• Σχόλιο του χρήστη 'Α.Κ.' | 5 Σεπτεμβρίου 2020, 16:33

    Σχετικά με τις παρ. 1 και παρ. 2 της παρούσας πρότασης που αφορούν σε εκκρεμούσες αιτήσεις ρύθμισης οφειλών του ν.3869/2010, θέλω να τονίσω πως θα πρέπει να εξαιρεθούν όλες εκείνες οι υποθέσεις που είχαν λάβει δικάσιμο προ της 01/01/2016 και δεν έχουν έως σήμερα αναβληθεί με υπαιτιότητα του ενάγοντος. Υπενθυμίζω πως στον ν.4335/2015 (ΦΕΚ τ.Α' 87/23-07-2015) και δη στο άρθρο 9 με τίτλο «Μεταβατικές και άλλες διατάξεις» καθίσταται σαφές πως η εφαρμογή του δικονομικού προτύπου της νέας τακτικής διαδικασίας θα αφορά τα ένδικα βοηθήματα που ασκούνται μετά την 01/01/2016. Θεωρώ πως οποιαδήποτε άλλη σκέψη εγείρει εύλογα την αίσθηση ανασφάλειας δικαίου και φέρει σε δυσμενέστερη από πριν θέση τον ενάγοντα. Τονίζω, επίσης, πως ο ν.3869/2010 δούλεψε με την εκουσία διαδικασία. Παρακαλώ, λοιπόν, να σταθείτε στον προβληματισμό μου. Οι υποθέσεις, άλλωστε, που προέρχονται από τα έτη 2013-2014-2015 και δεν έχουν ακόμα συζητηθεί είναι σχετικά λίγες και εκτιμώ πως οι δικάσιμοί τους βρίσκονται εντός των ετών 2021-2022. Αυτές θα πρέπει να δικαστούν με τα όσα προβλέπονταν κατά το χρόνο κατάθεσης (συν τις ευεργετικές - τροποποιήσεις) και στον υπάρχον χρόνο κατάθεσης. Δε χρειάζεται επαναπροσδιορισμός. Εξάλλου, οι τότε ενάγοντες έχουν ήδη μια φορά προβεί σε επικαιροποίηση φακέλλου μέσω μιας πολύ μεγάλης ταλαιπωρίας αλλά και οικονομικού κόστους (έτος 2015 / είχε δοθεί μικρή παράταση για το 2016). Για τυχόν υποθέσεις που εκτείνονται πέραν του 2022 αλλά είναι κατατεθειμένες προ της 01/01/2016 προκρίνω να γίνει προσδιορισμός οίκοθεν από τα αρμόδια δικαστήρια. Επαναλαμβάνω, έχω την πεποίθηση πως οι Γραμματείες θα μπορούν οίκοθεν να διευθετήσουν το ζήτημα. Για όλες τις λοιπές υποθέσεις, δηλαδή όλες αυτές που κατατέθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 και που αποτελούν την πλειοψηφία θεωρώ πως η κάμψη της υποχρεωτικής προφορικότητας με την καθιέρωση της κατ’ εξαίρεση διαδικασίας εμμάρτυρης απόδειξης επιτρέπει την ένταξή τους στο νέο πρότυπο δίκης. Και εδώ, πάντως, προτρέπω το Υπουργείο Δικαιοσύνης να περιοριστεί μόνον στην ηλεκτρονική κατάθεση αιτήματος επαναπροσδιορισμού ατελώς καθώς δεν είναι υπαιτιότητα του ενάγοντος η μη απόδοση εγγύτερης ημερομηνίας δικασίμου! Στο θέμα της ηλεκτρονικής πλατφόρμας θέλω να σταθώ λέγοντας πως δε νοείται να ζητείται από τον εκάστοτε διάδικο να επανα-υποβάλλει τα έγγραφα που βρίσκονται ήδη κατατεθειμένα στο φάκελλο της δικογραφίας του και είναι προσβάσιμα στα κατά τόπους δικαστήρια. Κάτι τέτοιο φαντάζει παράλογο. Περαιτέρω για αυτά τα στοιχεία έχουν λάβει γνώση οι εναγόμενοι (πιστωτές) μέσω της αίτησης που στρέφεται κατ' αυτών. Πρέπει και πάλι να υπενθυμίσω πως για όλους τους δανειολήπτες που έχουν εκκρεμούσες υποθέσεις δεν υφίσταται φορολογικό και τραπεζικό απόρρητο. Ειδικά, μετά και από την ψήφιση του ν.4549/2018 (ΦΕΚ τ.Α' 105/14-06-2018) δεν υπάρχει τραπεζικό απόρρητο (από την 14η/09/2018!). Φορολογικό, εξάλλου, δεν υπήρχε στο ν.3869/2010 (βλ. «Ο οικονομικός έφορος υποχρεούται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.3 του ν.3869/2010, να χορηγεί σε πιστωτή του οφειλέτη, κάθε πληροφορία και στοιχείο για την περιουσιακή κατάσταση και τα εισοδήματα του οφειλέτη-φορολογούμενου, ακόμη και αν αυτά εμπίπτουν στο φορολογικό απόρρητο» / Σημείωση: Με την ΠΟΛ.1199/22.10.2012 έγινε δεκτή η γνωμοδότηση 126/2012 του ΝΣΚ) Σχετικά με την παρ.11: Πρέπει κατά την κρίση μου να ΜΗΝ υιοθετηθεί καθώς η πρόνοια του σχεδίου σύμφωνα με την οποία αν ο δανειολήπτης δεν προβεί σε επαναπροσδιορισμό της αίτησής του, τότε αυτή θεωρείται ως μη ασκηθείσα, είναι κατάφωρα και εξόφθαλμα αντισυνταγματική, αφού συνιστά ωμή παρέμβαση της νομοθετικής στη δικαιοδοτική λειτουργία. Δεν επιτρέπεται ο νομοθέτης να αποσύρει υποθέσεις που εκκρεμούν προς εκδίκαση, είτε με νομοθετική ρύθμιση είτε μέσω μίας πλατφόρμας ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, αν προηγουμένως δεν μεσολαβήσει κρίση δικαστή. Η ρύθμιση συνιστά επίσης αδικαιολόγητη τιμωρία του οφειλέτη για κάτι για το οποίο ΔΕΝ ευθύνεται. Διότι τους προσδιορισμούς των υποθέσεων τους έκανε το Κράτος, τα δικαστήρια και σαφώς όχι ο εκάστοτε δανειολήπτης. Αν παραύτα παραμείνει οφείλει να τροποποιηθεί ούτως ώστε να διαλαμβάνει υποθέσεις που κατατέθηκαν μετά την 01/01/2016. Κι εδώ, όμως, προτρέπω το Υπουργείο Δικαιοσύνης να περιοριστεί μόνον στην ηλεκτρονική κατάθεση αιτήματος επαναπροσδιορισμού ατελώς καθώς δεν είναι υπαιτιότητα του ενάγοντος η μη απόδοση εγγύτερης ημερομηνίας δικασίμου! Σχετικά με την παρ. 12: Για λόγους που εξέθεσα νωρίτερα θα πρέπει να διαλαμβάνει υποθέσεις που έχουν λάβει δικάσιμο μετά την 01/01/2016 (είναι η πλειοψηφία) και μόνον. Όμως κι εδώ ο χρόνος των 60 ημερών πρέπει να θεωρείται μικρός. Η αίσθησή μου είναι πως θα πρέπει να διπλασιαστεί (ήτοι 120), τουλάχιστον. Άλλωστε, θα προκύψει μεγάλος όγκος εργασίας για τους δικηγόρους των διαδίκων και τις Γραμματείες των δικαστηρίων χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψιν ο σοβαρός κίνδυνος από αστοχίες των πληροφοριακών συστημάτων. Σχετικά με την παρ. 13: Για λόγους που εξέθεσα νωρίτερα θα πρέπει να διαλαμβάνει υποθέσεις που έχουν λάβει δικάσιμο μετά την 01/01/2016 (είναι η πλειοψηφία) και μόνον. Ως προς το β. μπορούν να ζητούνται τα πλέον πρόσφατα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος εν είδει επικαιροποίησης μαζί με τα δύο τελευταία εκκαθαριστικά ΕΝΦΙΑ. Οποιαδήποτε σκέψη για υποχρέωση σε αναζήτηση ή και επανακατάθεση φορολογικών στοιχείων παρελθόντων ετών, που εκτείνονται μακρύτερα από τα τρία έτη από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης είναι ιδιαιτέρως προβληματική και δίνει την εντύπωση πως ο νομοθέτης δεν προσπαθεί να ρυθμίσει κατάσταση αλλά προσπαθεί να επιβάλλει ιδεολογία και άποψη, πράγμα ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ, δηλαδή προσπαθεί να επιβάλλει μια συγκεκριμένη ερμηνεία του νόμου ειδικά όσον αφορά το ζήτημα του δόλου, μια ερμηνεία που προέρχεται αποκλειστικά από τις τράπεζες, τις ίδιες τις τράπεζες που θα μπορούσαν ΗΔΗ όπου θεωρούν πως υφίσταται δόλος να προβούν σε ενστάσεις (...). Ορθώς η κα Κρεμυδά και ο κος Γεωργακόπουλος αναφέρουν πιο πριν πως «κάτι τέτοιο ακυρώνει/αντιστρέφει αυθαίρετα την έννοια της ένστασης, και όλα αυτά νομικά είναι μη επιτρεπτά». Να μην ξεχνάμε και την αλγεινή εντύπωση που δόθηκε πρόσφατα από έγκριτα δημοσιεύματα που ανέφεραν ότι υπάρχει εισήγηση – «γραμμή(;)» στη Σχολή Δικαστών όπως απορρίπτουν τις αιτήσεις των δανειοληπτών για τον ν. Κατσέλη επικαλούμενοι ότι είχαν δόλο! Δημοσιεύματα που οδήγησαν σε αίτημα σύγκλισης του Δ.Σ. της Σχολής προκειμένου να διερευνηθεί το περιεχόμενο των καταγγελιών! Ως προς την παρ. 24: Πρέπει να γίνει συγκεκριμένο. Η εισήγηση εδώ είναι έωλη. Πράγμα απαράδεκτο για κάτι τόσο σοβαρό. Και πάλι, θα πρέπει να περιοριστεί σε παρακολούθηση αιτήσεων που έχουν κατατεθεί μετά την 01/01/2016. Ως προς την παρ. 25: Όπως και με την παρ. 11 πρέπει κατά την κρίση μου να ΜΗΝ υιοθετηθεί καθώς η πρόνοια του σχεδίου σύμφωνα με την οποία αν ο δανειολήπτης δεν προβεί σε επαναπροσδιορισμό της αίτησής του, τότε αυτή θεωρείται ως μη ασκηθείσα, είναι κατάφωρα και εξόφθαλμα αντισυνταγματική, αφού συνιστά ωμή παρέμβαση της νομοθετικής στη δικαιοδοτική λειτουργία. Δεν επιτρέπεται ο νομοθέτης να αποσύρει υποθέσεις που εκκρεμούν προς εκδίκαση, είτε με νομοθετική ρύθμιση είτε μέσω μίας πλατφόρμας ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, αν προηγουμένως δεν μεσολαβήσει κρίση δικαστή. Η ρύθμιση συνιστά επίσης αδικαιολόγητη τιμωρία του οφειλέτη για κάτι για το οποίο ΔΕΝ ευθύνεται. Διότι τους προσδιορισμούς των υποθέσεων τους έκανε το Κράτος, τα δικαστήρια και σαφώς όχι ο εκάστοτε δανειολήπτης. Αν παραύτα παραμείνει οφείλει να τροποποιηθεί ούτως ώστε να διαλαμβάνει υποθέσεις που κατατέθηκαν μετά την 01/01/2016. Κι εδώ, όμως, προτρέπω το Υπουργείο Δικαιοσύνης να περιοριστεί μόνον στην ηλεκτρονική κατάθεση αιτήματος επαναπροσδιορισμού ατελώς καθώς δεν είναι υπαιτιότητα του ενάγοντος η μη απόδοση εγγύτερης ημερομηνίας δικασίμου! Ως προς την παρ. 26: Η προθεσμία είναι αδιανόητα μικρή! Πρέπει να υιοθετηθεί το χρονικό περιθώριο που τάσσει το άρθρο 518 ως αποτυπώνεται μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν από τον ν.4335/2015 (ΦΕΚ τ.Α' 87/23-07-2015), που προβλέπει ότι «Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη». Άλλωστε, είτε ο ενάγων είτε οι εναγόμενοι, αμφότεροι έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιήσουν νωρίτερα ώστε το χρονικό περιθώριο άσκησης έφεσης να ακολουθήσει. Ανακεφαλαιώνοντας, η ρύθμιση επαναπροσδιορισμού πρέπει να περιοριστεί σε υποθέσεις που κατατέθηκαν μετά την 01/01/2016. Πρέπει να ακολουθείται από ικανό χρονικό περιθώριο, τουλάχιστον 120 ημερών. Η αίτηση μπορεί να γίνεται ηλεκτρονικά και ΑΤΕΛΩΣ. Τα μόνα συμπληρωματικά στοιχεία που δύναται να κατατίθενται να είναι τα δύο πιο πρόσφατα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ (καθώς για σχεδόν όλα τα υπόλοιπα υφίστανται φάκελοι που τα περιλαμβάνουν στα δικαστήρια και είναι σε γνώση των πιστωτών που άλλωστε, έχουν πρόσβαση στα φορολογικά και τραπεζικά δεδομένα των δανειοληπτών). Για τις προτάσεις θα πρέπει, επιπλέον, να δίδεται χρονικό περιθώριο τουλάχιστον 120 ημερών. Για τις εφέσεις θα πρέπει να εφαρμόζεται ο Κ.Πολ.Δικ. και δη το άρθρο 518 (μέγιστο περιθώριο 2 έτη). Για τις υποθέσεις που έχουν κατατεθεί προ της 01/01/2016 και δικάζονται μέχρι και το τέλος του 2022 να μην προβλέπεται το παραμικρό. Ας συνεχίσουν με την υπάρχουσα ημερομηνία (έχουν εξάλλου επικαιροποιηθεί). Με δεδομένο, μάλιστα, πως οι πιστωτές έχουν πρόσβαση στα φορολογικά και τραπεζικά στοιχεία τους αλλά και τη δυνατότητα να διακόψουν την προσωρινή προστασία δε βλέπω κανέναν λόγο παρέμβασης. Για τις υποθέσεις που έχουν κατατεθεί προ της 01/01/2016 και δικάζονται μετά την 01/01/2023 θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα να έλθουν εγγύτερα με οίκοθεν παρέμβαση αλλά σε καμία περίπτωση με υποχρέωση κατάθεσης επαναπροσδιορισμού εκ μέρους του ενάγοντος. Το νέο νομοθέτημα να έχει εφαρμογή από την 01/01/2020 ώστε οι διάδικοι (δικηγόροι/πιστωτικά ιδρύματα/δανειολήπτες) έχουν ένα έξτρα μικρό χρόνο να προετοιμαστούν. Σε κάθε περίπτωση, να μην ξεχνάμε πως αρκετά μέλη της Επιτροπής που συστάθηκε με την ΥΑ 93724/φ.335/19.12.2019 ομιλούσαν περί διετούς, κατ΄ελάχιστον, χρονικής μεταβατικής διορίας.