• Σχόλιο του χρήστη 'ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΣ, Δ.Ν. - Δικηγόρος' | 1 Ιανουαρίου 2018, 13:28

    Με δεδομένο, ότι για τα δύο βασικά νομικά επαγγέλματα στο χώρο απονομής της δικαιοσύνης δεν εμφανίζονται προοπτικές αποπληθωρισμού για τους δικηγόρους και πληθωρισμού για τους δικαστές ώστε ο ανθρώπινος συντελεστής να επιδράσει αποφασιστικά στη διαμόρφωση τάσεων μείωσης των εκκρεμών υποθέσεων, ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτή σε συντομότερο χρόνο από τον αναφερόμενο είναι να μειωθεί ο αριθμός των νέων δικογράφων που κατατίθενται κάθε έτος. Δηλαδή να επιτευχθεί με εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών ώστε τα δικαστήρια να απασχολούνται τελικώς με το μειωμένο όγκο εκείνων των υποθέσεων που αναπόφευκτα πρέπει να οδηγηθούν ενώπιόν τους. Διαφωνούμε όμως με την υποχρεωτικότητα της Διαμεσολάβησης, όπως διατυπώνεται στο προτεινόμενο νομοσχέδιο. Προτείνουμε να καταστεί υποχρεωτική η προσφυγή σε έναν από τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, και όχι μόνον στη Διαμεσολάβηση, ώστε να εναπόκειται στη βούληση του πολίτη και την ελευθερία του να επιλέξει, πριν ζητήσει έννομη προστασία από τα δικαστήρια, τον τρόπο με τον οποίον θα προσεγγίσει τον αντίδικό του. Όπως τονίζεται ξεκάθαρα στο τελικό σχέδιο του Λόρδου Woolf για την Αγγλία , οι εναλλακτικές μορφές και οι συμβιβασμοί ενισχύονται προκειμένου να μειωθεί η προσφυγή στη δικαιοσύνη ή να διασφαλισθεί η ταχεία διεκπεραίωση μέσω μέσω δικαστικής αποφάσεως των υπολοίπων υποθέσεων. Το άρθρο 233 παρ. 2 ΚΠολΔ προβλέπει ότι το δικαστήριο μπορεί να επιχειρεί συμβιβαστική απόπειρα κατά τη διάρκεια της δίκης, αν το κρίνει σκόπιμο. Όπως ορίζεται στον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013 αρ. 35 παρ. 3), «ο δικηγόρος οφείλει να ενημερώνει τον εντολέα του για όλους τους θεσμούς και τις δυνατότητες εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών και γενικά να συμβάλει στην επίλυση αυτών με οποιονδήποτε τρόπο προς όφελος του εντολέα του». Συνεπεία των ανωτέρω, η απονομή της δικαιοσύνης δεν (πρέπει να) θεωρείται ως ένα πεπερασμένο σύνολο ειδών επίλυσης διαφορών, από το οποίο δεν μπορεί να εξέλθει η έννομη τάξη, η οποία ως υπερκείμενο μέγεθος του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, οφείλει να κατευθύνει αυτήν (την απονομή της δικαιοσύνης) προς το κοινό κοινωνικό όφελος και συμφέρον, που δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την κοινωνική ειρήνη και την επικράτηση του δικαίου. Μέχρι σήμερα οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών, που έχουν ενταχθεί στην ελληνική έννομη τάξη είναι: α) Η Απόπειρα συμβιβασμού, β) Η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, γ) Η Διαμεσολάβηση, δ) Η Διαιτησία, ε) Η Δικαστική μεσολάβηση. Α) Απόπειρα συμβιβασμού ΚπολΔ 209 « 1. Όποιος έχει την πρόθεση να ασκήσει αγωγή μπορεί πριν από την κατάθεση της να ζητήσει τη συμβιβαστική επέμβαση του αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής ειρηνοδίκη. Για το σκοπό αυτόν υποβάλλεται αίτηση προς τον ειρηνοδίκη, στην οποία πρέπει να αναγράφεται συνοπτικά το αντικείμενο της διαφοράς, ή εμφανίζονται αυθόρμητα οι ενδιαφερόμενοι ενώπιον του." 2. Ο ειρηνοδίκης, όταν υποβληθεί αίτηση συμβιβασμού καλεί ενώπιόν του το συντομότερο σε ορισμένη ημέρα και ώρα όλους τους ενδιαφερομένους. Η πρόσκληση του ειρηνοδίκη πρέπει να αναφέρει με συντομία τη διαφορά. Αν προσέλθουν αυθόρμητα όλοι οι ενδιαφερόμενοι, ο ειρηνοδίκης μπορεί αμέσως να προχωρήσει σε συμβιβαστική επέμβαση. Η συμβιβαστική επέμβαση του ειρηνοδίκη δεν είναι ανάγκη να γίνεται δημόσια, όμως για την επέμβαση αυτή τηρούνται πρακτικά. 3. Αν αυτός που υπέβαλε την αίτηση δεν εμφανιστεί, η αίτηση θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ και καταδικάζεται αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αν δεν εμφανιστεί κάποιος από αυτούς που κλήθηκαν, αναφέρεται αυτό στα πρακτικά και η συμβιβαστική επέμβαση του ειρηνοδίκη θεωρείται ότι απέτυχε. Β) Η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς ΚΠολΔ 214 Α 1. Οι διάδικοι μπορούν να συμβιβάζονται, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης και χωρίς να υφίσταται στάση της δίκης, όταν αντικείμενό της είναι ιδιωτικού δικαίου διαφορά, για την οποία επιτρέπεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο να συνομολογηθεί συμβιβασμός. 2. Για το συμβιβασμό συντάσσεται ατελώς πρακτικό, που περιλαμβάνει το περιεχόμενο της συμφωνίας τους και ιδίως το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος, το ποσό της οφειλόμενης παροχής και τους τυχόν όρους υπό τους οποίους θα εκπληρωθεί, καθώς και πρόβλεψη για τα δικαστικά έξοδα. Το πρακτικό συντάσσεται σε τόσα αντίτυπα όσοι και οι διάδικοι ή ομάδες διαδίκων, που αντιδικούν, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτούς ή από τους δικηγόρους τους αν έχουν ειδική πληρεξουσιότητα κατά το άρθρο 98 περίπτωση β'. 3. Κάθε διάδικος μπορεί, προσκομίζοντας το πρακτικό σε πρωτότυπο, να ζητήσει την επικύρωσή του από το δικαστή ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή ή το ένδικο μέσο. Το πρακτικό επικυρώνεται αφού διαπιστωθεί ότι: α) η διαφορά είναι δεκτική συμβιβαστικής επίλυσης, β) το πρακτικό έχει υπογραφεί σύμφωνα με όσα προαναφέρονται και γ) από αυτό προκύπτει σαφώς το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος και το ποσό της οφειλόμενης παροχής, καθώς και οι τυχόν όροι εκπλήρωσής της. Αν η διαφορά περιλαμβάνει και καταψήφιση, το πρακτικό αποτελεί από την επικύρωσή του τίτλο εκτελεστό και περιάπτεται με τον εκτελεστήριο τύπο από το αρμόδιο για την επικύρωσή του δικαστήριο. Αν η διαφορά έχει χαρακτήρα απλώς αναγνωριστικό, το πρακτικό αποδεικνύει το δικαίωμα. Με την επικύρωση του πρακτικού επέρχεται κατάργηση της δίκης. Γ) Διαμεσολάβηση ΚΠολΔ 214 Γ 1. Το δικαστήριο προτείνει στους διαδίκους την προσφυγή σε διαδικασία διαμεσολάβησης αν αυτό ενδείκνυται με βάση τις περιστάσεις της υποθέσεως. Σε περίπτωση αποδοχής της πρότασης η συζήτηση της υπόθεσης αναβάλλεται για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών. Η ίδια συνέπεια επέρχεται όταν τα διάδικα μέρη αποφασίσουν τα ίδια την προσφυγή σε διαμεσολάβηση κατά τη διάρκεια της εκκρεμούς δίκης. Στο πλαίσιο των άρθρων 237 και 238 η συμφωνία για προσφυγή σε διαμεσολάβηση ως αποτέλεσμα της πρότασης του δικαστηρίου ή της συμφωνίας των ίδιων των διαδίκων επάγεται τη συνέπεια της ματαίωσης της συζήτησης. Αντίγραφο των εγγράφων που αποδεικνύουν την κατάρτιση της συμφωνίας κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επισυνάπτεται στο φάκελλο της δικογραφίας. 2. Συμφωνία των μερών για προσφυγή στη διαμεσολάβηση είναι έγκυρη αν αποδεικνύεται εγγράφως. Για μέλλουσες διαφορές απαιτείται η συμφωνία να αναφέρεται σε συγκεκριμένη έννομη σχέση. Δ) η Διαιτησία κατ΄άρ 867 επ. ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο έβδομο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Αʼ 87/23.7.2015) και η ισχύς αρχίζει από 1.1.2016 σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ως άνω νόμου. Στην Διαιτησία το Διαιτητικό Δικαστήριο αποφαίνεται δεσμευτικά επί του αντικειμένου της διαφοράς. Ο θεσμός της Διαιτησίας εξασφαλίζει στα μέρη την ταχεία διευθέτηση των ιδιωτικών διαφορών σε αποκλειστικά σύντομες προθεσμίες από την χρονοβόρα διαδικασία των τακτικών δικαστηρίων. Οι διαιτητικές αποφάσεις εκδίδονται σε μικρό χρονικό διάστημα και χωρίς μεγάλο οικονομικό κόστος, δεδομένο ότι η αμοιβή για τη διαιτησία καθορίζεται αναλόγως της αξίας της απαίτησης και βάσει του ειδικού πίνακα του ΚΠολΔ. Στη Διαιτησία μπορούν να υπάγονται όλες οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, αν τα μέρη που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Εξαιρούνται οι διαφορές που έχουν σχέση με την παροχή εξηρτημένης εργασίας. Τα μέρη μπορούν να υπάγουν σε διαιτησία ακόμη και μελλοντικές διαφορές αλλά στην περίπτωση αυτή απαιτείται η συμφωνία να είναι έγγραφη και να αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία και θα προέλθουν οι διαφορές. Η συμφωνία για διαιτησία μπορεί να γίνει ακόμη και ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Διαιτητές μπορούν να ορισθούν ένας ή περισσότεροι, ακόμη και ολόκληρο δικαστήριο. Δεν μπορούν να οριστούν διαιτητές οι ανίκανοι για δικαιοπραξία, όποιοι έχουν περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία, όποιοι από καταδίκη έχουν στερηθεί την άσκηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων και τα νομικά πρόσωπα. Η βασική διαφορά της διαιτησίας σε σχέση με τη διαμεσολάβηση είναι, ότι το διαιτητικό δικαστήριο στο τέλος της διαδικασίας εκδίδει τη διαιτητική απόφαση ενώ κατά το πέρας μιας επιτυχούς διαμεσολάβησης τα μέρη καταλήγουν σε συμφωνία. Ο ουδέτερος τρίτος δηλαδή, διαμεσολαβητής, βοηθά τα μέρη να διαπραγματευθούν και να οδηγηθούν σε μια κοινά αποδεκτή και βιώσιμη λύση σε σχέση με τη μεταξύ τους διαφορά, χωρίς αυτός να αποφασίσει για λογαριασμό τους. Ε) Δικαστική Διαμεσολάβηση Με την Δικαστική Μεσολάβηση, όπως ισχύει σήμερα, παρέχεται η δυνατότητα στους πολίτες να επιτύχουν αποτελεσματικότερη επίλυση των διαφορών τους, χωρίς προσφυγή στη δικαστηριακή διαδικασία, αλλά με αξιοποίηση του θεσμικού κύρους των δικαστικών λειτουργών. Η προσφυγή στη Δικαστική Μεσολάβηση είναι προαιρετική, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφεύγει στον κατά τόπο αρμόδιο δικαστικό μεσολαβητή, υποβάλλοντας γραπτώς το αίτημά του. Η διαδικασία περιλαμβάνει ξεχωριστές και κοινές ακροάσεις και συζητήσεις των μερών και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με το μεσολαβητή δικαστή, ο οποίος και μπορεί να απευθύνει στα μέρη μη δεσμευτικές προτάσεις επίλυσης της διαφοράς. Παρέχεται η ευχέρεια στα δικαστήριο πρώτου ή δεύτερου βαθμού, να καλούν τα μέρη να προσφύγουν στη δικαστική μεσολάβηση για την επίλυση της διαφοράς τους και ταυτόχρονα να αναβάλουν την εκδίκαση της διαφοράς τους σε σύντομη δικάσιμο. Στην εν λόγω διαδικασία ελλείψει λεπτομερών ρυθμίσεων, από τους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν αναλάβει τα συγκεκριμένα καθήκοντα, γίνεται ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3898/2010 για τη διαμεσολάβηση. Κατά συνέπεια με την προσφυή στη Δικαστική Μεσολάβηση α) διακόπτεται η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία ασκήσεως των αξιώσεων, β) τίθενται οι διαδικαστικοί κανόνες που παρέχουν τα εχέγγυα τήρησης της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών και γ) η συμφωνία, στην οποία κατέληξαν τα μέρη, αποτελεί εκτελεστό τίτλο, κατ΄ανάλογο εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 904 παρ. 2 περ. γ΄ ΚΠολΔ. Με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α' 51/12.03.2012 και σύμφωνα με το άρθρο 113 του ιδίου νόμου ισχύει από 02.04.2012) εισήχθη ο θεσμός εξώδικης επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, η δικαστική μεσολάβηση. Ο σχετικά ακόμη νέος (λόγω της έλλειψης σχετικής εκπαίδευσης των δικαστών τόσο να προτείνουν πειστικά όσο και να διεξάγουν αποτελεσματικά τη δικαστική μεσολάβηση) τρόπος επίλυσης διαφορών δεν αναπτύσσεται «ανταγωνιστικά», αλλά παράλληλα προς τις λοιπές εναλλακτικές μορφές. Με την παράλληλη θεσμοθέτηση της δικαστικής μεσολάβησης παρέχεται η δυνατότητα στους πολίτες να επιτύχουν αποτελεσματικότερη επίλυση των διαφορών τους, χωρίς προσφυγή στη δικαστηριακή διαδικασία. Η ανάθεση καθηκόντων μεσολαβητή σε δικαστές καλύπτει αναμφίβολα τις εγγυήσεις αμεροληψίας, ουδετερότητας και ανεξαρτησίας που πρέπει να εξασφαλίζει μεταξύ άλλων, ένα σύστημα μεσολάβησης. Έτσι, εμεδώνεται καλύτερα η εμπιστοσύνη των πολιτών στους εξώδικους τρόπους επίλυσης διαφορών και καθίσταται ευχερέστερη η προσφυγή τους σε αυτούς, με τελικό αποτέλεσμα την ευρύτερη κατά το δυνατόν επιτυχία των τρόπων αυτών και την αντίστοιχη ελάφρυνση των δικαστηρίων, ώστε να ασχολούνται με τις υποθέσεις εκείνες που πράγματι χρειάζονται δικαστική διερεύνηση και απόφαση . Ο χρόνος κατά τον οποίον μπορεί να ενεργοποιηθεί η προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση δεν είναι περιορισμένος. Ειδικότερα, μπορεί να ενεργοποιηθεί κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, δηλαδή, εφόσον έχει κατατεθεί αγωγή, αλλά ακόμα και εάν έχει εκδοθεί απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ή προσωρινή διαταγή ή και ακόμα απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα μέρη μπορούν να έχουν ενδιαφέρον και μετά την έδκοση απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για την εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς τους. Η Οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαίου 2008, για θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις παρέχει απλώς το πλαίσιο για τη Διασυνοριακή Διαμεσολάβηση και απαιτούσε από τα Κράτη Μέλη (εκτός από τη Δανία), να υλοποιήσουν τη απαραίτητη νομοθεσία, με ρυθμίσεις και διοικητικά μέτρα, μέχρι την 20-5-2011. Πολλά Κράτη Μέλη όμως, ανταποκρίθηκαν ρυθμίζοντας όχι μόνο τη διασυνοριακή διαμεσολάβηση, αλλά επεκτείνοντας τις νομικές ρυθμίσεις σε αμιγώς εσωτερικές διαφορές. Μεταξύ αυτών και η Ελλάδα με το νόμο 3898/2010. Όσον αφορά στη Δικαστική Μεσολάβηση η Οδηγία προβλέπει στην παράγραφο β του άρθρου 3 κατ΄ουσίαν τη Δικαστική Μεσολάβηση: Η έννοια περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση εκ μέρους δικαστή, που δεν έχει επιληφθεί τυχόν δικαστικών διαδικασιών, σχετικών με την εν λόγω διαφορά. Δεν περιλαμβάνει τις απόπειρες που γίνονται από το δικαστήριο ή το δικαστή που έχει επιληφθεί της υπόθεσης, για την επίλυση της διαφοράς κατά τη διάρκεια της σχετικής δίκης. Τα πλεονεκτήματα της δικαστικής μεσολάβησης (άρ. 214Β ΚΠολΔ), έναντι της Διαμεσολάβησης (του άρ. 214Γ ΚΠολΔ, σύμφωνα με την παρ.3 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015, και, κατά την παρ.4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ως άνω νόμου, η ισχύς του αρχίζει από 1.1.2016), δεν είναι κατ΄ανάγκην περισσότερα, αλλά εξ ορισμού ποιοτικότερα, λόγω της αξιοποίησης του κύρους, της γνώσης, της εμπειρίας και κυρίως του τεκμηρίου αμεροληψίας των Δικαστικών Λειτουργών ως κοινωνικονομικών εγγυητών της μεσολάβησης για την κοινωνική ειρήνευση (και όχι απλών μεσολαβητών), πλην όμως αναμφίβολης αξίας είναι προεχόντως η διαπίστωση, ότι η υποχρεωτικότητα στην προσφυγή στη Διαμεσολάβηση, που επιλέγεται εσπευσμένως (διαβούλευση 29/12/2017 – 2/1/2018 !) και με εξαιρετικά ελλιπή θεωρητική διερεύνηση και αιτιολόγηση παρά του Υπουργείου Δικαιοσύνης, καθίσταται άνευ αντικειμένου, εάν δεν ισχύσει ομοίως αυτή και για τους λοιπούς νομοθετημένους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, ήτοι τη Δικαστική Μεσολάβηση, τη Διαιτησία, ή τον εξωδικαστικό συμβιβασμό ή την απόπειρα συμβιβασμού, ώστε τα διάδικα μέρη να επιλέγουν υποχρεωτικά έναν, διαζευκτικώς, από τους παρεχόμενους τρόπους εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, που έχουν ήδη θεσπισθεί, πριν την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, επί ποινή απαραδέκτου. Δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με κανένα επιχείρημα, σύμφωνο με τις συνταγματικές επιταγές και τις κοινωνικές και πολιτικές περιστάσεις, για ποίον λόγο προτάσσεται η Διαμεσολάβηση ως υποχρεωτικός τρόπος διερεύνησης εναλλακτικής επίλυσης διαφορών των πολιτών, και αφήνεται στην προαιρετικότητα κάθε άλλος εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών. Αντιθέτως μια τέτοια θέση εκδηλώνει μία ροπή αρνητικής στάσης ειδικά έναντι της Δικαιοσύνης, από ένα Υπουργείο που είναι προορισμένο να υπηρετεί την ορθή λειτουργία και απονομή της Δικαιοσύνης. Η πρόταξη της υποχρεωτικής προσφυγής στη Διαμεσολάβηση με προαιρετικό χαρακτήρα των λοιπών εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών δεν εξηγείται ούτε με τη συμμετοχή Δικαστών στο προτεινόμενο Εθνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης, ένα όργανο, που δεν μπορεί να αξιώνει, με τον απλό εποπτικό του ρόλο, περισσότερα από την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ανεξαρτησία του Δικαστή, ή καλύτερο πειθαρχικό έλεγχο από την ορθή λειτουργία ενός Πειθαρχικού Οργάνου του κατά τόπον αρμοδίου Δικηγορικού Συλλόγου, δεδομένου ότι ένας απόφοιτος Λυκείου (όπως προτείνεται), δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά του. Πόσο πιο αντικειμενικά και πιο αμερόπληπτα μπορεί να κρίνει ένας απόφοιτος Λυκείου την εναλλακτική επίλυση της διαφοράς, από όσο εγγυάται ένας Δικαστικός Λειτουργός, δεν εξηγείται στο προτεινόμενο νομοσχέδιο, εκτός εάν ο νομοθέτης ονειρεύεται σταδιακώς, ένα αμιγώς λαϊκό Δικαστήριο, που θα υποκαταστήσει στο μέλλον τη Δικαστική Λετουργία. Τέλος δεν εξηγείται στο προτεινόμενο νομοσχέδιο ο λόγος για τον οποίον προτάσσεται υποχρεωτικώς η προσφυγή στη Διαμεσολάβηση χωρίς να εκδηλώνεται ίση μεταχείριση και στους λοιπούς νομοθετημένους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, που παρέχονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ειδικότερα, θα μπορούσε να αντιμετωπίζεται από το προτεινόμενο νομοσχέδιο η ενναλλακτική επίλυση διαφορών με υποχρεωτική απόπειρα προσφυγής διαζευκτικώς σε έναν από τους νομοθετημένους τρόπους εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, που παρέχονται στο νόμο, πριν την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, με ποινή απαραδέκτου του ενδίκου βοηθήματος που πρόκειται να κατατεθεί. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η οικονομική επιβάρυνση του πολίτη που δεν επιθυμεί ή δεν έχει τη δυνατότητα να καταβάλει την αμοιβή του Διαμεσολαβητή, και εμπιστεύεται τη δικαστική μεσολάβηση (άρ. 214Β ΚΠολΔ) ή την απόπειρα συμβιβασμού του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρ. 209 ΚΠολΔ) ή τον εξωδικαστικό συμβιβασμό (άρ. 214Α ΚΠολΔ). Ειδικότερα ως προς την αμοιβή, αυτή προβλέπεται στο άρ. 17 του προτεινομένου νομοσχεδίου, σύμφωνα με το οποίο «εάν δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία, η αμοιβή ορίζεται ανάλογα με το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του διαμεσολαβητή με κατώτερη ωριαία αμοιβή τα εκατό ευρώ (€100). Αν ο διαμεσολαβητής απασχολήθηκε μόνο δύο (2) ώρες, ή λιγότερο, η ελάχιστη αμοιβή του, ορίζεται στα διακόσια πενήντα (250,00)€». Επομένως, κατά τεκμήριο εισάγεται ένα ποσόν 100 Ευρώ επιπροσθέτως, ως επιβάρυνση του διαδίκου, που δεν υπάρχει στη Δικαστική μεσολάβηση. Περαιτέρω, στο άρ. 5 παρ. 1Β του προτεινομένου νομοσχεδίου, δίνεται δικαίωμα σύνταξης πρακτικού αποτυχίας «για κάθε μέρος της διαφοράς για κάθε κεφάλαιο των απαιτήσεών του το οποίο δεν συζητήθηκε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης από υπαιτιότητα του άλλου μέρους, καίτοι αυτό υπαγόταν υποχρεωτικά στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ανεξαρτήτως του αποτελέσματος αυτής». Ποίος κρίνει την υπαιτιότητα του μέρους για το γεγονός ότι δεν συζητήθηκε στη διαδικασία κάποιο κεφάλαιο των απαιτήσεων του ενάγοντος, δεν γίνεται σαφές, και η συγκεκριμένη διατύπωση πρέπει να απαλειφθεί. Επίσης, στο άρ. 5 παρ. 1Β του προτεινομένου νομοσχεδίου, προβλέπεται ότι «στην περίπτωση που το ένα μέρος της διαφοράς δεν προσέρχεται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν και έχει κληθεί νομότυπα προς τούτο, ο διαμεσολαβητής συντάσσει σχετικό πρακτικό και το άλλο μέρος δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο, επισυνάπτοντας στην αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα αντίγραφο του σχετικού πρακτικού.» Είναι προφανής πλεονασμός, ότι δικαιούται «το άλλο μέρος να προσφύγει στο Δικαστήριο», με επισύναψη του πρακτικού του διαμεσολαβητή, αφού το μέρος που δεν εμφανίσθηκε αφενός μεν δεν κατέχει το πρακτικό, αφετέρου δύναται να προσφύγει κι εκείνο στη διαμεσολάβηση ή τη δικαστική μεσολάβηση και κατόπιν στο δικαστήριο. Επομένως η διατύπωση του άρ. 5 παρ. 1Β κρίνεται ατελής και ανεπεξέργαστη. Επίσης, εκδηλώνεται απροκάλυπτα ο εισπρακτικός χαρακτήρας της υποχρεωτικότητας (μόνον) της διαμεσολάβησης, καθώς στην παρ. 1Β του άρ. 5 του προτεινομένου νομοσχεδίου προβλέπεται ότι «Στην τελευταία περίπτωση, με την απόφαση του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της διαφοράς επιβάλλεται στο διάδικο μέρος το οποίο δεν προσήλθε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν και κλήθηκε νομότυπα προς τούτο, χρηματική ποινή ποσού 1.000 έως 5.000 ευρώ, συνεκτιμωμένης της εν γένει συμπεριφοράς του στην μη προσέλευση στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Επιπλέον δε χρηματική ποινή ποσοστού 0,2% επί του αντικειμένου της διαφοράς σε περίπτωση ήττας του και ποσοστού 0,1% επί του αντικειμένου της διαφοράς σε περίπτωση εν μέρει ήττας αυτού. Οι παραπάνω χρηματικές ποινές περιέρχονται στο Ελληνικό Δημόσιο και συνιστούν δημόσια έσοδα. Αντίγραφο της απόφασης κοινοποιείται με επιμέλεια του γραμματέα του δικαστηρίου στο Υπουργείο Οικονομικών.» Το ότι δεν προσέρχεται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης κάποιο διάδικο μέρος μπορεί να οφείλεται σε διάφορους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους ή κωλύματα ή άρνηση του διαδίκου να επιληφθεί ο διαμεσολαβητής. Σύμφωνα με τη διατύπωση του άρ. 5 παρ. 3 του προτεινομένου νομοσχεδίου, ο δικηγόρος του αιτούμενου δικαστικής προστασίας, υποχρεούται, ανεξάρτητα από την αξία του ένδικου αντικειμένου, να υποβάλλει σε διαμεσολαβητή από τη λίστα διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, παραδίδοντάς του συμπληρωμένο ενημερωτικό έντυπο. Τούτο σημαίνει, ότι ο Διαμεσολαβητής επιλέγεται από τον αντίδικο, προσωπικά, με αποτέλεσμα να μην είναι διαφανής και αμερόληπτη η διαδικασία επιλογής του προσώπου που αναλαμβάνει τη Διαμεσολάβηση, με προφανή την δυσπιστία του μέρους που καλείται. Δεν δύναται όμως η δυσπιστία αυτή, δικαιολογημένη ως φαίνεται, να τιμωρείται με χρηματική ποινή 1000 έως 5000 ευρώ, και με περαιτέρω χρηματική ποινή ποσοστού 0,2% επί του αντικειμένου της διαφοράς σε περίπτωση ήττας του και ποσοστού 0,1% επί του αντικειμένου της διαφοράς σε περίπτωση εν μέρει ήττας αυτού. Η δυσπιστία στο πρόσωπο του διαμεσολαβητή οδηγεί σε χείρονα θέση την διαφορά των μερών, αφού αυτή κοινοποιείται στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, με αποτέλεσμα τη δημοσιοποίηση σε μη αρμόδια πρόσωπα, δεδομένων ευαίσθητου χαρακτήρα των προσώπων που απαρτίζουν τα διάδικα μέρη. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρ. 5 παρ. 4 του προτεινομένου νομοσχεδίου, «σε κάθε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, αυτός ορίζεται, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εκ των μερών, από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, με αιτιολογημένη απόφασή της. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, λαμβάνει για τον ορισμό αυτό υπόψη της, το είδος της διαφοράς που άγεται προς διαμεσολάβηση καθώς και τις δεξιότητες του διαμεσολαβητή όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο 26 αρ. 4, ως και τον αριθμό των διαμεσολαβήσεων που έχει διεξάγει, όπως αυτός προκύπτει από το άρθρο 20 του παρόντος». Ποιος περιγράφει το «είδος της διαφοράς», που άγεται προς διαμεσολάβηση και ποιος αξιολογεί τις «δεξιότητες του διαμεσολαβητή», οι οποίες δεν περιγράφονται σε κάποια διάταξη νόμου συγκεκριμένα και ορισμένα, ώστε η αξιολόγηση να γίνεται με αντικειμενικά και αδιάβλητα κριτήρια, ενώ «ο αριθμός των διαμεσολαβήσεων» που εισάγεται ως πριμοδότηση του διαμεσολαβητή δεν τον καθιστά πιο ανταγωνιστικό από το δικαστή της Δικαστικής μεσολάβησης του άρ. 214Β ΚΠολΔ, ο οποίος κατά τεκμήριο έχει περισσότερες «δεξιότητες» και περισσότερες υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας στο ενεργητικό του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρ. 5 παρ. 3 του προτεινομένου νομοσχεδίου, « Ο διαμεσολαβητής καλεί τον προσφεύγοντα καθώς και το αντίδικο μέρος για την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της συνεδρίας διαμεσολάβησης. Η κλήση γίνεται εγγράφως ή ηλεκτρονικά ή με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο. Η συνεδρίαση λαμβάνει χώρα μετά από διάστημα τουλάχιστον δεκαπέντε (15) και πάντως το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την επομένη της γνωστοποίησης της αίτησης του προσφεύγοντος στο άλλο ή στα άλλα μέρη ενώ η διαμεσολάβηση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός των επομένων ενενήντα (90) ημερών που εκκινούν από την επομένη της λήξης της ανωτέρω προθεσμίας. Τα μέρη δύναται να συμφωνούν παράταση της προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται στις παραπάνω προθεσμίες. Τα μέρη παρίστανται υποχρεωτικά, μετά των πληρεξούσιων δικηγόρων τους πλην των περιπτώσεων των καταναλωτικών διαφορών και μικροδιαφορών.» Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ηλεκτρονική κλήτευση είναι ευθύνη του διαμεσολαβητή, χωρίς τις εγγυήσεις νομίμου κλητεύσεως του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει ο καθού να μην λάβει πραγματική γνώση. Τα πλεονεκτήματα της Δικαστικής μεσολάβησης συνίστανται στην αξιοποίηση των Δικαστικών Λειτουργών ως μεσολαβητών, με το κύρος και τα εχέγγυα αμερόληπτης στάσης, η επίλυσης διαφορών ταχύτερα και οικονομικότερα, με ευέλικτη και γρήγορη εμπιστευτική διαδικασία, με λύση στα μέτρα των μερών, χωρίς ένδικα μέσα. Στις μεταβατικές διατάξεις δεν καταργείται η Δικαστική μεσολάβηση του άρ. 214Β ΚΠολΔ, κατ΄ουσίαν όμως καθίσταται υποδεέστερη, άνευ οιασδήποτε αιτιολογίας, δεδομένης της υποχρεωτικής προσφυγής στη Διαμεσολάβηση του προτεινομένου νομοσχεδίου. Στο άρ. 28 του προτεινομένου νομοσχεδίου ορίζεται ότι « α. Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός των διατάξεων των άρθρων 23, 24, 25, 26, οι οποίες τίθενται σε ισχύ τρείς (3) μήνες, ως και των διατάξεων του άρθρου 5, οι οποίες τίθενται σε ισχύ δώδεκα (12) μήνες, από την δημοσίευσή του. β. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, όπως ανωτέρω ορίζεται, καταργείται η ισχύς προγενέστερων διατάξεων που ρυθμίζουν θέματα σχετικά με τη διαμεσολάβηση και ρυθμίζονται με αυτόν. γ. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3898/2010 διατηρούνται σε ισχύ.» Επομένως διατηρούνται σε ισχύ όλες οι διατάξεις που προβλέπουν εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, με τη διαφορά ότι ένας εξ αυτών καθίσταται υποχρεωτικός, γεγονός το οποίο μας βρίσκει αντίθετους, καθώς δεν δικαιολογείται ούτε παρέχει περισσότερα εχέγγυα αμερόληπτης και διαφανούς κρίσεως σε διαδικασία μεσολάβησης προ της παροχής έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια.