• Σχόλιο του χρήστη 'Άννα Β. Κιβρακίδου' | 9 Απριλίου 2019, 18:07

    Σχετικά με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 239Α: Πρόκειται για τα τρέχοντα άρθρα 137Α-137Δ του ποινικού κώδικα, τα οποία έχουν συμπτυχθεί σε ένα άρθρο. Από τον αρχικό τίτλο έχει απαλειφθεί το μέρος «… και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» και έχει μείνει ως τίτλος μόνο η λέξη «Βασανιστήρια», σε μια προσπάθεια, προφανώς, να ενταχθούν με επιτυχία στο συγκεκριμένο κεφάλαιο. Διατηρείται όμως ο όρος προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην παρ. 3 του άρθρου, το οποίο κατά τα άλλα έχει μεταφερθεί αυτούσιο από το 137Α. Η ένταξη των συγκεκριμένων αδικημάτων στο κεφάλαιο με τα αδικήματα κατά της υπηρεσίας είναι λανθασμένη, για δύο λόγους: αφενός, υπογραμμίζει τον χαρακτήρα του εγκλήματος ως ιδιαίτερου, ήτοι τελούμενου μόνο από υπάλληλο, και αφετέρου, τοποθετεί το έννομο αγαθό της υπηρεσίας ως πρωτίστως προσβαλλόμενο από τις συγκεκριμένες πράξεις. Τα βασανιστήρια είναι έγκλημα με τεράστιο συμβολικό βάρος, όπως αποτυπώνεται, ενδεικτικά, με ξεχωριστό τρόπο στο Σύνταγμα (αρ. 2, 7) στην ΕΣΔΑ (αρ. 3), επαναλαμβάνεται διαρκώς στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, αλλά και σε σωρεία άλλων διεθνών νομικών κειμένων. Η ένταξή τους στο κεφάλαιο των υπηρεσιακών εγκλημάτων μειώνει τον ιδιαζόντως ειδεχθή χαρακτήρα τους και την απαξία τους. Έτσι, προσμετράται στα αρνητικά το γεγονός ότι, ενώ στη θεωρία αλλά και μέσω των αποφάσεων του ΕΔΔΑ γίνεται συζήτηση σχετικά με τη δυνατότητα τέλεσης τρόπων βασανισμού και από ιδιώτες, και επέκταση της αξιόποινης συμπεριφοράς και σε άλλους δράστες πλην των υπαλλήλων, η ένταξη του αδικήματος στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της υπηρεσίας τερματίζει άδοξα τη συζήτηση αυτή η οποία επιχειρεί να καλύψει ένα υπαρκτό κενό στην προστασία των ανθρωπινών δικαιωμάτων και συγκεκριμένα αυτό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το έννομο αγαθό ανθρώπινη αξιοπρέπεια θα μπορούσε να καλύψει κενά προστασίας στον ποινικό κώδικα, όπως ενδεικτικά τα βασανιστήρια όταν τελούνται από ιδιώτη, ο σχολικός εκφοβισμός (bullying), ο εκφοβισμός στον στρατό («καψώνια»), η κακομεταχείριση ανηλίκων, ηλικιωμένων, ασθενών και εν γένει ευάλωτων ατόμων, η ρατσιστική – διακριτική μεταχείριση. Εξάλλου, έκφανση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποτελεί και η γενετήσια αξιοπρέπεια – η οποία, αντίστοιχα, έχει, εξίσου άστοχα, μετονομαστεί σε «γενετήσια ελευθερία» στα σχετικά κεφάλαια του παρόντος σχεδίου – και η οποία αποτελεί το έννομο αγαθό που προσβάλλουν πράξεις όπως ο βιασμός και η σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων και άλλων ευάλωτων ομάδων. Ομοίως αδικαιολόγητη είναι, για τους ανωτέρω λόγους, η κατάργηση του αδικήματος του άρθρου 361Β του ισχύοντος κώδικα που τιμωρεί την προσφορά τροφής και αγαθών από κοινωνικές ομάδες με βάση ρατσιστικά κριτήρια (π.χ. αιμοδοσία μόνο για Έλληνες). Το ΕΔΔΑ, σταθερά στη νομολογία του, τοποθετεί όλες τις προαναφερόμενες πράξεις – βασανιστήρια, απάνθρωπη μεταχείριση, βιασμό, ενδοοικογενειακή βία, αστυνομική βία, ρατσιστική συμπεριφορά, κακομεταχείριση ατόμου που βρίσκεται σε ευάλωτη θέση – υπό την διάταξη του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ που απαγορεύει τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Η συγκεκριμένη διάταξη θεωρείται θεμελιώδους σημασίας, έχοντας στο επίκεντρο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και αξιώνοντας γι’ αυτή απόλυτη προστασία, που «δε δύναται να καμφθεί ούτε σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος , άσχετα με τη συμπεριφορά του θύματος , και χωρίς η φύση της πράξης του να επηρεάζει αυτό τον απόλυτο χαρακτήρα ». Η πάγια αυτή αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου συνάδει και με την παρακάτω αναφερόμενη στην υπό κρίση διάταξη της παρ. 5 που ορίζει ότι κανένας λόγος άρσης του αδίκου δεν έχει εφαρμογή στα βασανιστήρια. Κατά τα λοιπά όμως, με την αποσύνδεση των βασανιστηρίων από το έννομο αγαθό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, χάνεται και η αντιστοίχιση με το αρ. 3 της ΕΣΔΑ και όλη τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, που είναι απαραίτητη τόσο για την ενίσχυση της ποινικής προστασίας, τόσο μέσα από την επιστημονική έρευνα και μετατροπή των νόμων, όσο και μέσα από την ευχερή και αποτελεσματική εφαρμογή των υπαρχόντων νόμων από τα δικαστήρια. Η παράγραφος 5 ορίζει ότι, ουσιαστικά, κανένας από τους γενικούς λόγους άρσης του αδίκου δεν έχει εφαρμογή στα αδικήματα του άρθρου, αντικαθιστώντας τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 137Δ. Πρόκειται για μία θετική ρύθμιση, κατά βάση επειδή επιλύει οριστικά το εκκρεμές ζήτημα του αν ο νομοθέτης απαγορεύοντας την εφαρμογή της κατάστασης ανάγκης ήθελε να απαγορεύσει και την άμυνα ως λόγο άρσης του αδίκου. Τέλος, η προσθήκη της παραγράφου 6 σχετικά με την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και θέσεων κρίνεται περιττή, δεδομένου ότι με τις υπάρχουσες ποινικές και πειθαρχικές διαδικασίες η αποστέρηση είναι εφικτή και απαραίτητη, και δεν ήταν πρόβλημα του ποινικού δικαίου η μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ωστόσο, και με δεδομένες τις καταδίκες της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ σε σχέση ειδικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, η υπενθύμιση αυτής της νομικής συνέπειας μόνο θετικά αποτιμάται.