• Σχόλιο του χρήστη 'NΙΚΟΛΑΟΣ ΒΟΚΑΣ' | 25 Σεπτεμβρίου 2011, 00:53

    Στο πλαίσιο της ενεργούμενης Δημόσιας Διαβούλευσης, θεωρώ χρέος μου να προβώ στις παρακάτω επισημάνσεις, ώστε το νομοθετικό σώμα, κατά την αξιολόγηση του παρόντος άρθρου, να έχει πλήρη επίγνωση των επιπτώσεών του στην απονομή της Δικαιοσύνης. Κατ΄ αρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την επισκόπηση του συνόλου των διατάξεων του παρόντος σχεδίου νόμου περί ναρκωτικών, γίνεται σαφώς αντιληπτή η τριπλή νομοθετική επιλογή, πρώτον να αντιμετωπιστεί ο εξαρτημένος χρήστης ναρκωτικών ουσιών ως «ασθενής», δεύτερον να υπάρξει διάκριση στην ποινική αντιμετώπιση των διαφόρων εγκληματικών συμπεριφορών διακίνησης τέτοιων ουσιών και τρίτον να δημιουργηθεί ένα αρραγές αυστηρό πλαίσιο ποινικής μεταχείρισης εκείνων που εμπορεύονται τις ουσίες αυτές, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. Τον τελευταίο αυτό στόχο καλείται να υπηρετήσει η παρούσα διάταξη, η οποία αποτελεί το βαρύ οπλοστάσιο της Πολιτείας, για την καταστολή του εν λόγω εξόχως αντικοινωνικού φαινομένου. Προτού όμως την αξιολόγηση της παρούσας διάταξης, θα πρέπει να γίνει σύντομη αναφορά των προβλημάτων του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος. Ο νομοθέτης, ήδη με τον αρχικό ν. 1729/83, θέλοντας να πατάξει όσους διαβιούσαν παρασιτικά στις παρυφές της κοινωνίας, διακινώντας συστηματικά σε αποδιοργανωμένους ψυχικά ανθρώπους ναρκωτικές ουσίες, με σκοπό τον πορισμό μόνιμου και σταθερού εισοδήματος (κατ΄ επάγγελμα δράστες), τους επεφύλαξε την αυστηρότερη δυνατή ποινική μεταχείριση, η οποία μπορούσε να φθάσει μέχρι την ισόβια κάθειρξη. Ωστόσο, η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης συνάντησε σοβαρές δυσκολίες, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 στ΄ του ΠΚ, για να θεμελιωθεί η έννοια του «κατ΄ επάγγελμα δράστη», θα έπρεπε πρωτίστως να αποδειχθεί ο σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, είτε μέσω της επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, είτε από την υποδομή που είχε ο ίδιος διαμορφώσει. Τούτο δε ήταν πραγματικά εξαιρετικά δυσχερές, καθώς είναι προφανές ότι οι διωκτικές αρχές ήταν αδύνατο να αποδείξουν το σύνολο της εγκληματικής δράσης των προσώπων αυτών. Για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης, σε προηγούμενη παρέμβασή του, με το νόμο 3727/08 (άρθρο 10), προσπάθησε να προσεγγίσει την «κατ΄ επάγγελμα» δράση, μέσω ενός άλλου κριτηρίου, της «ιδιαίτερα μεγάλης» ποσότητας των διακινούμενων ουσιών. Θεωρώντας δηλαδή ότι η διακίνηση ιδιαίτερα μεγάλων ποσοτήτων λαμβάνει χαρακτηριστικά επαγγελματικής δράσης με σαφή προσανατολισμό τον πορισμό εισοδήματος, επεφύλαξε την ίδια ποινική μεταχείριση, εκτός από τους «κατ΄ επάγγελμα» δράστες (υπό την έννοια που προαναφέρθηκε), και σ΄ εκείνους που διακινούν, έστω και μια φορά, «ιδιαίτερα μεγάλες ποσότητες» ναρκωτικών ουσιών. Η διάταξη αυτή, τιθέμενη ως αυτόνομη περίπτωση διακεκριμένου εγκλήματος στο νόμο περί ναρκωτικών (άρθρο 23Α), είχε σα συνέπεια την άμεση και εκτεταμένη εφαρμογή της, καθώς απάλλασσε τις διωκτικές αρχές από το βάρος να αποδείξουν, πέραν της κατασχεθείσης ποσότητας, ότι ο δράστης είχε προβεί στο παρελθόν, κατ΄ επανάληψη, σε τέτοιες ενέργειες ή ότι είχε διαμορφώσει τέτοια υποδομή, ώστε να προκύπτει ο σκοπός του για τον πορισμό εισοδήματος. Παρά την προσπάθεια αυτή, το πρόβλημα δεν επιλύθηκε αξιόπιστα, καθώς η εισαγωγή σ΄ ένα τόσο σοβαρό έγκλημα μιας αόριστης έννοιας, όπως είναι η «ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα», δημιούργησε ανασφάλεια δικαίου, αφού η αξιολόγηση του τι είναι «ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα», κρινόταν κάθε φορά με υποκειμενικά, κατά βάση, κριτήρια. Πέραν όμως της αδυναμίας αυτής της εν λόγω διάταξης, η πρόθεση του νομοθέτη να τιμωρήσει παραδειγματικά τους κατ΄ επάγγελμα διακινητές ναρκωτικών ουσιών σκόνταψε στη δυνατότητα που αναγνωρίστηκε στο πρόσωπο των δραστών αυτών να επικαλούνται τη συνδρομή της τυχόν τοξικοεξάρτησής τους, ως de facto ελαφρυντικής περίστασης. Έτσι, πολλοί «έμποροι» ναρκωτικών ουσιών, εκμεταλλευόμενοι, το γεγονός ότι ήταν χρήστες τέτοιων ουσιών (ακόμη και ήπιας δραστικότητας – όπως π.χ. το χασίς), την πραγματική αδυναμία της Πολιτείας να ελέγξει το βαθμό της εξάρτησής τους, αλλά και τη νομική αδυναμία του Δικαστηρίου να επιμετρήσει την επίπτωση της εξάρτησης στην τέλεση των πράξεών τους, πρόβαλαν κατά την εκδίκαση των υποθέσεών του με επιτυχία τον ισχυρισμό αυτό και σε σύντομο διάστημα εξήρχοντο από τις φυλακές, συνεχίζοντας την εγκληματική τους δραστηριότητα. Μετά από τις παραπάνω αναγκαίες επισημάνσεις, τίθεται το ερώτημα, εάν η προκείμενη διάταξη του σχεδίου νόμου, αποκαθιστά τις παραπάνω στρεβλώσεις και υπηρετεί την προρρηθείσα επιλογή του νομοθέτη. Κατ΄ αρχάς, ως θετική εξέλιξη θα πρέπει να χαιρετισθεί η αποσύνδεση της εξάρτησης του δράστη από τις ιδιαίτερα διακεκριμένες πράξεις του άρθρου 23 του νόμου περί ναρκωτικών. Έτσι, πλέον, το γεγονός της εξάρτησης δραστών τέτοιων πράξεων δεν τους οδηγεί σε μια a priori και de facto ευνοϊκή μεταχείριση, όπως συμβαίνει με τους άλλους τοξικοεξαρτημένους (μη εμπόρους) διακινητές ναρκωτικών ουσιών, αλλά, για να τύχουν ελαφρυντικής περίστασης, θα πρέπει – κατά τους γενικούς κανόνες - να αποδείξουν ότι κατά την τέλεση της πράξης, συνεπεία της εξάρτησής τους στις ναρκωτικές ουσίες, είχαν περιέλθει σε τέτοια ψυχική κατάσταση, ώστε είχε μειωθεί σημαντικά η ικανότητά τους προς καταλογισμό. Η στάση αυτή του νομοθέτη είναι απολύτως εύλογη, καθώς εκείνος που διενεργεί οποιαδήποτε από τις μορφές διακίνησης με σκοπό το βιοπορισμό του, κατά κανόνα, έχει πλήρη επίγνωση των συνεπειών της πράξης του. Και τούτο διότι μια τέτοια, εκτός νόμου, δράση με στόχευση το κέρδος προϋποθέτει αυξημένα αντανακλαστικά και τη λήψη κατάλληλων μέτρων προφύλαξης, προκειμένου ο δράστης να αποφύγει τις αυστηρές συνέπειες του νόμου, σε αντίθεση με τον εξαρτημένο δράστη, ο οποίος, ενδιαφερόμενος σχεδόν αποκλειστικά για το πως θα εξασφαλίσει τη δόση του, δε θέτει τον εαυτό του σε κατάσταση πνευματικής εγρήγορσης, τα μέτρα προφύλαξης που λαμβάνει είναι είτε ανύπαρκτα, είτε ερασιτεχνικά και για το λόγο αυτό ευκόλως γίνεται αντιληπτός και συλλαμβάνεται. Πέραν όμως της προαναφερθείσης θετικής εξέλιξης, πιστεύω ότι η νέα διατύπωση της διάταξης του άρθρου 23 στ΄ με ταυτόχρονη κατάργηση του άρθρου 23 Α του νόμου περί ναρκωτικών, όχι μόνο δε διορθώνει τα προεκτεθέντα προβλήματα, αλλά λόγω της αδικαιολόγητα συσταλτικής της διάστασης, θα την καταστήσει ανεφάρμοστη και θα δημιουργήσει συνθήκες ασφαλούς διαφυγής όσων διαβιούν ευχερώς από πράξεις διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Ειδικότερα, στην προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι «Με πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών ή με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ τιμωρείται όποιος τελεί κάποια από τις πράξεις των άρθρων 20 ή 22 του παρόντος νόμου: ... στ) όταν κατ’ επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ’ επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 50.000 ευρώ». Από την ανυπέρβλητη λεκτική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης προκύπτει ότι οι δύο προαναφερθείσες - ξεχωριστές μέχρι σήμερα - περιπτώσεις διακεκριμένης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, ήτοι εκείνη της «κατ΄ επάγγελμα διακίνησης» και εκείνη της «διακίνησης ιδιαίτερα μεγάλης ποσότητας» συμπλέκονται σε μια, με αποτέλεσμα, για την υπαγωγή ενός κατ΄ επάγγελμα (απολύτως υγιούς – μη τοξικοεξαρτημένου) διακινητή ναρκωτικών ουσιών στην παραπάνω επιβαρυντική διάταξη, να απαιτείται η απόδειξη, πέραν του ότι κατ΄ επάγγελμα διακινεί τις ουσίες αυτές και επιπλέον ότι προσδοκά όφελος άνω των 50.000 ευρω. Τούτο δημιουργεί τα παρακάτω προβλήματα: α) διακρίνει τους εμπόρους ναρκωτικών σε μεγαλεμπόρους και μικροεμπόρους εισάγοντας εισοδηματικά κριτήρια, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολα να αποδειχθούν, β) μεταχειρίζεται, άνευ λόγου, με αδικαιολόγητη επιείκεια τους κατ΄ επάγγελμα δράστες, οι οποίοι, από την παράνομη δραστηριότητά τους, εσοδεύουν ή προσδοκούν να εσοδεύσουν λιγότερα από 50.000 ευρώ ετησίως, παρότι η δράση τους έχει τα ίδια ακριβώς ποιοτικά χαρακτηριστικά με εκείνους που αποκερδαίνουν μεγαλύτερα ποσά και που από καθαρή σύμπτωση ή αδυναμία (πάντως όχι από συναίσθηση της βλάβης που προκαλούν) δεν υπερβαίνουν το παραπάνω χρηματικό όριο, γ) απεμπλέκοντας τους κατ΄ επάγγελμα διακινητές ναρκωτικών κάτω των 50.000 ευρώ από την κατηγορία των ιδιαιτέρως διακεκριμένων εγκλημάτων του νόμου περί ναρκωτικών, τους εντάσσει αυτόματα στην κατηγορία των απλών διακινητών του άρθρου 20 του νόμου, όπου το προβλεπόμενο εύρος ποινής κυμαίνεται από 5 – 20 έτη κάθειρξη και με αυτονόητη τη δυνατότητα επίκλησης του ισχυρισμού της τοξικομανίας, χωρίς μάλιστα υποχρέωση απόδειξης της επίπτωσης της τοξικοεξάρτησης στην τέλεση της πράξης, οπότε, σε περίπτωση ευδοκίμησής του (ισχυρισμού), η πράξη τους θα χαρακτηρίζεται πλημμεληματική, δ) ευνοεί την εσκεμμένη κατ΄ επάγγελμα διακίνηση μέχρι του ορίου της επιβαρυντικής περίστασης και ε) δεν αξιολογεί ως εμπίπτουσα στην παρούσα κατηγορία εγκλημάτων τη με μια πράξη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών. Έτσι, π.χ. μόνη η κατοχή 30 κιλών κοκαϊνης, εφόσον ο σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος δεν αποδεικνύεται από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή τη διαμόρφωση κατάλληλης υποδομής, η οποία να προδίδει οργανωμένη ετοιμότητα με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης (συνήθης περίπτωση η σύλληψη του δράστη στο δρόμο έμφορτου με ναρκωτικές ουσίες), θα δημιουργήσει σοβαρή πιθανότητα, ώστε η περίπτωση αυτή να κριθεί ως πράξη απλής διακίνησης, με περαιτέρω δυνατότητα επίκλησης της τοξικομανίας του δράστη και εν τέλει χαρακτηρισμού της πράξης ως πλημμεληματικής. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω αδυναμιών, οι οποίες εκτιμώ ότι αντιστρατεύονται την κεντρική επιλογή του νομοθέτη για πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος της διακίνησης των ναρκωτικών ουσιών, όπως εκφράζεται στην αιτιολογική έκθεση, προτείνω: α) την αποσύνδεση της περίπτωσης της κατ΄ επάγγελμα δράσης από λοιπά κριτήρια (όπως ισχύει μέχρι τώρα). Η επικαλούμενη στην αιτιολογική έκθεση ανάγκη παρεμβολής του κριτηρίου του προσδοκώμενου οφέλους, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος τιμωρίας των «μικροεμπόρων» με την ανώτατη ποινή της ισοβίου καθείρξεως, εμφορείται από μια απαράδεκτη προκατάληψη απέναντι στους λειτουργούς της δικαιοσύνης για αδυναμία διάκρισης περιπτώσεων διαφορετικής βαρύτητας, λησμονώντας ότι τις περισσότερες φορές οι αδικίες των πολιτών οφείλονται στην ανελαστικότητα του ίδιου νόμου, παρά στην κακή εφαρμογή του. Η με την παρούσα διάταξη προτεινόμενη διεύρυνση του εύρους της ποινής των εγκλημάτων της κατηγορίας αυτής από «ισόβια κάθειρξη», όπως ισχύει μέχρι σήμερα (απολύτως ανελαστική διάταξη για όποιον ήθελε κριθεί κατ΄ επάγγελμα δράστης, ανεξάρτητα από το εάν είναι «μικρέμπορος» ή «μεγαλέμπορος»), σε «κάθειρξη τουλάχιστον δέκα έτη ή ισόβια κάθειρξη» προσφέρει, για πρώτη φορά, επαρκή ευχέρεια στους δικαστικούς λειτουργούς να αξιολογούν με ακρίβεια την κάθε περίπτωση, ανάλογα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και πάντως όχι με μόνο κριτήριο το «προσδοκώμενο όφελος» και β) την προσθήκη, ως αυτοτελούς ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης, της, έστω και με μια πράξη, διακίνησης ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών, με βάση, όχι πλέον το αόριστο κριτήριο της «ιδιαίτερα μεγάλης ποσότητας», αλλά το κριτήριο του προσδοκώμενου οφέλους του δράστη άνω των 50.000 ευρω. Η αντικειμενικοποίηση του ισχύοντος όρου της «μεγάλης ποσότητας» θα πρέπει να γίνει με βάση κατώτατο όριο προσδοκώμενου όφελος και όχι με βάση συγκεκριμένη κατεχόμενη ποσότητα, όπως θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει, αφενός μεν διότι θα ήταν αδύνατη η οριοθέτηση της ποσότητας κάθε είδους ναρκωτικής ουσίας, αφετέρου δε, για να καλυφθεί και η περίπτωση που ήθελαν βρεθεί στην κατοχή του δράστη περισσότερα είδη ναρκωτικών ουσιών, η ποσότητα καθενός από τα οποία δεν θα ενέπιπτε στο αντίστοιχο όριο. Η ρύθμιση αυτή θεωρώ ότι είναι απολύτως αναγκαία διότι βοηθά στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των προσώπων εκείνων που αποτελούν τους βραχίονες του κυκλώματος διακίνησης, οι οποίοι εισάγουν και αποθηκεύουν (πολλές φορές μέσα σε δύσβατες δασικές εκτάσεις, φαράγγια, εγκαταλελειμμένα κτίρια) μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών, με σκοπό την περαιτέρω διακίνησή τους. Τα πρόσωπα αυτά, που αποτελούν τους εκτελεστικούς μηχανισμούς του κυκλώματος και τους πλέον επικίνδυνους διακινητές των ναρκωτικών, χωρίς τη διάταξη αυτή, είναι αμφίβολο, όπως ήδη ελέχθη, εάν θα μπορούσαν να διωχθούν ως «κατ΄ επάγγελμα δράστες», καθώς τις περισσότερες φορές επιλέγονται τεχνηέντως πρόσωπα με ανεπίληπτο ή ασήμαντο ποινικό μητρώο και στα χέρια τους δεν βρίσκεται καμία υποδομή. Από την άλλη μεριά δε, είναι προφανές ότι η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών τέτοιου μεγέθους, αφεαυτής, επαρκεί για να προσδώσει χαρακτηριστικά επαγγελματικής δραστηριότητας, καθώς το προσδοκώμενο όφελος που προκύπτει από την πώληση των ναρκωτικών αυτών εξασφαλίζει στα πρόσωπα αυτά ένα υψηλό επίπεδο διαβίωσης, κατά πολύ μεγαλύτερο από το επίπεδο του μέσου όρου ζωής της χώρας. Η άποψη που ενδεχομένως διατυπωθεί υπέρ της κατάργησης της διάταξης, με την αιτιολογία ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν από το κύκλωμα - και εν τέλει να τιμωρηθούν δυσανάλογα - πρόσωπα εξαρτημένα και άρα αναλώσιμα, εκτιμώ ότι δεν είναι πειστική, πρώτον, διότι, λόγω της μεγάλης αξίας των διακινούμενων ναρκωτικών, τα κυκλώματα εμπορίας ναρκωτικών αποφεύγουν να στρατολογούν άτομα τα οποία δεν διαθέτουν τον απόλυτο έλεγχο των πράξεών τους και δεύτερον, διότι κανένας εξαρτημένος δεν θα αναλάμβανε τόσο μεγάλο κίνδυνο για τόσο μικρό όφελος, όταν μάλιστα με την προτεινόμενη προνομιούχο μορφή διακίνησης του άρθρου 21 παρ. 1 θα μπορεί, χωρίς δυσανάλογο κόστος, να διακινεί μικροποσότητες για να εξοικονομήσει τη δόση του. Σε κάθε δε περίπτωση, η όποια αφελής διακίνηση τέτοιας ποσότητας ναρκωτικών από κάποιον εξαρτημένο, μπορεί να εξορθολογιστεί μέσω των γενικών διατάξεων του Π.Κ.