• Σχόλιο του χρήστη 'ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ' | 30 Δεκεμβρίου 2017, 23:34

    Ο ορισμός της διαμεσολάβησης είναι στο ότι τα μέρη προσέρχονται εκουσίως, δηλαδή με τη θέλησή τους σ' αυτήν. Η υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης αναιρεί την ουσία της, δηλαδή την ελεύθερη βούληση και των δύο μερών, και μάλιστα σε συνδυασμό με τα υπέρογκα πρόστιμα 1.000-5.000 ευρώ για αυτόν που δεν προσέλθει, αποδεικνύει ότι ο θεσμός όπως διαμορφώνεται, επιδιώκει την ενίσχυση του δημόσιου ταμείου και των διαμεσολαβητών, παρά την ουσιαστική επίλυση των διαφορών. Προφανώς αντισυνταγματική η υποχρεωτικότητα, εξάλλου και η διαιτησία του ΚΠολΔ βασίζεται στην ελεύθερη συμφωνία των μερών. Και προσθέτει επιπλέον αφόρητη τυπικότητα στην ήδη τυπική πολιτική δικονομία και επιπλέον έξοδα, εδώ ο πολίτης δεν μπορεί να πληρώσει τον δικηγόρο, θα πληρώσει και επιπλέον και τον διαμεσολαβητή; Βλ. αν η υποχρεωτική διαμεσολάβηση θα ήταν αντίθεση στην οδηγία περί διαμεσολάβησης (2013/11/EΕ): υπόθεση ΔΕΕ Menini κ.α. κατά Banco Popolare Società Cooperativa (Υπόθεση C-75/16) (14 Ιουνίου 2017).Το ΔEE παρατήρησε, ότι η εκούσια φύση της διαμεσολάβησης σύμφωνα με τις διάφορες νομοθεσίες των κρατών μελών της ΕΕ δεν έγκειται στην ελευθερία των μερών να επιλέξουν εάν θα χρησιμοποιήσουν ή όχι αυτή τη διαδικασία, αλλά στο γεγονός ότι «τα μέρη είναι τα ίδια υπεύθυνα για τη διαδικασία και θα μπορούν να την οργανώσουν όπως επιθυμούν και να την τελειώσουν οποιαδήποτε στιγμή». Συνεπώς, αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι αν το σύστημα διαμεσολάβησης είναι υποχρεωτικό ή προαιρετικό, αλλά το γεγονός ότι το δικαίωμα πρόσβασης των μερών στο δικαστικό σύστημα προστατεύεται. Το δικαστήριο δέχθηκε, ότι προβλέποντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση προϋπόθεση για την έναρξη της δίκης, η ιταλική νομοθεσία εισήγαγε μία πρόσθετη προϋπόθεση , πριν από τη δυνατότητα των μερών να ασκήσουν το δικαίωμά τους για πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα. Ωστόσο, επισήμανε το γεγονός, ότι σύμφωνα με την ενωσιακό δίκαιο «τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αποτελούν αναφαίρετα δικαιώματα και μπορούν να περιοριστούν», εφόσον οι περιορισμοί αυτοί είναι συνεπείς με τη δημόσια πολιτική που επιδιώκεται με τα μέτρα, και πως δεν αποτελούν «μία δυσανάλογη και απαράδεκτη παρέμβαση» στην ίδια την ουσία των διασφαλιζομένων δικαιωμάτων. Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, και γενικά μετά την γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, το Δικαστήριο κατέληξε, ότι η απαίτηση από τα μέρη να συμμετάσχουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης ως προϋπόθεση για την άσκηση της προσφυγής μπορεί να είναι συμβατή με την προστασία του δικαιώματος της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, με την προϋπόθεση ότι η εν λόγω διαδικασία: • δεν καταλήγει σε απόφαση που δεσμεύει τα μέρη • δεν προκαλεί σημαντική καθυστέρηση στην έναρξη δικαστικών διαδικασιών (και αναστέλλει οποιαδήποτε παραγραφή) • δεν προκαλεί έξοδα, ή προκαλεί πολύ χαμηλά έξοδα, για τα μέρη • μπορεί να προσπελαστεί από άλλα μέσα πέραν των καθαρά ηλεκτρονικών μέσων, και • δεν εμποδίζει τη λήψη προσωρινών μέτρων που ζητούνται από το δικαστήριο σε επείγουσες υποθέσεις.