• Σχόλιο του χρήστη 'Homo Digitalis' | 19 Αυγούστου 2019, 18:18

    Μείζονα ζητήματα εναρμόνισης με το πλαίσιο προστασίας προσωπικών δεδομένων και ατομικών δικαιωμάτων εν γένει θέτει το άρθρο 27. Η δεύτερη πρόταση της πρώτης παραγράφου κατοχυρώνει «ανακριτικές εξουσίες» και αντίστοιχη νομική βάση επεξεργασίας για τον εργοδότη. Η ρύθμιση αυτή είναι εξόχως προβληματική. Δεν απηχεί τη νομολογία ΕΔΔΑ για το ζήτημα (βλ. Barbulescu v. Romania, Kopke v. Germany). Επίσης, από ουσιαστική και συμβολική άποψη είναι δικαιοπολιτικά απαράδεκτο να προτάσσεται ήδη στην πρώτη παράγραφο τέτοια ρύθμιση. Θα μπορούσε να αντικατασταθεί ως εξής: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς, εκτός εάν αυτό επιβάλλεται για την εκπλήρωση υποχρέωσης από τον νόμο ή για την εκπλήρωση προφανώς υπέρτερου εννόμου συμφέροντος του εργοδότη ως υπευθύνου επεξεργασίας ή άλλου εργαζομένου, ιδίως όταν τεκμηριώνεται η ανάγκη εξακρίβωσης συμπεριφορών που απαγορεύονται ρητά από τις ρυθμίσεις που διέπουν τη σχέση εργασίας/απασχόλησης ή από κανονισμούς εργασίας και δεν είναι εφικτό να διακριβωθούν με άλλο ηπιότερο μέσο». Σοβαρό πρόβλημα τίθεται και αναφορικά με τη ρύθμιση της παραγράφου 2. Η προτεινόμενη ρύθμιση δεν λαμβάνει υπόψη τον εξαιρετικό χαρακτήρα που έχει η νομική βάση της συγκατάθεσης στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 88 ΓΚΠΔ και σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 155, η συγκατάθεση του εργαζομένου προβλέπεται ως εξαιρετική νόμιμη βάση (παράγραφος 4) επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που τον αφορούν στον εργασιακό τομέα εξαιτίας της εγγενούς ανισότητάς μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου (ΑΠΔΠΧ Οδηγία 115/2001 ιδίως σελ. 10,Data Protection Working Party 29 Γνώμη 2/2017 ιδίως σελ. 6 και 23 και Κατευθυντήριες Γραμμές Data Protection Working Party 29 για την συγκατάθεση ιδίως σελ. 7, ΑΠΔΠΧ 26/2019 ιδίως σελ. 19 επόμ.), επιπλέον δε επειδή οι σχετικές επεξεργασίες καλύπτονται ιδίως από τις νόμιμες βάσεις του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. β’ ή και στ’ ΓΚΠΔ, ώστε να παρέλκει σε εκείνες τις περιπτώσεις, η χρήση της νόμιμης βάσης της συγκατάθεσης. Η συγκατάθεση του εργαζομένου κατ’ εξαίρεση αποτελεί νόμιμη βάση επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του μόνον εφόσον προηγουμένως κριθεί ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής οποιαδήποτε άλλη νόμιμη βάση, επιχείρημα το οποίο βασίζεται επιπλέον και στην διατύπωση του άρθρου 7 παρ. 4 ΓΚΠΔ (βλ. ΑΠΔΠΧ 26/2019). Η ρύθμιση του σχεδίου νόμου υιοθετεί επίσης μία ενδεικτική απαρίθμηση που εισάγει ωστόσο μεγάλο εύρος περιπτώσεων για τις οποίες θα γινόταν δεκτή μία εξαιρετική βάση επεξεργασίας. Θεωρούμε επίσης αναγκαίο να προστεθεί ότι, η συγκατάθεση των εργαζομένων δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως νομική βάση για την παράκαμψη της τήρησης των αρχών επεξεργασίας, όπως η αρχή του σκοπού ή η αρχή της ελαχιστοποίησης. Με εξαίρεση την προτεινόμενη ρύθμιση της χρήσης των κλειστών κυκλωμάτων επιτήρησης, οι ρυθμίσεις του άρθρου 27 δεν εισάγουν - έστω βασικούς - κανόνες για την επεξεργασία/ προστασία των δεδομένων των εργαζομένων όταν γίνεται χρήση μέσων επιτήρησης εν γένει (γεωεντοπισμός, βιομετρικά, επιτήρηση μέσων επικοινωνίας κ.α.). Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία και για σκοπούς ασφάλειας δικαίου, καθώς τα ζητήματα αυτά απασχολούν διαρκώς και με ιδιαίτερη ένταση τόσο όσους καλούνται να εφαρμόσουν τη νομοθεσία όσο και τα δικαστήρια. Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου δεν περιλαμβάνει επίσης ρυθμίσεις αναφορικά με τη συλλογή των δεδομένων που αφορούν τον εργαζόμενο κλπ. Περιλαμβάνει όμως ρυθμίσεις, όπως αυτή της παραγράφου 6 ( τα δικαιώματα συμμετοχής των φορέων εκπροσώπησης των εργαζομένων παραμένουν ανεπηρέαστα), που έχει σημασία στο πλαίσιο της γερμανικής έννομης τάξης (π.χ. λόγω των δικαιωμάτων συναπόφασης των συμβουλίων επιχείρησης), αλλά, εντασσόμενη άνευ άλλου πλαισίου στην ελληνική έννομη τάξη, θέτει αν μη τι άλλο ερμηνευτικά ερωτήματα. Εν κατακλείδι, προτείνεται η ολική επανεξέταση και αναδιατύπωση/ συμπλήρωση του άρθρου 27. Διαφορετικά ζητούμε τη διαγραφή του.