• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ' | 11 Οκτωβρίου 2019, 23:03

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 4512/ 2018 Άρθρο 1ο Με όλο τον δέοντα σεβασμό προς τους συντάκτες, δεν νομίζουμε ότι η φράση «…ως και στις ανωτέρω υποθέσεις διασυνοριακών υποθέσεων», στο τέλος του πρώτου εδαφίου του άρθρου 178 επιφέρει το αποτέλεσμα, που αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση. Προτείνουμε την εξής διατύπωση της πρώτης φράσης του πρώτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου: «Το Κεφάλαιο αυτό έχει σκοπό την ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης τόσο σε ενδοσυνοριακες, όσο και σε διασυνοριακές αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς…». Άρθρο 2ο α. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 179, η αναφορά στον «τρόπο με τον οποίο δύνανται να επιλύσουν την διαφορά τους μέσω της διαμεσολάβησης...» πιθανόν να δημιουργήσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο διαμεσολαβητής μπορεί να προτείνει λύση της διαφοράς, πράγμα που κατά βέβαιο τρόπο δεν είναι στις προθέσεις του Νομοθέτη, αφού αυτό δεν επιτρέπεται στον Διαμεσολαβητή. Προτείνουμε την αναδιατύπωση ως εξής: «... ενημερώνει τα μέρη για την διαδικασία της διαμεσολάβησης, με την οποία δύνανται να επιλύσουν την διαφορά τους και τις βασικές αρχές που διέπουν την διαμεσολάβηση». β. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 179, είμαστε της άποψης ότι θα πρέπει να τροποποιηθεί και να προβλεφθεί αντί «σε κράτος-μέλος άλλο από εκείνο της μόνιμης κατοικίας ή συνήθους διαμονής των μερών», «… εκείνο της μόνιμης κατοικίας ή συνήθους διαμονής έστω και ενός από τα μέρη». Άρθρο 3ο α. Είναι θετικό που προβλέπεται η «ρήτρα διαμεσολάβησης» στο άρθρο 180. Η πρόβλεψη δυνατότητας να περιέχεται σε συμφωνίες των μερών «ρήτρα διαμεσολάβησης», δεν διορθώνει την κατάσταση που ίσχυε με τους προηγούμενους Νόμους. Εξ ορισμού η ρήτρα διαμεσολάβησης μπορεί να περιλαμβάνεται μόνο στην βασική σύμβαση (υποκείμενη) των μερών, κατά την υπογραφή της οποίας δεν έχει, ασφαλώς, προκύψει καμία διαφορά προς επίλυση, ώστε να μπορεί να περιγράφεται το αντικείμενο αυτής στην βασική σύμβαση, στην ρήτρα διαμεσολάβησης. Κατά συνέπεια, οποιοδήποτε από τα μέρη δεν τηρήσει την ρήτρα διαμεσολάβησης και προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο, το άλλο ή τα αλλά μέρη δεν μπορούν να εγείρουν ένσταση διαμεσολάβησης ούτε καν να προσάψουν σε εκείνον που αντιπαρέρχεται την ρήτρα διαμεσολάβησης με βάση τις διαταξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις, αφού το επιχείρημα του άλλου μέρους ότι δεν περιγράφεται στην ρήτρα το αντικείμενο της διαφοράς και ότι, ως εκ τούτου, δεν τον δεσμεύει, θα είναι καταλυτικό. Συνεπώς η ρήτρα διαμεσολάβησης στερείται ουσιαστικής και πρακτικής σημασίας, αφού η συμφωνία περί διαμεσολάβησης θα πρέπει να επαναλαμβάνεται μετά την επέλευση της διαφοράς αφήνοντας απόλυτα το περιθώριο σε εκείνο ή εκείνα τα μέρη, που δεν επιθυμούν ή δεν επιθυμούν πλέον την προσφυγή στην διαμεσολάβηση, να την αποφύγουν. β. Το θέμα έχει απασχολήσει έντονα την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ, η οποία έχει, ήδη πολλές φορές, διατυπώσει προτάσεις για την τροποποίηση των σχετικών διατάξεων με τρόπο που να διασφαλίζει την δυνατότητα έγερσης ένστασης διαμεσολάβησης. Προτείνουμε και τώρα την προσθήκη, μετά το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 180, άλλου εδαφίου διατυπωμένου ως εξής: «Σε περίπτωση συμφωνίας των μερών περί́ υπαγωγής μελλοντικών διαφορών τους στην διαδικασία της Διαμεσολάβησης, η περιγραφή́ συγκεκριμένης διαφοράς, που προκύπτει μετά την σύναψη της πιο πάνω συμφωνίας, περιλαμβάνεται στην σύμβαση, που υπογράφεται μεταξύ του διαμεσολαβητή και των μερών πριν από την έναρξη της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης». γ. Τα ανωτέρω προϋποθέτουν την προσθήκη στον Νόμο διάταξης, με την οποία να προβλέπεται ρητά η υπογραφή́ συμφωνίας μεταξύ́ του διαμεσολαβητή́ και των μερών, πριν από́ την έναρξη της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης. Η διάταξη αυτή θα μπορούσε να προστεθεί́ ως παράγραφος (9) στο τέλος του σημερινού́ άρθρου 183 και να είναι διατυπωμένη ως εξής: «Εάν ο διαμεσολαβητής αποδεχθεί́ τον διορισμό του, υπογράφεται μεταξύ αυτού και των μερών συμφωνία, στην οποία περιλαμβάνεται περιγραφή της διαφοράς, που υποβάλλεται σε Διαμεσολάβηση, διατάξεις, που αφορούν ούσα προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του παρόντος άρθρου, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 189, στις παραγράφους 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 190, στην παράγραφο 1 του άρθρου 191, στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 192, καθώς και διατάξεις σχετικά με την αμοιβή του διαμεσολαβητή». δ. Εάν υλοποιηθούν τα ανωτέρω προτεινόμενα, ένσταση Διαμεσολάβησης μπορεί να περιληφθεί ανεμπόδιστα στον Νόμο, με την προσθήκη ενός άρθρου με αριθμό́ 192Α (ή 193, οπότε θα πρέπει να αλλάξει η αρίθμηση των επομένων άρθρων του Νομού), η διατύπωση του οποίου θα μπορούσε να είναι η εξής: «Ρήτρα διαμεσολάβησης περιλαμβανομένη στην βασική σύμβαση των μερών ή συμφωνία τους συναπτόμενη αργότερα, περί́ υπαγωγής διάφορων τους σε σχέση με την βασική σύμβαση, το κύρος, την ερμηνεία, την εφαρμογή, την εκτέλεση της ή που πηγάζουν ή συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με αυτήν, δίνει δικαίωμα σε κάθε μέρος να εγείρει ένσταση Διαμεσολάβησης, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε από τα μέρη προσφεύγει στην Δικαστική́ Διαδικασία χωρίς να εξαντλήσει την υποχρέωση υποβολής διαφοράς ή διαφορών αυτού του είδους σε διαδικασία διαμεσολάβησης. Οπότε το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει αχθεί́ η διαφορά, αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης και την παραπέμπει σε Διαμεσολάβηση». Άρθρο 4ο α. Σκόπιμο είναι να διευκρινιστεί, στην παράγραφο 2 (β) του άρθρου 182, ότι υπαγόμενες διαφορές είναι «Οι αστικές και εμπορικές διάφορες, που εκδικάζονται κατά την Τακτική Διαδικασία … ». Περαιτέρω, στην ΥΑΣ είναι απόλυτα ενδεδειγμένη η υπαγωγή και υποθέσεων, που εκδικάζονται με ειδικές διαδικασίες, όπως -ενδεικτικά -οι μισθωτικές διαφορές (όπου επιβάλλεται η ταχεία ρύθμιση της διαφοράς, διότι ο μισθωτής μπορεί να εξαφανιστεί ανά πάσα στιγμή στο διάστημα που διαρκεί η δικαστική διαδικασία, μέχρι την έκδοση απόφασης εκτελεστής και στις οποίες η Διαμεσολάβηση επιτρέπει την λύση της διαφοράς με διάφορους τρόπους, που δεν θα μπορούσαν να διαταχθούν από το Δικαστήριο λόγω της δέσμευσης του από το δικόγραφο του ενάγοντος και εκείνο του εναγόμενου σε περίπτωση ανταγωγής, οι εργατικές διαφορές σχετικά με τις οποίες έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι η εξωδικαστική επίλυσή τους είναι εφικτή και ενδεδειγμένη, οι διάφορες με αντικείμενο αμοιβές και έξοδα κατ’ άρθρο 614 παράγραφος 5 και, γενικότερα, όλες εκείνες οι υποθέσεις, που εκδικάζονται με ειδικές διαδικασίες και στις οποίες είναι σημαντική η δημιουργία ευνοϊκού / φιλικού κλίματος για την επίλυση της διαφοράς με τρόπο επωφελή για όλα τα μέρη. β. Οι εξαιρέσεις από την ΥΑΣ, που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 182, είναι αδικαιολόγητες και στις τρεις περιπτώσεις: i. Η εξαίρεση της κύριας παρέμβασης από την ΥΑΣ είναι αλυσιτελής. Ο κυρίως παρεμβαίνων, με την από αυτόν ανάληψη της δίκης, καθίσταται νέος διάδικος, που δεν έχει λάβει μέρος στην αρχική ΥΑΣ. Θα πρέπει να δίνεται μια νέα ευκαιρία στα μέρη, ένα από τα οποία είναι «καινούργιο», με μια ΥΑΣ, που μπορεί να έχει ευτυχέστερο αποτέλεσμα από την πρώτη. ii. Άτοπη είναι και η εξαίρεση των διαφόρων στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο ή ΟΤΑ ή Ν.Π.Δ.Δ. όταν πρόκειται περί διαφορών, που πηγάζουν από σχέσεις στις οποίες το Δημόσιο κλπ δεν έχει ενεργήσει iure imperii αλλά iure gestionis και ως εκ τούτου είναι δεκτικές διαμεσολάβησης. iii. επιβάλλεται να καταργηθεί η εξαίρεση των διαφόρων, στις οποίες οι διάδικοι δικαιούνται νομικής βοήθειας. Εδώ, οι διάδικοι είναι εξ ορισμού οικονομικά αδύνατοι και, ακριβώς, για τον λόγο αυτό θα πρέπει να τους δίνεται η ευκαιρία, μέσω της υποχρεωτικής ΥΑΣ, να γνωρίσουν την Διαμεσολάβηση -έστω σε αδρές γραμμές- και να ακολουθήσουν την διαδικασίας της και να επιλύσουν την διαφορά τους με μικρότερο κόστος για όσους επωμίζονται το «ευεργέτημα πενίας» από εκείνο της δικαστικής διαδικασίας, ενώ θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι το κόστος της διαμεσολάβησης θα καλύπτεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. στο οποίο άλλωστε περιέρχονται τα ποσά των ποινών του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 182, οι οποίες, κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσουν χρήσιμο λόγο ύπαρξης. γ. Πέραν των ποινών του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 182, δόκιμο και αποτελεσματικό́ θα ήταν να προβλέπεται ότι, ακόμη και εάν κερδίσει την δίκη, στον διάδικο εκείνο -που δεν θα έχει εμφανιστεί ή που θα έχει αρνηθεί να προχωρήσει η διαδικασία της Διαμεσολάβησης- δεν θα επιδικασθεί η δικαστική του δαπάνη εάν κερδίσει στο Δικαστήριο ή ακόμη και ότι, σε ακραίες περιπτώσεις προφανούς κακοπιστίας του, θα του επιβάλλεται και η δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του, που ηττήθηκε. Το σχήμα, που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, εφαρμόζεται σε αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και ευρύτατα σε διεθνείς εμπορικές διαιτησίες. δ. Στην παράγραφο 4 Α του άρθρου 182, υπάρχει ασάφεια σχετικά με με την πρώτη φάση της διαδικασιας της ΥΑΣ . i. Εν πρώτοις, θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά εάν η σχετική διαδικασία πρέπει να αρχίσει πριν από την κατάθεση στο Δικαστήριο του ένδικου βοηθήματος ή και μετά από αυτήν, αλλά πριν την συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος. ii. Θα πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί πως επιλέγεται ο διαμεσολαβητής στον οποίο ο διάδικος, που αιτείται δικαστική προστασία, υποχρεούται να υποβάλει αίτημα προσφυγής στην διαδικασία της διαμεσολάβησης. Πρακτικά, σε εκείνη την φάση, δεν μπορεί να επιλέγεται από κοινού από τα μέρη ή ,σε περίπτωση μη συμφωνίας αυτών, από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, αφού τα μέρη δεν έχουν επικοινωνία δεδομένου ότι το αίτημα του προσφεύγοντος δεν έχει ακόμη γνωστοποιηθεί στον αντίδικο του. Στο πρώτο εδάφιο αυτής της παραγράφου, υπάρχει ένα προθύστερο σχήμα, το οποίο χρειάζεται να διευκρινιστεί, διότι δίνει την εντύπωση ότι σχετικά με την ΥΑΣ πρέπει να ενεργήσουν δυο διαμεσολαβητές . Κατά την άποψη μας, μια δόκιμη ρύθμιση του θέματος θα ήταν εκείνη που θα προέβλεπε ότι ο αιτούμενος δικαστική προστασία επιλέγει, εξ υπαρχής, τον διαμεσολαβητή, που θα διεξάγει την ΥΑΣ, από τον Κατάλογο Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης και μάλιστα από το Ειδικό Μητρώου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο περιλαμβάνει τους διαπιστευμένους διαμεσολαβητές, που έχουν έδρα στο Πρωτοδικείο του τόπου της κατοικίας ή της μόνιμης διαμονής του επιλέγοντος, με απόλυτη σειρά προτεραιότητας βάσει του αύξοντα αριθμού μητρώου, που έχουν οι διαμεσολαβητές στο ως άνω Ειδικό Μητρώο. Ο αιτούμενος δικαστική προστασία υποχρεούται να υποβάλει στον διαμεσολαβητή που ορίστηκε, κατά τα ανωτέρω, συμπληρωμένο το σχετικό ενημερωτικό έντυπο της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης. iii. Η υποχρεωτική παράσταση πληρεξουσίων δικηγόρων των μερών κατά την ΥΑΣ είναι απαραίτητη για τον ίδιο λόγο, που είναι υποχρεωτική σε περίπτωση κατά την οποία, μετά την ΥΑΣ, τα μέρη συμφωνήσουν να προχωρήσουν στην διαδικασία της διαμεσολάβηςης, δηλαδή για την ασφάλεια των συναλλαγών δεδομένου ότι ο Διαμεσολαβητής δεν είναι υποχρεωτικά νομικός. Αδικαιολόγητη είναι η εξαίρεση από την υποχρεωτική παράσταση δικηγόρων στη διαδικασία διαμεσολάβησης που αφορά στις περιπτώσεις των καταναλωτικών διαφορών και των μικροδιαφορών, όπου θα πρέπει και εκεί να προβλεφθεί ως υποχρεωτική. Κατά συνέπεια, πρέπει να τροποποιηθούν αντίστοιχα οι διατάξεις της δεύτερης υποπαράγραφου της παραγράφου 4.Α του άρθρου 182. ε. Στο τέλος του άρθρου 182 παρ. 8 προτείνουμε να προστεθεί η φράση «ούτε να επιδιώξουν την, εκ νέου, επίλυση της διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης», ώστε να είναι σαφές ότι τυχόν αποτυχία της διαμεσολάβησης, δεν απαγορεύει την εκ νέου προσπάθεια. στ. Η προβλεπόμενη δυνατότητα πραγματοποίησης της τηλεδιάσκεψης και μέσω γραφείου άλλου διαπιστευμένου διαμεσολαβητή,που προβλέπεται στην παράγραφο 4 Β του άρθρου 182 πρέπει να απαληφθει διότι ενέχει τον κίνδυνο παράβασης της υποχρέωσης εχεμύθειας, δεδομένου ότι ο άλλος αυτός διαμεσολαβητής δεν δεσμεύεται από τέτοια υποχρέωση. ζ. Η διατύπωση της παραγράφου 7 του άρθρου 182, που προβλέπει ότι: «αν συναφθεί συμφωνία υπαγωγής στην διαμεσολάβηση σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος Νόμου, ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 4 του άρθρου 182» δημιουργεί ερμηνευτικά προβλήματα διότι δεν είναι σαφές εάν αφορά κάθε συμφωνία υπαγωγής σε διαμεσολάβηση ή μόνο τέτοια συμφωνία στις περιπτώσεις διαφόρων υποχρεωτικά υπαγομένων σε ΥΑΣ, λόγω του ότι περιλαμβάνεται στο άρθρο 182, που τις αφορά. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να αφορά τις διάφορες, που υπάγονται υποχρεωτικά σε ΥΑΣ, αφού το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 182 και, κατά συνέπεια, παραπομπή σε αυτήν είναι περιττή. Συμπερασματικά, πρέπει να αφορά κάθε περίπτωση συμφωνίας περί υπαγωγής σε διαδικασία Διαμεσολάβησης οποιασδήποτε υπόθεσης δεκτικής επίλυσης με Διαμεσολάβηση, είτε υπόκειται, είτε όχι σε υποχρεωτική ΥΑΣ. Εξάλλου, πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι διαταξεις του άρθρου 183 εφαρμόζονται σε κάθε διαδικασία διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβανομένων των ΥΑΣ . Κατ’ ακολουθία, προτείνουμε η παράγραφος 7 να απαληφθεί από το άρθρο 182 και να περιληφθεί ως παράγραφος (1) στο άρθρο 183 (προσαρμοζόμενης αντίστοιχα της αρίθμησης των επόμενων διατάξεων του), με την εξής διατύπωση: «αν συναφθεί συμφωνία υπαγωγής στην διαμεσολάβηση σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος Νόμου, ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 4 του άρθρου 182 και όλων των παραγράφων του άρθρου 183». Άρθρο 8ο Η σύνθεση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης δεν είναι ορθολογική και επαναλαμβάνει λάθη προηγούμενων Νομοθετημάτων. Αποτελείται, κατά την συντριπτική πλειοψηφία των Μελών της, από προφανώς αξιόλογους επιστήμονες, αξιοσέβαστα μέλη της κοινωνίας, που κατέχουν μεγάλης βαρύτητας και σημασίας θέσεις σ’ αυτήν, που αναντίρρητα έχουν μεγάλη εμπειρίες στο γνωστικό και στο επαγγελματικό αντικείμενο τους, αλλά δεν έχουν γνώσεις για την διαμεσολάβηση τέτοιες που να μπορούν να καθορίζουν τα θέματα που την αφορούν, αλλά και εκείνα, που αφορούν τους διαμεσολαβητές. Η προϋπόθεση της «εμπειρίας ή εξειδίκευσης στην διαμεσολάβηση» είναι εντελώς αόριστη και είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει προβλήματα στην πράξη. Όλα τα μέλη της ΚΕΔ και, κυρίως, της Επιτροπής Εξετάσεων θα πρέπει να είναι εκπαιδευμένα στην διαμεσολάβηση, με τρόπο αποδεδειγμένο (πχ διαπίστευση, η οποία προϋποθέτει επιτυχία σε γραπτές και προφορικές εξετάσεις). Άλλως, θα έχομε ένα σχήμα όμοιο με εκείνο, που θα είχαμε εάν βάζαμε πυρηνικούς φυσικούς, έστω καθηγητές Πανεπιστημίου να διδάξουν Όμηρο και Αρχαία Ελληνικά ακόμη και σε Γυμνάσιο. Ας είναι Μέλη της ΚΕΔ, δικαστές, καθηγητές Πανεπιστημίου ,δικηγόροι κλπ με την αυστηρή προϋπόθεση της εκπαίδευσης και της εμπειρίας τους στην διαμεσολάβηση. Ας αυξηθούν, όμως, οι διαμεσολαβητές -Μέλη της και ας προβλεφθεί ότι στην Επιτροπή Εξετάσεων θα προεδρεύει Ανώτατος Δικαστικός Λειτουργός, αλλά ότι η πλειοψηφία των Μελών της θα είναι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές. Άρθρο 10ο Στο τέλος της δεύτερης υποπαραγράφου της παραγράφου 1 του άρθρου 188 του Νόμου 4512/2018, θα πρέπει να εξαιρεθούν από τον αποκλεισμό άσκησης του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή όσοι έχουν μεν τις ιδιότητες που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο της εν λόγω υποπαραγράφου, ασκούν, όμως σύννομα και ελευθέριο επάγγελμα, σε κάθε περίπτωση δε τα πρόσωπα, που διαπιστεύθηκαν ως διαμεσολαβητές πριν την έναρξη ισχύος της εν λόγω υποπαραγράφου. Προτείνουμε την εξής διατύπωση του εδαφίου, του οποίου εισηγούμεθα την προσθήκη: «Από την απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα πρόσωπα που νόμιμα ασκούν και ελευθέριο επάγγελμα και σε κάθε περίπτωση τα πρόσωπα που διαπιστεύθηκαν ως Διαμεσολαβητές από το Υπουργείο Δικαιοσύνης πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου» Άρθρο 11ο Στο άρθρο 194 παρ. 2, προτείνουμε να προβλεφθεί ότι η καταδίκη του μέρους που δεν προσήλθε στην ΥΑΣ στην καταβολή του ποσού των πενήντα ευρώ γίνεται «ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης», εάν ακολουθήσει δικαστική διαδικασία. Άρθρο 12ο Εντελώς αδικαιολόγητη είναι -και, κατά συνέπεια, πρέπει να καταργηθεί- η προβλεπόμενη στην παράγραφο 7 του άρθρου 198 δυνατότητα ανάθεσης της εκπαίδευσης υποψηφίων διαμεσολαβητών, στα Κέντρα Επιμόρφωσης και Διάστημα Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ) των Α.Ε.Ι., σε μη εκπαιδευμένους Εκπαιδευτές Διαμεσολαβητών (που δεν είναι ούτε καν Διαμεσολαβητές) κατά παρέκκλιση όσων προβλέπονται για την εκπαίδευση υποψηφίων Διαμεσολαβητών από τους Φορείς Εκπαίδευσης. Άρθρο 17ο Στο άρθρο 206, προβλέπεται ότι η ισχύς των διατάξεων περί διαμεσολάβησης του Σχεδίου Νόμου αρχίζει από την δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην του άρθρου 182, που τίθεται σε ισχύ την 30 Νοεμβρίου 2019.Η διατύπωση αυτή επιτρέπει να ελπίζουμε ότι η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως θα γίνει πριν από την ημερομηνία αυτή. *** Τέλος δυο παρατηρήσεις, η πρώτη σχετικά με άρθρο του Νόμου 4513/2018, που δεν περιλαμβάνεται στο υπό Δημόσια Διαβούλευση Σχέδιο Νόμου και η δεύτερη νομοτεχνικής φύσεως: Ι. Στο άρθρο 181 του Νόμου 4512/2018 που προβλέπει τους τρόπους υπαγωγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ενδείκνυται να τροποποιηθεί το εδάφιο (β) της παραγράφου (2) ως εξής: «… (β) με απόφαση του Δικαστηρίου σε κάθε στάση της δίκης, αν το Δικαστήριο το κρίνει σκόπιμο». Πράγματι, είναι αντιφατικό να πρέπει να γίνει προσφυγή στην διαμεσολάβηση με δικαστική απόφαση άλλου Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να μην μπορεί να γίνει προσφυγή στην διαμεσολάβηση με απόφαση Ελληνικού Δικαστηρίου παρά μόνο με την σύμφωνη γνώμη των μερών. ΙΙ. Πολύ πρακτικότερο -αλλά και ορθότερο- θα ήταν να περιληφθούν όλες οι περί διαμεσολάβησης διατάξεις, τόσο εκείνες του Νόμου 4512/2018, που τροποποιούνται, όσο και εκείνες που παραμένουν σε ισχύ, καθώς και όσες διατάξεις του Νόμου 3898/2010 συνάδουν με όσα νομοθετούνται, τώρα σε ενιαίο Νομοθέτημα και όχι σε Νομοθέτημα, το οποίο ρυθμίζει θέματα που δεν έχουν καμία σχέση με την διαμεσολάβηση.