• Σχόλιο του χρήστη 'Κωνσταντίνος Καρλής' | 5 Σεπτεμβρίου 2020, 17:21

    Είναι απολύτως κατανοητός ο σκοπός της προτεινόμενης διάταξης για επιτάχυνση της συζήτησης των εκκρεμών υποθέσεων για ορισμένες από τις οποίες έχει προσδιορισθεί δικάσιμος ακόμη και για το 2029. Δεν είναι βέβαιο όμως ότι λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα των ειρηνοδικείων να επαναπροσδιορίσουν την συζήτηση σε συντομότερο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι οι υποθέσεις αυτές δεν είναι οι μόνες που εκκρεμούν ενώπιον τους. Η διάταξη εισάγει αρκετές περιπτώσεις απαραδέκτου (ιδίως της παρ.10-11), οι οποίες εφόσον αφορούν εκκρεμείς υποθέσεις συνιστούν ανεπίτρεπτη παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στην δικαστική εξουσία. Όπως συμβαίνει πολλές φορές η ρύθμιση είναι οριζόντια. Σε περιπτώσεις αιτήσεων που έχουν υποβληθεί και έχει ορισθεί δικάσιμος εντός του 2020 (μετά την έναρξη ισχύος του προτεινόμενου νόμου) ή εντός του 2021 πόσες πιθανότητες υπάρχουν να προσδιορισθεί δικάσιμος νωρίτερα; Λογικά αυτές οι υποθέσεις θα πρέπει να εξαιρεθούν αλλά δεν είναι δυνατόν να ισχύσει η περίπτωση κ’ της παρ. 6 εφόσον το δικαστήριο θα έχει ορίσει, με την απόφαση επί της αναβολής, δικάσιμο. Με την αίτηση επανασυζήτησης θα ορισθεί άλλη συντομότερη; Για τις περιπτώσεις ματαίωσης είναι δυνατή η εφαρμογή της περ. κ’ της παρ. 6. Η παρ. 12 είναι ατυχής. Η κατάθεση των προτάσεων και των λοιπών εγγράφων εντός 60 ημερών από την κατάθεση της αίτησης δεν έχει νόημα. Η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων και λοιπών στοιχείων πρέπει να συνδέεται με την συζήτηση γιατί έως τότε τα οικονομικά δεδομένα του οφειλέτη θα έχουν μεταβληθεί. Σε περίπτωση αίτησης που είχε αρχικά προσδιορισθεί για το 2029 και η αίτηση υποβάλλεται το 2020 αλλά η συζήτηση προσδιορίζεται για το 2022 τι νόημα έχει η υποβολή προτάσεων και στοιχείων εντός του 2020 ή των αρχών του 2021; Ούτως ή άλλως δεν θίγεται η διάταξη που προβλέπει επικαιροποίηση των στοιχείων. Και δεν φαίνεται να προβλέπεται η υποβολή προτάσεων και στοιχείων κατά την συζήτηση. Η διάταξη της περ. (β) της παρ. 13 είναι ατυχής και ανεφάρμοστη πρακτικά, εκτός σπανίων εξαιρέσεων. Κυρίως επί στεγαστικών δανείων διαρκείας 20-30 ετών αποκλείεται ο οφειλέτης να έχει διατηρήσει στοιχεία επί τόσα έτη. Ούτε η φορολογική διοίκηση έχει τόσο παλαιά στοιχεία. Και δεν υπάρχει υποχρέωση στην διάταξη να τα χορηγήσει η φορολογική διοίκηση. Για παράδειγμα εάν έχει ληφθεί στεγαστικό δάνειο το 2004 και η αίτηση υποβλήθηκε το 2018 αποκλείεται ο οφειλέτης να διατηρεί στοιχεία για τα έτη 2001-2003. Και εάν κατά τον χρόνο του δανείου τα εισοδήματα του δεν επαρκούσαν για την αποπληρωμή, η χορήγηση είναι ευθύνη της τράπεζας και εμμέσως μετατρέπεται σε ευθύνη του οφειλέτη. Εκτός εάν ο σκοπός είναι η δημιουργία απαραδέκτου και η εφαρμογή του προτεινόμενου νέου «πτωχευτικού κώδικα» με άγνωστα αποτελέσματα. Τέλος η διάταξη προβλέπει την χρήση ηλεκτρονικής πλατφόρμας η οποία είναι άγνωστο αν υπάρχει ή είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εντός της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων.