• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ & ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ' | 8 Οκτωβρίου 2021, 20:29

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΠΚ-ΚΠΔ H Ένωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων, σε συνέχεια των προτάσεων που είχε υποβάλει στις 12 και 13 Ιουνίου 2021 στον Προέδρο της Νομοπαρασκευαστικής για τις νέες τροποποιήσεις ΠΚ-ΚΠΔ καθηγητή κ.Λάμπρο Μαργαρίτη, υπέβαλλε σήμερα (8.10.2021) στην δημόσια διαβούλευση, συμπληρωματικά και τις παρακάτω προτάσεις τονίζοντας επί της αρχής τη γενικότερη αντίθεσή της, σε κάθε μορφή αυστηροποίησης τόσο των υφιστάμενων ποινών, όσο και στα θέματα της έκτισης αυτών. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ 1 . Ορθή (όπως προτείναμε τον Ιούνιο) η επαναφορά της διάταξης του άρθρ. 42 παρ. 1 ΠΚ 1950 για την έννοια της απόπειρας προς αποφυγή συγχύσεων, όπως επίσης και των διατάξεων του άρθρου 43 του προϊσχύσαντος Π.Κ. περί απρόσφορης απόπειρας. Σημειώνουμε μόνο ότι στο άρθρ. 44 παρ. 2 οι λέξεις: «αποτυχημένου εγκλήματος» να αντικατασταθούν με τη λ.: «απόπειρας» . Δεν πρόκειται εδώ για «αποτυχημένη απόπειρα», η δε έκφραση «αποτυχημένο έγκλημα» δεν είναι δόκιμη. 2. Επαναφορά της διάκρισης της συνέργειας σε άμεση και απλή και πάντως κατάργηση του εδαφ. β΄του άρθρ. 47 ΠΚ («θέτει το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του αυτουργού»). 3. Αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, στην κακουργηματική τους μορφή – ακόμα και όταν στρέφονται κατά ιδιωτών. Δυνατότητα πρόβλεψης δήλωσης του παθόντος ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη. Αναστολή προθεσμιών για υποβολή έγκλησης για όσο χρόνο το ν.π. στερείται διοικήσεως. 4. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡ. 99 και του 100 ΠΚ: Πρόταση για χορήγηση αναστολής σε ποινές φυλάκισης μέχρι 5 ετών, άνευ εκτίσεως μέρους της ποινής. 5. Πρόταση τροποποίησης άρθρου 168 ΠΚ ως εξής (οι αλλαγές με κεφαλαία) «..1. Όποιος εισέρχεται παράνομα σε χώρο δημόσιας υπηρεσίας ή υπηρεσίας οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη ρητή εναντίωση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΕΤΣΙ ΔΙΑΚΟΠΗ Η ΣΟΒΑΡΗ ΔΙΑΤΑΡΡΑΞΗ ΤΗΣ ΟΜΑΛΗΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή. 2. Όποιος, ΠΑΡΑΝΟΜΑ, προκαλεί διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας ή υπηρεσίας οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος, χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη, εμποδίζει αυθαίρετα ή διαταράσσει σοβαρά τη λειτουργία συλλογικού ή μονοπρόσωπου οργάνου των φορέων του προηγούμενου εδαφίου…» 6. κατάργηση της παρ, 2 του άρθρου 191 ΠΚ «..2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.». 7. Επανεξέταση της κατάργησης της επιβαρυντικής περίστασης της κατά συνήθεια τέλεσης. Είναι ανεπαρκής η αιτιολογία της Αιτιολογ. Έκθεσης. Επίσης, επανεξέταση της κατάργησης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης κατά περίπτωση. 8. Πρόταση για μετατροπή του εξ’ αμελείας εμπρησμού μεγάλων δασών σε διακεκριμένο έγκλημα και ο εξ’ αμελείας εμπρησμός να τιμωρείται ως πρότερον. Ο εμπρησμός δε εκ προθέσεως του άρθρ. 264 παρ. 1. Β΄ ΠΚ να καταστεί πάλι έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης από συγκεκριμένης. 8. Προσθήκη της φράσης «χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου» στο άρθρ. 405 παρ. 3 ΠΚ. 9. Πρόταση ώστε η κάθειρξη των 25 ετών να εντάσσεται στις διατάξεις της υφ’ όρον απόλυσης στα 20 έτη . ( αντίθετη ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΛΟΜ. Α.Π.). ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 1. άρθρο 47 Κάθετη αντίθεση στην τροποποίηση της σχετικής διάταξης 2. Τροποποίηση άρθρου 83ΠΚ:Κρίνεται σκόπιμη η προσθήκη του μειωμένου πλαισίου ποινής (2-8 έτη ) στην περίπτωση αδικημάτων με επαπειλούμενη ποινή ισόβιου καθείρξεως η διαζευκτικά καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών 3. άρθρο 143 παρ. 2 ΚΠΔ να τροποποιηθεί ως εξής: « Σε δίκες μακράς διάρκειας το δικαστήριο, εφ´οσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον εισαγγελέα ή τους διαδίκους αλλά και άνευ ειδικού αιτήματος, με αίτηση στον γραμματέα του Δικαστηρίου, οποτεδήποτε κατά της διάρκεια της δίκης, να επιτρέπει την χορήγηση αντίγραφων των ως άνω πρόχειρων πρακτικών καθ´ολη την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και μετά». 4. Προσθήκη άρθρου 211Β ΚΠΔ ως εξής:“Μόνη η κατάθεση αστυνομικού ή άλλου διωκτικού οργάνου ή , η ανάγνωση στο ακροατήριο κατάθεσής του , που μεταφέρει όσα πληροφορήθηκε ως εξ ακοής μάρτυρας απ’ τον ίδιο τον κατηγορούμενο και, ιδίως, ως εξετάσας, ατύπως και προφορικώς, τον κατηγορούμενο, μετά την σύλληψη του ως δράστη ή ύποπτο ποινικά κολάσιμης πράξης , δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν για την καταδίκη του κατηγορουμένου , επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας.” 5. Τροποποίηση άρθρου 225 ΚΠΔ « εξετάσεις και αναγνωρίσεις που γίνονται μόνο κατ’ αντικατάσταση” 6. Αρ.273 παρ.2 Να προστεθεί εδάφιο «..Ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της απολογίας του στον ανακριτή μπορεί να συμβουλεύεται τον συνήγορο του πριν απαντήσει σε ερώτηση που του έχει υποβληθεί. Ο συνήγορος μπορεί να ζητά το λόγο κατά τη διάρκεια της απολογίας του κατηγορουμένου προκειμένου να αναπτύξει ισχυρισμούς και παρατηρήσεις του για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου…» 7. Να προστεθεί εδάφιο στο άρθρο 290 παρ.4 ΚΠΔ που να αναφέρει « Εφόσον το αιτηθεί η κατηγορούμενος, παρίσταται κατά την συζήτηση της προσφυγής του στο Συμβούλιο» 8. Να τροποποιηθεί η παράγραφος 1α εδάφιο τέταρτο άρθρου 292 ΚΠΔ ως εξής «….Εάν το αιτηθεί ο κατηγορούμενος, εμφανίζεται υποχρεωτικά μετά του συνηγόρου του στο Συμβούλιο, οπότε καλείται και ο Εισαγγελέας» 9. Στο άρθρ. 303 παρ.2 ΚΠΔ θα πρέπει να αφαιρεθεί η φράση "οι οποίοι οφείλουν να κρίνουν αν η συγκεκριμένη ποινική υπόθεση είναι λαμβανομένων των περιστάσεων τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του κατηγορουμένου κατάλληλη προς διαπραγμάτευση". Εφόσον το αδίκημα/τα δεν εμπίπτει/ουν αυτονόητα στις εξαιρέσεις της παρ.1 του ίδιου άρθρου τότε θα πρέπει ο Εισαγγελέας να εισέρχεται ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ στην ουσία της διαπραγμάτευσης (ασχέτως με την τελική ή όχι συμφωνία με τον κατηγορούμενο), ειδάλλως ο κατηγορούμενος εκτίθεται διττά στον "κίνδυνο" μίας πρώιμης ομολογίας της ενοχής του, η οποία, σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας με την εισαγγελική αρχή, ενδέχεται (στην εκδίκαση εν συνεχεία της υπόθεσης) να επιβαρύνει την θέση του. Για τον λόγο αυτό, ίσως πρέπει να προβλεφθεί επί πλέον ότι σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας μεταξύ Εισαγγελέως και κατηγορουμένου, θα πρέπει ο Εισαγγελέας της αρχικής σύνθεσης( με τον οποίον δεν επετεύχθη η συμφωνία) να αντικαθίσταται από τον αναπληρούντα κατά την κλήρωση αυτόν. 10. Αρ.365 Να προστεθεί εδάφιο «..Ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της απολογίας του μπορεί να συμβουλεύεται τον συνήγορο του πριν απαντήσει σε ερώτηση που του έχει υποβληθεί. Ο συνήγορος μπορεί να ζητά το λόγο κατά τη διάρκεια της απολογίας του κατηγορουμένου προκειμένου να αναπτύξει ισχυρισμούς και παρατηρήσεις του για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου…» 11. Προτεινόμενη τροποποίηση του αρθρ.373 παρ.5 ΚΠΔ (οι αλλαγές με κεφαλαία): «…5.Σε περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής ή θανάτου ή κήρυξης αυτής απαράδεκτης το δικαστήριο διατάσσει την απόδοση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων στον παθόντα, ΜΟΝΟ εφόσον ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΣ ότι αυτά προέρχονται ΑΜΕΣΑ από την αξιόποινη πράξη και συνιστούν την περιουσιακή ζημία που υπέστη αυτός. Διαφορετικά ΑΙΡΕΙ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ ΤΗΝ ΑΠΌΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΤΟΥΣ ή διατάσσει τη δήμευσή τους, εφόσον αυτή προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις. Στις προηγούμενες περιπτώσεις εφαρμόζεται αναλόγως και η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 311. 12. Προτεινόμενη τροποποίηση του αρθρ.471 ΚΠΔ: 1. Το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωμα εμπρόθεσμα και νομότυπα, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που προσβάλλονται, όταν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Δεν αναστέλλεται όμως η διάταξη του βουλεύματος που αφορά τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση. Αν το βούλευμα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυσή του από τις φυλακές. 2. Κατ’ εξαίρεση η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης και η αίτηση για την αναίρεση δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης που προσβάλλεται με αυτή. Το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση μπορεί, μόλις ασκηθεί αναίρεση και εφόσον το ζητήσει ο εισαγγελέας ή ο κατηγορούμενος, να αναστείλει την εκτέλεσή της ή, αν η αναίρεση ασκείται κατά απόφασης που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη, να αναστείλει την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή διατάσσεται εφόσον, πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ασκηθείσας αναίρεσης ή έχει ασκηθεί αναίρεση προς το συμφέρον του κατηγορουμένου από τον αρμόδιο εισαγγελέα ή προβλέπεται ότι η έκτιση της ποινής έως ότου εκδοθεί η απόφαση επί της αναίρεσης θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη ή (αντί για και ώστε να είναι διαζευκτικό και όχι σωρευτικό) ανεπανόρθωτη βλάβη για τον κατηγορούμενο ή την οικογένειά του. Σε κάθε περίπτωση η απόρριψη του αιτήματος για τη χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος θα πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη. Δεύτερη αίτηση αναστολής εκτέλεσης από τον κατηγορούμενο είναι απαράδεκτη, αν δεν παρέλθουν δύο μήνες από την απόρριψη της προηγούμενης. 13. Αρ.497 παρ.7 . Να υπάρξει διάταξη που να προβλέπει ότι χορηγείται η αναστολή όταν από την διαδρομή της υπόθεσης πιθανολογείται τέτοια μείωση της ποινής ώστε αυτή να έχει εκτιθει σε μεγάλο βαθμό πριν από την έφεση και ανάλογες περιπτώσεις. Προτεινόμενη Τροποποίηση «…1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η προθεσμία για την άσκησή της.2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως τριών ετών, η έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα.3. Αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς με ειδικά αιτιολογημένο τρόπο.4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παρ. 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και, στις αντίστοιχες περιπτώσεις, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του ανηλίκου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση.5. Το δικαστήριο μπορεί στις περιπτώσεις των παρ. 3, 4 και 7 να επιβάλει περιοριστικούς όρους. Αν επιβληθεί ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 295.6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε.7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε παραδεκτά έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση, υποβαλλόμενη με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης ή απόσπασμά της συνοδευόμενο από το εισαγωγικό της κατηγορίας έγγραφο, απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Η ως άνω δυνατότητα υφίσταται και σε περίπτωση αναβολής της δίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οπότε η σχετική αίτηση καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθουν δύο μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη. Αν στον κατηγορούμενο επιβληθεί ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφαρμόζονται αντίστοιχα και τα οριζόμενα στα άρθρα 284 και 285, με εξαίρεση την παράγραφο 1 του τελευταίου άρθρου.8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την παρ. 4 στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτέλεσης,ακόμα και αν ελλείπει κάποια από τις ανωτέρω περιοριστικά αναφερόμενες προϋποθέσεις αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη ή (όχι και ώστε να είναι διαζευκτικό και όχι σωρευτικό)ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτέλεσης. 9. Ο κατηγορούμενος κλητεύεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 162 και 166, στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά την παρ. 7 αυτού του άρθρου. Αν κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου, δεν προσάγεται σε αυτό.10. Για όλες τις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων, εκπτώσεις και ανικανότητες, το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται πάντοτε αυτοδικαίως. 14. Κατασχέσεις μεταφορικών μέσων (και ενδεχομένως και άλλων περιουσιακών στοιχείων) Να προβλεφθεί ρητά ότι ο ανακριτής ή του συμβουλίου μπορεί να προχωρήσει σε αλλαγή μεσεγγυούχου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ή και να το αποδώσει εφόσον κρίνει ότι είναι πολύ πιθανό αυτό να αποδοθεί από το δικαστήριο. Οι εγγυοδοσίες να εκτελούνται αμέσως με την έκδοση της απόφασης όπως γίνεται και με την παύση των άλλων περιοριστικών όρων