• Σχόλιο του χρήστη 'Νικολέττα Ζωίδου' | 1 Απριλίου 2021, 14:32

    Ο θεσμός της διαμεσολάβησης στις οικογενειακές διαφορές και μάλιστα της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, έχει ήδη θεσπιστεί με το ΝΟΜΟ 4640/2019 (ΦΕΚ Α' 190/30.11.2019). Σε κάθε περίπτωση αποτελεί υποχρέωση μέχρι σήμερα τόσο των δικαστικών συμπαραστατών των διαδίκων όσο και των δικαστών η προσπάθεια για εξωδικαστική επίλυση των οικογενειακών διαφορών και για το λόγο αυτό, πολύ συχνά τα μέρη οδηγούνται σε συναινετικό διαζύγιο. Η προσφυγή στη διαμεσολάβηση που θεσπίζει το νέο άρθρο 1512 ΑΚ δεν έχει να προσφέρει τίποτε παραπάνω στην δικηγορική και δικαστηριακή πρακτική, παρά μόνο να δημιουργήσει εντυπώσεις για το δήθεν συναινετικό πνεύμα επίλυσης των διαφορών που διέπει το νέο νομοσχέδιο, προλειαίνοντας το έδαφος για το επόμενο άρθρο, που μόνο κατ’ επίφαση εξυπηρετεί το αληθινό συμφέρον του παιδιού, προσθέτοντας περισσότερη δικαστηριακή ύλη και αντιδικία στα ήδη συγκρουσιακά διαζύγια. Είναι άξιο απορίας, γιατί ο Νομοθέτης δεν αναζητά τις δομές εκείνες, στελεχωμένες με έμπειρους κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους, οι οποίες ήδη υπάρχουν νομοθετημένες με τον νόμο 2447/1996. Ο τελευταίος προβλέπει την ίδρυση σώματος οικογενειακών κοινωνικών λειτουργών και τη στελέχωση και από άλλους επαγγελματίες όπως παιδοψυχίατρους ,ψυχολόγους κλπ. Ο/Η διαμεσολαβητής/τρια δεν μπορεί να κάνει ουσιαστική έρευνα ως προς το περιβάλλον του ενός και του άλλου γονιού, σε σχέση πάντα με το συγκεκριμένο αντικείμενο της δίκης, για να καταλήξει εν τέλει με γνώση και στοιχεία σωστά η εκτίμηση στο δικαστήριο για το τι είναι καλύτερα για το παιδί. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να γίνει, κατανοητό, ότι η διαμεσολάβηση κοστίζει τόσο σε χρόνο όσο και σε χρήμα. Δεν έρχεται να αντικαταστήσει προφανώς το/την φυσικό/ή δικαστή/ρια, πράγμα το οποίο είναι ούτως ή άλλως αδύνατο, έρχεται απλά θα θεσπίσει έξτρα εμπόδια και προσχώματα στον γονέα που θέλει να αξιώσει από τη δικαιοσύνη μια δίκαιη και ορθή προς το συμφέρον του τέκνου λύση. Με τη παρούσα αλλαγή του εν λόγω άρθρου, ο γονέας που για οποιοδήποτε λόγο κρίνει ότι η υπόθεση σχετικά με το τέκνο του και τον άλλο γονέα έχει βρεθεί σε τέλμα και χρήζει διευθέτησης από τους θεσμούς της πολιτείας, αναγκάζεται πλέον να ανεύρει διαμεσολαβητή/τρια, να τον/την προπληρώσει, να παραστεί αυτοπροσώπως σε μια άνευ ουσιαστικής σκοπιμότητας συνάντηση (η οποία θα μπορούσε να έχει λάβει χώρα και χωρίς την υπόδειξη του εν λόγω νομοθετήματος…), αδιαφόρως φυσικά του εάν ο άλλος γονέας έχει όντως πρόθεση και επιθυμία να παρευρεθεί κι αυτός και αφού ολοκληρωθούν όλες οι ανωτέρω διαδικασίες, τότε αποδίδεται πλέον από το νομοθέτη η «πολυτέλεια» να κριθεί η υπόθεση του πολίτη από την ελληνική δικαιοσύνη. Πέραν αυτού, καθίσταται προβληματική, άνευ ετέρου τινός, ακόμη και εκ της γραμματικής ερμηνείας η φράση του νέου άρθρου «εάν είναι απαραίτητο», ενώ λίγο νωρίτερα αναφέρει «υποχρεούνται». Σε κανένα σημείο δεν εξειδικεύεται ΠΟΤΕ θα κρίνεται αυτό απαραίτητο, από ΠΟΙΟΝ και μια ΠΟΙΑ κριτήρια. Είναι απαράδεκτο ένα νομοθέτημα επεξεργασίας τόσων χρόνων και το οποίο ορίζει τη ζωή των ανήλικων τέκνων της χώρας, να φτάνει στο σημείο να αφήνει τέτοια ρυθμιστικά και νομικά κενά, έρμαια στην ερμηνευτική εκδοχή που θα επιλέξει ο καθένας με κίνδυνο τελικά το ίδιο το συμφέρον του τέκνου.