• Σχόλιο του χρήστη 'Αντώνης Βόμβας, Πρωτοδίκης' | 14 Απριλίου 2019, 10:41

    Άρθρο 349 Η προτεινόμενη διάταξη δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση ενός εκ των σημαντικότερων ζητημάτων που συνδέονται με την καθυστέρηση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ήτοι τις αναβολές της εκδίκασης των υποθέσεων στο ακροατήριο κατά το άρθρο 349 του ισχύοντος ΚΠΔ, αντιθέτως δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επίταση του προβλήματος: Ειδικότερα: 1. Ο προτεινόμενος περιορισμός των προϋποθέσεων αναβολής της δίκης θα οδηγήσει σε περαιτέρω καθυστέρηση απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, διότι: α) Καταργείται ο ανώτατος περιορισμός σε δύο των αναβολών. β) Καταργείται η πρόβλεψη ότι η ύπαρξη σοβαρών λόγων υγείας πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, η οποία διασφαλίζει, σε κάποιο βαθμό, τη βασιμότητα του αιτήματος περί αναβολής λόγω προβλήματος υγείας. Συνεπώς, σκόπιμο είναι να διατηρηθούν οι ως άνω δύο προβλέψεις του υφιστάμενου άρθρου 349 ΚΠΔ. Σε κάθε περίπτωση, χρήσιμη θα ήταν η επαναφορά της παρ. 3 του άρθρου 349 ΚΠΔ, όπως ίσχυε μετά την προσθήκη της παραγράφου αυτής με το άρθρο 11 παρ. 8 του Ν. 1941/1991, που προέβλεπε ότι η ιατρική βεβαίωση θα πρέπει να αναφέρει ότι έχει εκδοθεί για δικαστική χρήση και ότι ο ασθενής λόγω συγκεκριμένης ασθένειας δεν μπορεί να εμφανισθεί στο δικαστήριο. 2. Η προτεινόμενη διάταξη δεν αντιμετωπίζει σημαντικά ζητήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή στην πράξη της υφιστάμενης διάταξης του άρθρου 349 ΚΠΔ, ήτοι: α) Δεν αντιμετωπίζεται το ζήτημα της ύπαρξης λόγων αναβολής που έχουν προκύψει πριν τη δικάσιμο. Σε προγενέστερες μορφές της διάταξης (βλ. την αρχική μορφή της παρ. 1 του άρθρου 349 ΚΠΔ, όπως ίσχυε μέχρι την εφαρμογή του νόμου 3090/2002, καθώς και την προσθήκη της παρ. 8 με την παρ.6 άρθρου 33 Ν.4055/2012) είχε προβλεφθεί ότι τέτοιοι λόγοι πρέπει να προτείνονται, με ποινή απαραδέκτου, πριν τη δικάσιμο και να αποφασίζει για αυτούς δικαστικό συμβούλιο. Η πρόβλεψη αυτή είναι σκόπιμο να επαναφερθεί, διότι θα απήλλασσε το Δικαστήριο (επιβαρύνοντας βέβαια ως ένα βαθμό τη λειτουργία των δικαστικών συμβουλίων) από την ανάλωση μεγάλου μέρους του χρόνου κάθε συνεδρίασης για την εξέταση των αιτημάτων αναβολής κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ που προβάλλονται από τους διαδίκους, με συνέπεια να είναι εφικτή η εκδίκαση περισσοτέρων υποθέσεων ανά δικάσιμο. β) Σε συνάφεια με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, δεν υφίσταται οποιαδήποτε πρόβλεψη για το συχνότατο στη δικαστηριακή πραγματικότητα φαινόμενο να προβάλλεται ως λόγος αναβολής κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ η εκτέλεση από το συνήγορο (επιλογής ενός διαδίκου) άλλων επαγγελματικών του καθηκόντων και δη η παράστασή του ενώπιον διαφορετικού Δικαστηρίου (οποιασδήποτε δικαιοδοσίας ή βαθμού) για διαφορετικό εντολέα του κατά τη συγκεκριμένη δικάσιμο, αν και τη συγκεκριμένη επαγγελματική υποχρέωση την έχει αναλάβει μετά τη γνωστοποίηση στο διάδικο ή το συνήγορο της συγκεκριμένης δικασίμου, στην οποία υποβάλλεται το αίτημα αναβολής. γ) Η πρόβλεψη ότι η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας, εισαχθείσα για πρώτη φορά στη διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ με την παρ. 6 του άρθρου 34 Ν.2172/1993, προβαίνει σε μία αφηρημένη και εκ των προτέρων στάθμιση αφενός μεν του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (και δικαιώματος σε δίκαιη δίκη) σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο όλων των εμπλεκομένων στην ποινική δίκη πολιτών αφετέρου δε του δικαιώματος άσκησης της συνδικαλιστικής ελευθερίας των δικηγόρων, υπέρ του δεύτερου. Είναι σκόπιμo να εξετασθεί το ενδεχόμενο συναφούς τροποποίησης της διάταξης του άρθρου 349 του Σχεδίου, ώστε να περιορισθεί η δυνατότητα επίκλησης της αποχής των δικηγόρων ως νομίμου λόγου αναβολής (π.χ. για συγκεκριμένα αδικήματα μεγαλύτερης εγκληματικής απαξίας, όπως για όλα τα αδικήματα που απειλούνται με ποινές φυλάκισης μεγαλύτερη του ενός έτους). Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, θα πρέπει να υπάρξει ρητή μνεία ότι η δήλωση από το συνήγορο της αποχής από τα καθήκοντά του αποκλειστικά και μόνο λόγω της εκδίκασης της υπόθεσης μετά από διακοπή, κατ’ επίκληση σχετικών αποφάσεων των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων ή της Ολομέλειας αυτών, όπως συμβαίνει στην τρέχουσα δικαστηριακή πραγματικότητα, δεν συνιστά νόμιμο λόγο αναβολής, δεδομένου ότι η συζήτηση της υπόθεσης μετά από διακοπή εξυπηρετεί προδήλως το σκοπό της αμεσότερης απονομής δικαιοσύνης. δ) Δεν γίνεται καμία αναφορά στο ζήτημα της πρακτικής των Δικαστηρίων της αναβολής κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ λόγω ωραρίου γραμματέως.