόκειται για “νέα” ληξιαρχική πράξη, αλλά για διορθωμένη ληξιαρχική πράξη: η ληξιαρχική πράξη γέννησης είναι μία, αυτή που συντάχθηκε εξ αρχής και απλώς προστίθενεται σε αυτήν μεταβολές (π.χ. ονοματοδοσία ως προς το κύριο όνομα) και διορθώσεις. Δεν υπάρχει “νέα” και “παλιά” ληξιαρχική πράξη. Νέο είναι το αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης που δίνεται μετά από την διόρθωση. Το πρόβλημα με το άρθρο είναι ότι δεν ορίζει ποιες ακριβώς είναι οι αρμόδιες υπηρεσίες, με ποια διαδικασία θα προβούν στις διορθώσεις (αυτεπάγγελτα ή κατ’ αίτηση των ενδιαφερόμενων;) και σε ποιο χρονικό διάστημα πρέπει να ολοκληρωθούν οι σχετικές διορθώσεις, ενόψει του ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει τον απόλυτο συντονισμό των αρχείων που περιέχουν στοιχεία αστικής κατάστασης των πολιτών. Από την πράξη γνωρίζουμε ότι μετά την ληξιαρχική διόρθωση, πρέπει να συντελεστεί και η σχετική διαγραφή ή εγγραφή στο μητρώο αρρένων και η σχετική διόρθωση στο δημοτολόγιο, προκειμένου να ακολουθήσει η έκδοση νέου δελτίου αστυνομικής ταυτότητας. Στην πράξη σήμερα τα ίδια τα ενδιαφερόμενα άτομα υποβάλουν τα αιτήματα, περιφέροντας ότι μόνο το νέο αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης, αλλά και την δικαστική απόφαση, καθώς και την έκθεση επίδοσης στην εισαγγελία και το πιστοποιητικό της γραμματείας του δικαστηρίου για να ολοκληρωθούν οι σχετικές διορθώσεις, ενώ θα αρκούσε ένα και μόνο έγγραφο: η διορθωμένη ληξιαρχική πράξη που αναφέρει την αιτιολογία της διόρθωσης. Κατά τη γνώμη μου δεν θα έπρεπε να επαφίενται οι δημόσιες υπηρεσίες στην επιμέλεια των ίδιων των ενδιαφερόμενων: το ληξιαρχείο θα πρέπει από την στιγμή που έχει ολοκληρώσει την διόρθωση να ενημερώσει αυτεπαγγέλτως και αμελλητί το μητρώο αρρένων και το δημοτολόγιο (είτε αυτό ανήκει στον ίδιο δήμο είτε όχι), ώστε η διαδικασία να προχωρήσει άμεσα και ενδουπηρεσιακά. Η υποδομή υπάρχει, η νομική βάση για την ενδοϋπηρεσιακή επικοινωνία με e-mail και fax (Ν. 2462/1998, Ν.3979/2011) και δεν χρειάζεται το άτομο να επαναλαμβάνει από την αρχή την δίκη ή να εξηγεί τα ίδια και τα ίδια σε κάθε δημόσια υπηρεσία. Εκεί που χρειάζεται η συμβολή του (π.χ. φωτογραφία και παράβολο για την έκδοση αστυνομικής ταυτότητας), φυσικά πρέπει να εμφανιστεί, αλλά για το μητρώο αρρένων και το δημοτολόγιο η διαδικασία πρέπει να ολοκληρώνεται αυτεπαγγέλτως. Αυτό πρέπει να αποτυπωθεί στο νομοσχέδιο με σαφείς διατάξεις που επιβάλλουν την αυτεπάγγελτη και αμελλητί ενημέρωση των αρχείων. Πρωτ’ απ’ όλα, το μητρώο αρρένων. Η διατύπωση της διάταξης αναφέρει μονο “διόρθωση”, όχι όμως και (α) υποχρέωση εγγραφής των ατόμων που η ληξιαρχική καταχώριση του φύλου τους διορθώθηκε από θήλυ σε άρρεων και (β) υποχρέωση διαγραφής των ατόμων που ληξιαρχική καταχώριση του φύλου τους διορθώθηκε από άρρεν σε θήλυ. Σε σχέση με το μητρώο αρρένων ισχύει ο Ν. 2119/1993 – κύρωση Κώδικα Διατάξεων περί μητρώων αρρένων. Σε κάθε δήμο τηρείται ειδικό βιβλίο που ονομάζεται μητρώο αρρένων και στο οποίο είναι γραμμένοι οι άρρενες Έλληνες υπήκοοι. Ο τύπος του βιβλίου καθορίζεται με ΚΥΑ των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Εσωτερικών. Σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση και σε κάθε στρατολογικό γραφείο τηρείται επίσης όμοιο αντίτυπο του μητρώου αρρένων όλων των δήμων που υπάγονται στην περιφέρειά τους. Οι ανήλικοι εγγράφονται στα μητρώα αρρένων του δήμου στο δημοτολόγιο του οποίου είναι γραμμένοι ή οφείλουν να εγγραφούν κατά τις διατάξεις περί κτήσεως της δημοτικότητας, ενώ οι ενήλικοι εγγράφονται στο μητρώο αρρένων του δήμου της προτιμήσεώς τους. Όσοι για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι γραμμένοι σε μητρώα αρρένων χαρακτηρίζονται “αδήλωτοι” και έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις με τους γραμμένους. Οι δήμοι έχουν υποχρέωση να μεριμνούν χωρίς καθυστέρηση για την εγγραφή των αδήλωτων , πράγμα που πρέπει να αφορά και τα διεμφυλικά αγόρια (διόρθωση ληξιαρχικών πράξεων απο θήλυ σε άρρεν). Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ανωτέρω νόμου, οι αδήλωτοι εγγράφονται στο μητρώο αρρένων με απόφαση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων ή αυτεπαγγέλτως ή και με αίτηση κάθε πολίτη. Επομένως, ο δήμος πρέπει να ενημερώσει την Αποκεντρωμένη Διοίκηση όταν έχει μια διόρθωση ληξιαρχικής πράξης από θήλυ σε άρρεν για την εγγραφή του “αδήλωτου”. Ως προς την διαγραφή από τα μητρώα αρρένων, αυτή προβλέπεται μόνο σε περίπτωση θανάτου ή αφάνειας, όσων δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια κ.τ.λ. και δεν προβλέπεται ρητώς η περίπτωση της διαγραφής λόγω διόρθωσης ληξιαρχικής πράξης ως προς το φύλο. Το άρθρο 13 προβλέπει βέβαια ότι “άλλες” μεταβολές γίνονται με απόφαση Αποκεντρωμένης Διοίκησης, άρα και η περίπτωση της διαγραφής λόγω διόρθωσης ως προς το φύλο θα γίνεται έτσι. Το ίδιο άρθρο περιλαμβάνει νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό για τα δικαιολογητικά που χρειάζονται, ώστε η Αποκεντρωμένη Διοίκηση να διαγράψει άτομο από το μητρώο αρρένων. Στην Υπουργική Απόφαση Φ.28700/17574 (“Απαιτούμενα δικαιολογητικά για την ενέργεια εγγραφών, διαγραφών κ.λπ. μεταβολών στα μητρώα αρρένων”, ΦΕΚ Β` 746/1993), υπάρχει η σχετική αναφορά: “Κεφάλαιο Β – Διαγραφές [...] 6. Θηλέων (άρθρο 13). α. Πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας που εκδίδεται από το δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας του δήμου ή της κοινότητας από τα μητρώα αρρένων του οποίου πρόκειται να διαγραφεί το θήλυ πρόσωπο, το οποίο εσφαλμένα γράφτηκε σ` αυτά (υπόδειγμα 11). β. Απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως.” Με βάση αυτό το άρθρο γίνονται οι διαγραφές από το μητρώο αρρένων λόγω διόρθωσης ληξιαρχικής πράξης γέννησης ως προς το φύλο, αλλά είναι σαφές από τη διατύπωση ότι ο σκοπός της διάταξης ήταν οι “εσφαλμένες” εγγραφές στο μητρώο αρρένων. Bέβαια, στο “υπόδειγμα” του πιστοποιητικού που επισυνάπτεται στην εν λόγω Υπουργική Απόφαση, γίνεται σαφές ότι ο κανονιστικός νομοθέτης ειχε σαφέστατα υπόψη και την αλλαγή φύλου: “Πιστοποιείται ότι ο ...... του .... και της ..... που είναι γραμμένος στο μητρώο αρρένων του Δήμου μας με έτος γεννήσεως ... και αυξ. Αριθμό ... είναι ένα και το αυτό πρόσωπο με την .... του .... και της .... που ειναι γραμμένη στο δημοτολόγιό μας με με έτος γεννήσεως .... αυξ. Αριθμό οικογενειακής μερίδας .... και σειρά ... . Αυτή κατά λάθος γράφτηκε στο μητρώο αρρένων αφού πρόκειται για θήλυ, όπως αυτό προκύπτει και από το συνημμένο απόσπασμα της αριθ. .... ληξιαρχικής πράξης γέννήσεώς της.” Αυτό το υπόδειγμα έχει ήδη δημιουργήσει προβλήματα σε άτομα που είναι γραμμένα σε άλλο μητρώο αρρένων και άλλο δημοτολόγιο, διότι δεν λαμβάνει υπόψη αυτή την πιθανότητα. Πρέπει λοιπόν να αλλάξει και το υπόδειγμα (υπόδειγμα είναι άλλωστε, όχι δεσμευτικό περιεχόμενο δυνάμει των διατάξεων) ώστε να υποδεχτεί καλύτερα και την περίπτωση της διαγραφής λόγω μεταβολής ληξιαρχικής πράξης γέννησης ως προς το φύλο. Επιπλέον, ο νόμος για το μητρώο αρρένων ορίζει ότι μέχρι την 1η Απριλίου κάθε χρόνου, οι δήμοι συντάσσουν στρατολογικούς καταλόγους που αποστέλλουν στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση, με τα άτομα που είναι προς στράτευση τον επόμενο χρόνο. Από την διατύπωση του υποδείγματος φαίνεται ότι πρέπει να προηγηθεί η διόρθωση του δημοτολογίου και μετά να προχωρήσει η διαγραφή απο το μητρώο αρρένων. Πάμε λοιπόν στο δημοτολόγιο. Δημοτολόγιο έχουν την υποχρέωση να τηρούν όλοι οι δήμοι, σύμφωνα με τον σχετικό Κώδικα Διαταγμάτων για τα Δημοτολόγια (π.δ. 496/1991, ΦΕΚ Α’ 180/1991). Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του Κώδικα, κάθε εγγραφή, διαγραφή, μεταφορά από τη μια σε άλλη οικογενειακή μερίδα, προσθήκη ελλειπόντων στοιχείων, διόρθωση εσφαλμένων στοιχείων καθώς και κάθε άλλη μεταβολή στο δημοτολόγιο ενεργείται, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, είτε αυτεπαγγέλτως, βάσει επισήμων στοιχείων που υπάρχουν στο δήμο ή την κοινότητα, είτε κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, πάντοτε με πράξη του δημάρχου . Η πράξη αυτή του δημάρχου προσυπογράφεται από τον προϊστάμενο του δημοτολογίου, δημοτικό υπάλληλο για τους δήμους , καταχωρίζεται στο δημοτολόγιο και είναι αμέσως εκτελεστή. Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση για τη διόρθωση ή προσθήκη στοιχείων εγγραφής, ως και κάθε άλλη κατά νόμο μεταβολή στα μητρώα αρρένων εκτελούνται και ως προς τα δημοτολόγια διά καταχωρίσεως των στοιχείων στα οποία αναφέρονται οι αποφάσεις αυτές στα δημοτολόγια, από τα όργανα που ορίζονται στην παρ. 1 αυτού του άρθρου. Έτσι, όμως, δίνεται η εντύπωση ότι πρώτα διαγράφεται το άτομο από τα μητρώα αρρένων και μετά γίνεται η διόρθωση στο δημοτολόγιο, αντίθετα με το συμπέρασμα που εξάγεται ανωτέρω από το υπόδειγμα του πιστοποιητικού του δημάρχου προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση για την ταυτοπροσωπία του ατόμου που η ληξιαρχική πράξη γέννησης του έχει μεταβολή ως προς το φύλο. Η σωστή εγγραφή στο δημοτολόγιο ειναι απαραίτητη για την έκδοση σωστού πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, αλλά και σωστής εγγραφής του ατόμου στον εκλογικό κατάλογο του Υπουργείου Εσωτερικών που καταρτίζεται με βάση τα δημοτολόγια. Εάν η μεταβολή του ονόματος και του φύλου δεν γίνουν στο δημοτολόγιο, το διεμφυλικό άτομο δεν μπορεί να ψηφίσει, αλλά ούτε και να εκδόσει το νέο δελτίο αστυνομικής ταυτότητας με βάση τα νέα στοιχεία του. Το άρθρο 13 του π.δ. ορίζει ότι τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για τις διορθώσεις στο δημοτολόγιο ορίζονται με Υπουργική Απόφαση. Σχετικά με το θέμα αυτό έχει εκδοθεί η υπουργική απόφαση 42301/12168 (ΦΕΚ Β΄ 608/12-7-1995), η οποία δεν αναφέρει τίποτα το ειδικότερο για τα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομιστούν σε περίπτωση ληξιαρχικής μεταβολής φύλου, οπότε ισχύει μια γενική διάταξη που υπάρχει, κατά την οποία αρκεί η προσκόμιση της ληξιαρχικής πράξης γέννησης (κεφάλαιο Γ, παρ. 8). Θα πρέπει όμως για λόγους ασφάλειας δικαίου και εδώ να προβλεφθεί ειδικώς ποια ακριβώς είναι η πορεία, δεδομένων των προβλημάτων που δημιουργούνται με την εμπλοκή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ως προς την εγγραφή / διαγραφή σχετικά με το μητρώο αρρένων. Μετά το δημοτολόγιο, έρχεται η έκδοση νέας αστυνομικής ταυτότητας (όπου χρειάζεται κι ένας μάρτυρας). Ένα μεγάλο ερώτημα είναι όμως τι γίνεται με όλες τις υπόλοιπες εγγραφές σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία. Μια μεγάλη κατηγορία είναι ο χώρος της εκπαίδευσης και της επανέκδοσης τίτλων σπουδών στα νέα στοιχεία. Μια παλαιότερη γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. ανέφερε ότι ένα Τ.Ε.Ι. δεν ήταν υποχρεωμένο να επανεκδόσει τον τίτλο σπουδών με τα νέα στοιχεία του ατόμου. Αυτή η προσέγγιση θα ήταν καταστροφική για την επαγγελματική ζωή του ατόμου: τα πτυχία πρέπει να επανεκδίδονται κανονικά και δυνάμει του άρθρο 4 παρ. 1 (γ) του Ν.2472/1997 που επιβάλλει ότι τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να είναι ακριβή και να επικαιροποιούνται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, αυτό θα πρέπει να οριστεί από το νέο νομοσχέδιο με ειδική μνεία στην σχετική διάταξη. Μια άλλη μεγάλη κατηγορία είναι τα περιουσιακά δικαιώματα και κυρίως οι συμβολαιογραφικές πράξεις που αποτελούν τίτλους κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα: για αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει καμία μνεία στο νομοσχέδιο: πώς θα αλλάζουν τα ονόματα των ιδιοκτητών σε υποθηκοφυλακεία και κτηματολόγια; Η υπάρχουσα διαδικασία είναι η υποβολή ενός αιτήματος σε συμβολαιογράφο για διόρθωση συμβολαιογραφικών πράξεων, αλλά ο νόμος πρέπει να ορίσει ποια ακριβώς δικαιολογητικά πρέπει να προσκομίσει το άτομο στον συμβολαιογράφο για να προχωρήσει την διαδικασία. Το ίδιο ζήτημα αφορά και τις Τράπεζες: πρέπει να οριστούν τα δικαιολογητικά ταυτοπροσωπίας που θα πρέπει να εμφανιζουν τα άτομα που έχει μεταβληθεί η ληξιαρχική πράξη γέννησής τους, αφού σε κανένα άλλο στοιχείο πλην της δικαστικής απόφασης δεν αναγράφεται η μεταβολή ως προς το φύλο! Εκεί εντοπίζω το σημαντικότερο ζήτημα: αφού η “νέα” (καλύτερα: διορθωμένη) ληξιαρχική πράξη δεν θα αναφέρει το γεγονός της μεταβολής, το άτομο θα πρέπει να πάει σε όλες αυτές τις υπηρεσίες με αντίγραφο της “παλιάς” ληξιαρχικής πράξης, μαζί με την δικαστικη απόφασή, μαζί με το πιστοποιητικό περί μη άσκησης ενδίκων μέσων και την έκθεση επίδοσης για να πείσει ότι είναι το ίδιο άτομο και να ζητήσει την διόρθωση των στοιχείων του από όλες τις άλλες εγγραφές. Πρόκειται για μια απίστευτη γραφειοκρατική ταλαιπωρία που θα μπορούσε να περιοριστεί εάν οι ανωτέρω Υπουργικές Αποφάσεις και νομοθεσίες για τα μητρώα αρρένων και τα δημοτολόγια είχαν ρητώς λάβει υπόψη το ζήτημα της διόρθωσης ταυτότητας φύλου. Κατά τη γνώμη μου θα πρέπει όλα αυτά να αντικατασταθούν από ένα πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας που θα εκδίδει το δημοτολόγιο, κατά το πρότυπο του παραπάνω πιστοποιητικού που εκδίδεται για την διαγραφή ατόμου από το μητρώο αρρένων. Ένα τέτοιο πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας που θα αναφέρει ότι το άτομο με αρχικά στοιχεία τάδε είναι το ίδιο άτομο με τα νεότερα στοιχεία δείνα, σύμφωνα με την σχετική ληξιαρχική πράξη γέννησης και την σχετική δημοτολογική εγγραφή. Αυτό το πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας θα είναι για γενική χρήση στον δημόσιο (π.χ. Δ.Ο.Υ., εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση κτλ) και τον ιδιωτικό τομέα (π.χ. τράπεζες, εταιρίες κινητής τηλεφωνίας, ΔΕΚΟ, ιδιωτική ασφάλιση κ.τ.λ.). (ε) Μόνο δύο φορές αλλαγή στοιχείων φύλου Κατά την παρ. 4 του νομοσχεδίου εισάγεται κι άλλος ένας περιορισμός που σήμερα δεν προβλέπεται από την νομοθεσία: “Η νέα ληξιαρχική πράξη μπορεί στο εξής να αλλάξει μία φορά, με την ίδια διαδικασία και τις ίδιες προϋποθέσεις.” Πρόκειται για ατυχή διατύπωση: το άτομο μπορεί να θέλει ή να πρέπει να αλλάξει οποιοδήποτε άλλο από τα στοιχεία αστικής κατάστασης του εκτος του φύλου (π.χ. το θρήσκευμα που δεν αλλάζει “με την ίδια διαδικασία και τις ίδιες προϋποθέσεις), ενώ η γενικότητα αυτής της διατύπωσης δεν θα του επιτρέψει άλλες μεταβολές. Χρειάζεται πιο προσεκτική διατύπωση ώστε να αποφευχθούν τέτοιες απαγορεύσεις. Επίσης δεν είναι ιδιαίτερα κατανοητό για ποιο λόγο το κράτος επιτρέπει συγκεκριμένα δύο διορθώσεις της καταχώρισης φύλου κι όχι μόνο μία ή και περισσότερες.