• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΛΕΝΗ ΑΛΕΠΟΥ' | 24 Μαρτίου 2021, 22:26

    Με γνώμονα το συμφέρον των παιδιών Εν όψει της ψήφισης του νόμου για την συνεπιμέλεια και ιδιαιτέρως για την πρόθεση του νομοθέτη να θεσμοθετηθεί η ύπαρξη διπλής ζωής στην ανατροφή των ανηλίκων παιδιών θα θέλαμε να παραθέσουμε μια σειρά από νευραλγικά σημεία για το αντίθετο. Και αρχικά αναφέρουμε το γνωστό θέμα με τη σχέση της μητέρας και παιδιού πόσο είναι σημαντική και αποτελεί ένα θέμα πολυδιάστατο και πολυσύνθετο καθώς και αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημών όπως είναι η βιολογία, η ψυχιατρική, η ψυχολογία, η νευροφυσιολογία και άλλες. Οι διάφορες προσεγγίσεις στο θέμα, από αυτήν περί του δεσμού μητέρας- παιδιού, που ασχολείται με την μοναδικότητα αυτής της σχέσης για το μεγάλωμα του παιδιού αλλά και για την ομαλή εξελικτική του πορεία, έως την θεωρία της προσκόλλησης και του αποχωρισμού, στηριζόμενες και σε βιολογικά και νευροβιολογικά επιστημονικά δεδομένα( π.χ. για την ψυχοβιολογική σύνδεση του εμβρύου με την μητέρα, και αργότερα για την σύνδεση του βρέφους με την τροφό κ.λ.π.,) τείνουν να συμφωνούν στο ότι μεταξύ της μητέρας και του παιδιού δημιουργούνται καθοριστικές επιδράσεις για την ζωή του τελευταίου, έτσι ώστε να προκύπτει μία απαραίτητη καθημερινή συναναστροφή, η έλλειψη της οποίας στην παιδική κυρίως ηλικία να επιφέρει μη επιθυμητές συνέπειες για την ανάπτυξη του και την ισορροπία του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πατέρας δεν διαδραματίζει πολύ σοβαρό ρόλο στην ζωή του παιδιού του αλλά εκ των πραγμάτων η φύση, του έχει δώσει συγκεκριμένο βιολογικό και ψυχοκοινωνικό ρόλο. Το προβάδισμα σε ζωτικά θέματα το έχει η μητέρα. Αν λείπει παραδείγματος χάριν η μητέρα από την ζωή του νεογέννητου ο πατέρας θα πρέπει να βρει τεχνητό η ξένο μαστό για να το θρέψει. Αν το βρέφος προλάβει και ζήσει π.χ 40 ημέρες στην αγκαλιά της μητέρας του μαζί με τους εννέα μήνες στον αμνιακό σάκο, ο αναγκαστικός αποχωρισμός σε τακτά χρονικά διαστήματα μπορεί να βιώνεται ως απώλεια της μητρικής αγάπης και της ασφάλειας που απορρέει από αυτήν και μπορεί να τραυματίσει το παιδί. Βασιζόμενοι στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία για την αναγκαιότητα ύπαρξης ποιοτικών συνθηκών στη ψυχοκοινωνική ανάπτυξη ενός παιδιού, πιστεύουμε ότι σε περίπτωση διαζυγίου τα ανήλικα παιδιά πρέπει να παραμένουν κοντά στην μητέρα, ώστε να αποφεύγουμε την εμφάνιση του άγχους αποχωρισμού, ανασφάλειας, βίαιης απομάκρυνσης των παιδιών από το άτομο που είναι ψυχοβιολογικά συνδεδεμένο μαζί τους. Αν ρίξουμε μία ματιά στην βιβλιογραφία θα διαπιστώσουμε ευθύς αμέσως ότι η διαδραματίση του μητρικού ρόλου είναι δύσκολη υπόθεση, ότι όλη η ανθρωπότητα είναι επηρεασμένη από αυτόν και ότι δυστυχώς τέλεια μητέρα δεν υπάρχει. Δυστυχώς όμως και την πιο κακή μητέρα δεν μπορεί να αντικαταστήσει άλλος στα πρώτα χρόνια της ζωής. Εξάλλου η οικογενειακή εστία είναι εκεί όπου υπάρχει μητέρα. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι οι γονείς που χωρίζουν πρέπει να ενισχύονται από τον νόμο να εξασφαλίζουν στα παιδιά τους, την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη, την αποφυγή της βίαιης αλλαγής των συνθηκών διαβίωσης των παιδιών, την εξασφάλιση της συνέχειας της προηγουμένης γονικής εικόνας (ως δυάδας). Το μέλημα τους δεν πρέπει να είναι πως θα θέσουν την ζωή των παιδιών, στην πρακτική του διαχωρισμού και της διάσπασης αλλά της ενότητας και της σύνδεσης. Και αυτό θα επιτευχθεί με την βοήθεια του νόμου . Η πρόταση μας εντέλει είναι να φροντίσει ο νόμος, ώστε τα ανήλικα να παραμένουν με την μητέρα για λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, αλλά και να κατευθύνει το πρώην ζευγάρι στην αναγκαστική επικοινωνία και συναπόφαση για τα θέματα των παιδιών όπως και για την απαραίτητη συνεργασία των γονέων για τα καθημερινά θέματα. Στην περίπτωση που αδυνατούν να επικοινωνήσουν οι δυο γονείς υπάρχουν διαδικασίες (πχ συμβουλευτική γονέων και follow up των οικογενειών για όσο χρειαστεί) που θα υποβοηθήσουν την εναρμόνιση των σχέσεων στην οικογένεια αποφεύγοντας με μεθοδικό τρόπο και με την βοήθεια του νόμου την αύξηση του χάσματος που δημιουργείται ούτως ή άλλως με το διαζύγιο. Η νομοθεσία είναι πολύ χρήσιμη, για να στηρίξει την αντίληψη ότι ο κάθε γονέας δεν επιτρέπεται να ενεργεί «κατά το δοκούν». Ότι δεν ωφελεί να ακολουθεί μία μοναχική πορεία για το μεγάλωμα των παιδιών, μιας που το διαζύγιο στην ουσία δεν δημιουργεί μονογονεϊκές οικογένειες. Στην περίπτωση που ζουν και οι δύο γονείς είναι απαραίτητο να αποφεύγουν τον τραυματισμό, τον κατακερματισμό και την ψυχική αναστάτωση του παιδιού, με το να το αναγκάζουν να έχει δυο σπίτια και δύο ζωές προς χάριν εγωιστικών ή άλλων προθέσεων. Είναι διαφορετικό να ξέρει το παιδί ότι έχει το δωμάτιο του στο σπίτι του πατέρα του, όταν τον επισκέπτεται και διαφορετικό να ζει με δύο οικογενειακές εστίες και ίσως να υπομένει αναγκαστική παραμονή σε ένα χώρο που μπορεί να μην περνάει καλά ή που μπορεί να μην βλέπει καν τον πατέρα του επειδή εκείνος εργάζεται πολλές ώρες και το παιδί μένει με τους παππούδες. Και όσον αφορά στην ισότητα των δύο φύλλων, ξέρουμε όλοι και εμείς οι απλοί πολίτες ότι ισότητα δεν σημαίνει ομοιότητα ή εξομοίωση. Ο Πατέρας έχει δικαίωμα στο μεγάλωμα του παιδιού του, έχει δικαίωμα να έχει σχέση, να διεκδικεί την αγάπη του αλλά αν αγαπάει πραγματικά το παιδί του δεν δικαιολογείται να θέλει να το χωρίζει στα δύο δηλαδή μία εβδομάδα στο σπίτι της μητέρας και μία εβδομάδα στο σπίτι του πατέρα, και άλλα να πράττει ο ένας γονέας στο σπίτι του και άλλα να πράττει ο άλλος στο δικό του σπίτι και το παιδί στη μέση. Από την επαγγελματική μας εμπειρία έχουμε διαπιστώσει ότι ο νόμος μπορεί να προστατέψει τους πατεράδες από τις άκαμπτες ή ακατάλληλες για συνεννόηση μητέρες με παρεμβάσεις εξατομικευμένες. Αυτή νομίζουμε ότι είναι μια καλή πρακτική που προστατεύει τα παιδιά δηλαδή ο νόμος να δίνει την ευελιξία στους λειτουργούς του, ώστε να εντοπίσουν το συμφέρον του παιδιού εξατομικευμένα. - Η εξατομίκευση των υποθέσεων, - η ιδιαίτερη μεταχείριση ανάλογα με τις ανάγκες των παιδιών και της οικογένειας, - η αξιοποίηση υπηρεσιών υγείας (διότι η προστασία των παιδιών δεν εξαρτάται από την απλή εφαρμογή νόμων αλλά και από τις υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης) - η μη αποδοχή της διατροφής , ως μείζον θέμα για το νόμο, σε αυτήν την υπόθεση της προστασίας των ανηλίκων τέκνων, μπορεί να βοηθήσουν προς βελτίωση αυτής της προσπάθειας. Όλα τα παραπάνω συγκλίνουν εύλογα στο γεγονός ότι καμία υπόθεση διαζυγίου γονέων με ανήλικα παιδιά δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιείται μέσω ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, μαζικά και οι γονείς να αντιμετωπίζονται συλλήβδην ως αδικούντες ή αδικούμενοι συνολικά και όχι ως υπόχρεοι να δρουν για το συμφέρον των παιδιών τους πρωτίστως και δευτερευόντως για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους . Τέλος πιστεύουμε ότι καμιά υπόθεση προστασίας ανηλίκων δεν ισχύει χωρίς να τίθεται πρώτα το συμφέρον του παιδιού και κατόπιν των ενηλίκων.