• Σχόλιο του χρήστη 'Κωνσταντίνος Βαθιώτης' | 17 Οκτωβρίου 2019, 18:07

    Σε ό,τι αφορά την τροποποίηση της πρώτης παραγράφου του άρ. 405 ΠΚ, διά της οποίας σχεδιάζεται η μετατροπή σε κατ’ έγκλησιν διωκόμενο έγκλημα –εκτός της πλημμεληματικής απιστίας, η οποία διώκεται ήδη κατ’ έγκλησιν, και– της απιστίας που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 390 παρ. 1 εδ. β΄), αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση ότι: «H ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται με την κατ’ έγκληση δίωξη του πυρήνα των περιουσιακών εγκλημάτων (απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση κ.λπ.) στον ιδιωτικό τομέα και έχει την αυτή δικαιολογία [ορθώς: αιτιολογία], δηλαδή τον ατομικό χαρακτήρα των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών». Δυστυχώς, ο ατομικός χαρακτήρας των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών δεν αποτελεί αναγνωρισμένο καθοριστικό κριτήριο για την μετατροπή ενός μέχρι πρότινος αυτεπαγγέλτως διωκομένου εγκλήματος σε κατ’ έγκλησιν διωκόμενο. Αν αυτό ήταν το καθοριστικό κριτήριο, τότε θα έπρεπε όλα ανεξαιρέτως τα εγκλήματα των οποίων το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι ατομικό να διώκονται κατ’ έγκλησιν. Ούτε η εκβίαση ούτε ο βιασμός, όμως, μετατράπηκαν σε κατ’ έγκλησιν διωκόμενα εγκλήματα, παρότι το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό τους έχει αναμφισβήτητα ατομικό χαρακτήρα. Ή μήπως θα φθάσουμε μέχρι το σημείο να ισχυριστούμε ότι ακόμη και η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως θα πρέπει να διώκεται κατ’ έγκλησιν, αφού και η ζωή είναι ατομικό έννομο αγαθό; Μάλιστα, η παράλογη επιλογή να μετατραπεί, σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα, σε κατ’ έγκλησιν διωκόμενο έγκλημα ακόμη και η κακουργηματική απάτη, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση προς τις εξελιγμένες μορφές τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος με την χρήση προηγμένης τεχνολογίας. Επί παραδείγματι, η δίωξη της ηλεκτρονικής μαζικής απάτης προϋποθέτει πλέον έγκληση από εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες ξεχωριστά, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη την εξιχνίαση και την τιμώρησή της. Σε κανέναν άλλον ευρωπαϊκό Ποινικό Κώδικα από εκείνους που αποτελούν και για την Ελλάδα πρότυπο καλής νομοθέτησης (βλ. ιδίως τον γερμανικό, πρβλ. και τον ελβετικό και τον αυστριακό Ποινικό Κώδικα) δεν προβλέπεται η απάτη ή η απιστία ως κατ’ έγκλησιν διωκόμενο έγκλημα παρά μόνο κατ’ εξαίρεσιν, δηλ. είτε όταν η βλάβη είναι μικρής αξίας είτε όταν βλαπτόμενος είναι πρόσωπο συγκεκριμένης κατηγορίας, π.χ. οικείος, επίτροπος (για την απάτη βλ. άρ. 263 παρ. 4 σε συνδυασμό με άρ. 247 και 248a γερμανικού ΠΚ και για την απιστία βλ. άρ. 266 παρ. 2 γερμανικού ΠΚ – μάλιστα, και επ’ αυτού ο Έλληνας νομοθέτης κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση διά της καταργήσεως του άρθρου 378 για την υφαίρεση!). Διότι, πράγματι, αυτά είναι τα καθοριστικά κριτήρια τυποποιήσεως ενός εγκλήματος ως κατ’ έγκλησιν διωκομένου (η προστασία του θύματος από ενδεχόμενη διαπόμπευσή του είναι ένα ακόμη κριτήριο για την θέσπιση της έγκλησης ως προϋποθέσεως δίωξης) και όχι ο ατομικός χαρακτήρας του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού: τούτος αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι και επαρκή προϋπόθεση για την τυποποίηση ενός εγκλήματος ως κατ’ έγκλησιν διωκομένου. Συνακόλουθα, το υιοθετηθέν μοντέλο της κατ’ έγκλησιν δίωξης ενός κακουργήματος που προσβάλλει ατομικό έννομο αγαθό είναι κατ’ αρχήν άτοπo και άστοχo (εξαίρεση: η προειρημένη ανάγκη προστασίας του θύματος από τον κίνδυνο διαπόμπευσής του). Σημειωτέον ότι στην περί κλοπής και υπεξαιρέσεως μικρής αξίας πραγμάτων διάταξη του άρ. 248a γερμανικού ΠΚ, η οποία ισχύει αναλόγως για την απάτη και την απιστία, προβλέπεται ότι δεν απαιτείται έγκληση για την δίωξη των εν λόγω πράξεων, «όταν η διωκτική αρχή κρίνει επιβεβλημένη την αυτεπάγγελτη επέμβαση ενόψει του ιδιαίτερου δημοσίου συμφέροντος προς δίωξη» των τελεσθέντων εγκλημάτων. Συνεπώς, επί τη βάσει των προαναφερθέντων κριτηρίων, τα οποία εφαρμόζονται και στους λοιπούς ευρωπαϊκούς Κώδικες, θα πρέπει να γίνουν οι αντίστοιχες τροποποιήσεις στον νέο ΠΚ και να επανέλθουν οι ορθές ρυθμίσεις του προηγούμενου. Άλλως, ο νέος ελληνικός Ποινικός Κώδικας θα αποτελεί μια παράδοξη παραφωνία μέσα στην οικογένεια του ηπειρωτικού Δικαίου. Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης Αναπλ. Καθηγητής Ποινικού Δικαίου Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.