• Είναι γνωστό ότι εκκρεμεί η ενσωμάτωση της κοινοτικής Οδηγίας 2014/26/ΕΕ για την πνευματική ιδιοκτησία στο ελληνικό δίκαιο και μάλιστα (2) ολόκληρα χρόνια με πολλά πισωγυρίσματα και ατέρμονες συζητήσεις. Είναι επίσης γνωστό ότι η ενσωμάτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική, είναι για πολλούς η μέγιστη ευκαιρία «να περάσουν» και πολλά άλλα, που δεν έχουν σχέση με την Οδηγία, που όμως βλάπτουν σοβαρά τη ζωή και το έργο των πνευματικών δημιουργών. Και ενώ ο νόμος 2121/93 βομβαρδίζεται καθημερινά από αλλαγές και τροποποιήσεις και σε πολλά σημεία μάλιστα προς το χειρότερο για τους δημιουργούς, κάποιοι βιάζονται τόσο πολύ, που δεν μπορούν να περιμένουν να δουν «όλο το έργο μαζί», που ως όλο, μπορεί να εξασφαλίζει και την ανωνυμία τους, του ποιοι δηλαδή είναι οι πρωτεργάτες, ποιοι οι αυτουργοί και ποιοι οι ηθικοί αυτουργοί των όσων προτείνονται, που στο τέλος θα γίνουν και δεκτά με την ψήφιση του νόμου. Και έτσι απροκάλυπτα οι μερικοί, που δεν αισχύνονται, με ονοματεπώνυμο πια, ζητούν την κατάργηση των ποινικών κυρώσεων που προβλέπονται ειδικά για το άρθρο 18 του Ν. 2121/93. Ποιοι είναι αυτοί; Είναι οι εισαγωγείς/κατασκευαστές τεχνικών μέσων, που «καταβάλουν» εύλογη αμοιβή για την ιδιωτική χρήση των πνευματικών έργων, όχι όμως εξ ιδίων, αλλά αυτήν, που έχουν προεισπράξει από τους καταναλωτές, την οποία εύλογη αμοιβή και προφανώς επιθυμούν να σφετεριστούν. Πρόκειται δηλ. για την εύλογη αμοιβή που οι συνάδελφοί τους στην ΕΕ την αποδίδουν οικειοθελώς και χωρίς περιστροφές, ενώ στην χώρα μας την αποδίδουν έπειτα από δικαστικούς αγώνες, σκληρούς, μακροχρόνιους και κοστοβόρους. Ο νομοθέτης στο άρθρο 18 του ισχύοντος νόμου 2121/93, μετά την αρχική θεσμοθέτηση του άρθρου, αναγκάστηκε να προσθέσει και ποινικές κυρώσεις για τους απείθαρχους, γιατί η αντίδρασή τους και η άρνησή τους στη συμμόρφωση στον νόμο ήταν μεγάλη. Οι ποινικές κυρώσεις βεβαίως δεν περιποιούν τιμή σε κανέναν, ούτε σ’ αυτούς που τις ζητούν, ούτε σ’ αυτούς που τις υφίστανται, είναι όμως αναγκαίο μέσο για όσους δεν θέλουν να καταβάλουν την εύλογη αμοιβή του άρθρου 18 παρ.3, την οποία όμως, επαναλαμβάνουμε, εισπράττουν από τους καταναλωτές και δεν την καταβάλουν εξ ιδίων, ή δεν θέλουν να υποβάλουν δήλωση, μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 6, για όσους δηλαδή δεν θέλουν να πειθαρχήσουν ούτε και μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης. Οι ποινικές κυρώσεις, ως γνωστόν, αφορούν μόνον στους απείθαρχους και όχι στους νομοταγείς. Υπάρχει όμως κίνδυνος και οι νομοταγείς στη συνέχεια, μετά την κατάργηση των κυρώσεων δηλαδή, να γίνουν και αυτοί απείθαρχοι. Και έτσι οι άνω επιχειρήσεις να εισπράττουν μεν την εύλογη αμοιβή από τους καταναλωτές, οι δε ΟΣΔ να μην έχουν όπλα και εργαλεία να την διεκδικήσουν υπέρ των δημιουργών, αρκούμενοι σε μέσα εκτέλεσης αστικής φύσεως, που είναι δαπανηρά, μακροχρόνια και πολλές φορές ατελέσφορα και αναποτελεσματικά. Ας μην σταθούμε δε στο άσχετο ή μη του Ν/Σ : «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής» με το οποίο επιχειρείται η «εν κρυπτώ και νύκτωρ» τροποποίηση του άρθρου 18, παρά μόνον στο γεγονός ότι ακριβώς επειδή οι εμπνευστές του ήλπιζαν ότι κανείς ενδιαφερόμενος και άμεσα θιγόμενος από την εν λόγω τροπολογία θα την αντιλαμβανόταν εγκαίρως, καταδεικνύει θριαμβευτικά εκείνους που υπαγόρευσαν την εν λόγω τροποποίηση : Δηλαδή τους -στην συντριπτική πλειοψηφία τους- πολυεθνικούς κολοσσούς προϊόντων τεχνολογίας, με ισολογισμούς εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, οι οποίοι όπως επισημάναμε παραπάνω, είναι και οι μόνοι που ωφελούνται και ουδείς άλλος. Δεν είναι προκλητικό, με την άνω πρόταση, να γίνεται προσπάθεια να διευκολύνονται οι εν λόγω εισαγωγείς και κατασκευαστές στην μη απόδοση στους δικαιούχους ΟΣΔ της εύλογης αμοιβής που έχουν εισπράξει από τους καταναλωτές; Διότι η εύλογη αμοιβή αυτή καθ’ αυτή δεν καταργείται, δηλαδή το άρθρο 18 κατά τα λοιπά ισχύει. Άρα, η πληρωμή της αμοιβής από τους καταναλωτές (στους κολοσσούς) συνεχίζεται, ενώ η απόδοση αυτής από τους κολοσσούς αυτούς στους δικαιούχους ΟΣΔ και κατ’ επέκταση στους δικαιούχους των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων, γίνεται προσπάθεια, με την άνω τροποποίηση να δυσχερανθεί και εν τέλει να ματαιωθεί. Οι άνω ποινικές κυρώσεις δεν θεσμοθετήθηκαν από την αρχή της ισχύος του άρθρου 18, όπως προαναφέραμε, αλλά με την πάροδο του χρόνου και εκ των πραγμάτων και ως αναγκαία συνέπεια της όλης συμπεριφοράς των υπόχρεων. Κρίθηκε δηλαδή απολύτως απαραίτητη και εξαιρετικά αναγκαία η προσθήκη τους, διότι εν πολλοίς το άνω άρθρο θα ήταν κενό περιεχομένου. Χωρίς αυτές, οι δικαιούχοι πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων θα στερούνταν την εύλογη αμοιβή του άρθρου 18, δηλαδή έναν πολύ σημαντικό πόρο εισοδήματος. Καλούμε την Πολιτεία Να μην δώσει την ευκαιρία στους υπόχρεους της εύλογης αμοιβής, (εισαγωγείς και κατασκευαστές) οι οποίοι είναι οι πλουσιότεροι και οικονομικά πιο εύρωστοι από όλους τους άλλους υπόχρεους καταβολής πνευματικών / συγγενικών δικαιωμάτων, να επιτύχουν το σκοπό τους, που είναι ένας και μόνον: να καταβάλουν όσο πιο δύσκολα και όσο πιο αργά μπορούν τα χρήματα που τους έχουν καταβάλλει άλλοι, ως θεματοφύλακες αυτών, δηλαδή οι καταναλωτές. Να μην τους πριμοδοτήσει και τους διευκολύνει με τέτοιου είδους αιφνιδιαστικές τροποποιήσεις, διότι το αποτέλεσμα θα είναι να εξαθλιωθούν οι πνευματικοί δημιουργοί και δικαιούχοι συγγενικών δικαιωμάτων με ατέρμονους και πολυδάπανους δικαστικούς αγώνες για την είσπραξη της εύλογης αμοιβής, ειδικά στις δύσκολες εποχές που διανύουμε.