• Σχόλιο του χρήστη 'Γρηγόρης Τσόλιας, Δικηγόρος' | 11 Απριλίου 2018, 11:30

    Από τη παράγραφο 1 του άρθρου προκύπτει ότι η προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων του υπόπτου εκκινεί από το στάδιο της κλήτευσης του προς παροχή εξηγήσεων στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης και δεν καταλαμβάνει είτε τυχόν προηγούμενες αστυνομικές ή ανακριτικές (υπό ευρεία έννοια) ενέργειες στο πλαίσιο π.χ. έκτακτης αστυνομικής προανάκρισης (άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ), είτε προηγούμενες ενέργειες της κλήτευσης σε παροχή εξηγήσεων όπως π.χ. την κλήση του ως υπόπτου προκειμένου να υποβληθεί σε διαδικασία αναγνώρισης, γεγονός το οποίο κατατάσσει το πρόσωπο σε έναν ευρύτερο κύκλο περισσότερων προσώπων που ενδέχεται να έχουν τελέσει μια αξιόποινη πράξη. Σε αυτό το πλαίσιο το ΕΔΔΑ με την απόφαση Deweer κατά Βελγίου της 27.12.1980 υιοθέτησε (βλ. παρ. 44) την ουσιαστική, παρά την τυπική, προσέγγιση της έννοιας "ποινική κατηγορία" και άρα την οριοθέτηση των εννοιών "ύποπτος" και "κατηγορούμενος". Έτσι, η διενέργεια κατ' οίκον έρευνας και κατάσχεσης επαγγελματικών αρχείων θεωρήθηκε από το ΕΔΔΑ στη συγκεκριμένη περίπτωση ως πράξη σε βάρος υπόπτου και όχι μάρτυρα (βλ. Eckle κατά Γερμανίας της 15.7.1982 βλ. παρ. 12 και 74), ενώ η κλήτευση του υπόπτου ως μάρτυρα, παρά το ότι από το υλικό της δικογραφίας προέκυπταν επιβαρυντικά στοιχεία που τον καθιστούσαν τουλάχιστον "ύποπτο" οδήγησε σε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (βλ. Serves κατά Γαλλίας της 20.10.1997 παρ. 42). Θα έπρεπε ίσως να επεκταθεί η σχετική ρύθμιση σε κάθε δικονομικό στάδιο και ενέργεια που καθιστά το πρόσωπο "ύποπτο"