• Σχόλιο του χρήστη 'O. T.' | 1 Μαρτίου 2011, 23:57

    Θεωρώ πως το παρόν νομοσχέδιο είναι αντίθετο στην ελευθερία της έκφρασης, με την οποία έρχεται σε ευθεία αντίθεση και όχι σε "οιονεί" σύγκρουση. Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα εφ' όσον δεν προσβάλλει την προσωπικότητα των άλλων. Σε αυτό αποσκοπούν οι διατάξεις του ποινικού κώδικα και όχι στην προστασία ομάδων, αλλά ατόμων. Όταν δηλαδή κάποιος εξυβρίζει ή συκοφαντεί ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όταν η προσβολή είναι εξατομικευμένη. Αυτή σαφώς και πρέπει να απαγορεύεται, εφόσον δεν γίνεται στα πλαίσια του πολιτικού διαλόγου και δεν υπερβαίνει το αποδεκτό μέτρο. Δηλαδή, ανάμεσα στα δύο αυτά αγαθά, την προσωπικότητα και την ελευθερία υπάρχει όντως σύγκρουση. Οι φραστικές εκφράσεις που εκτοξεύονται στον δημόσιο λόγο πρέπει να γίνονται ανεκτές από μια φιλελεύθερη δημοκρατία και όχι να περιορίζονται ή να ποινικοποιούνται, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέραμε παραπάνω. Επομέως λετικές "επιθέσεις" που δεν στρέφονται κατά εξατομικευμένων προσώπων πρέπει να γίνονται ανεκτές. Αυτό αφενώς γιατί έτσι περιορίζονται τα δικαιώματα των "ρατσιστών", "ξενόφοβων" οι οποίοι δικαίως θα μπορούν να διαμαρτύρονται καθώς στερούνται μία έκφανση του θεμελιωδέστερου δικαιώματος επειδή ζούμε σε μία "αντιρατσιστική" κοινωνία(ενώ παλιότερα ο αντιεθνικιστικός λόγος ποινικοποιούταν), αφετέρου γιατί η προστασία χρειάζεται στις περιπτώσεις εκείνες που ο λόγος γίνεται ακραίος όπως δηλαδή γίνεται ανεκτός από πολιτικές ομάδες που καλούν σε βία ανατροπή του καθεστώτος, σε απαγχονισμό των πολιτικών, σε κάψιμο τραπεζών κλπ. Αυτόν τον λόγο γιατί δεν τον απαγορεύετε παρ'ότι επανειλλημένα έχουν κάει τράπεζες(έχει συντελεσθεί δηλαδή ο αιτιακός σύνδεσμος που υποτίθεται υφίσταται ανάμεσα στον λόγο και την πράξη); Και θα έχει δίκιο καθώς η πολιτική απαγόρευσης του hate speech είναι αντίθετη στην ιδέα ισότητας των πολιτικών απόψεων και των ατόμων που τις εκφέρουν που γίνονται ανεκτές(χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και αποδεκτές). Αν πράγματι υφίστατο τέτοιος σύνδεσμος μεταξύ λέξεων και πράξεων τότε θα έπρεπε να απαγορευτεί σχεδόν τελείως η ελευθερία της έκφρασης. Αν όμως δεν ισχύει, τότε θα οφείλουμε νομιμοποιούμε οποιαδήποτε έκφραση, εφόσον δεν στρέφεται κατά προσώπου. Εννοείται πως τα ίδια και ακόμη περισσότερο ισχύουν για τις περιπτώσεις άρνησης γενοκτονιών που δεν υπάρχει καν "θύμα", αλλά απλά και μόνο ποινικοποείεται η σκέψη και η πεποίθηση κάποιου. Είναι σημαντικό να είναι νόμιμος για να μπορεί να αντικρουσθεί αποτελεσματικά και όχι να κινείται στην παρανομία όπου θα μπορεί να απαντά από αφενώς μειονεκτική θέση, λόγω της ποινικοποιήσης του, αλλά και από πλεονεκτική καθώς πλεόν θα κινείται στα όρια του εξωσυστημικού με αποτέλεσμα οι εκφέροντές τον, ήδη να έχουν αγιοποιηθεί στα μάτια των ομοφρονούντων τους επειδή δεν αντιμετωπίζονται ως ίσοι από το πολιτικό και νομικό μας σύστημα. Με το να θεωρούμε ότι η απαγόρευσή του θα μειώσει τον ρατσισμό πράττουμε στρουθοκαμηλιστικά. Η πραγματικότητα είναι όμως πιο σύνθετη και απαιτεί από αυτούς που είναι αντίθετοι στον ρατσιστικό λόγο να απαντάνε πειστικά σε αυτόν, να τον ξεγυμνώνουν και να φανερώνουν τον αντιανθρωπικό του χαρακτήρα. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει η δικαστική εξουσία αλλά ο δημοκρατικός διάλογος, που είναι γνήσια έκφραση των πολιτών, που καλούνται να αποδείξουν την πίστη τους στις ανθρωπιστικές αξίες, εχθρός των οποίων είναι ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία. Στον πυρήνα όμως αυτών των αξιών βρίσκεται η ελευθερία, που σημαίνει ότι πρέπει να διαφυλάττεται ισάξια η ελευθερία του ρατσιστή και του αντιρατσιστή και όχι να προβαίνουμε σε διαφορετικές σταθμίσεις λόγω των απόψεων κάποιου.