• Σχόλιο του χρήστη 'Δ' | 21 Απριλίου 2022, 15:51

    Είμαι ειρηνοδίκης και θα σταθώ ειδικότερα στη ρύθμιση του εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 49. Η ρύθμιση αυτή αφορά τους ειρηνοδίκες και επεκτείνει το κώλυμά τους σε ολόκληρη την περιφέρεια του πρωτοδικείου, στο οποίο υπάγεται το ειρηνοδικείο. Ας πάρουμε π.χ. την περιφέρεια του Πρωτοδικείου Σάμου, η οποία καταλαμβάνει δύο νησιά (τη Σάμο και τη Ικαρία). Επομένως, σύμφωνα με την υπό διαβούλευση ρύθμιση, ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στη Σάμο κωλύεται να υπηρετήσει στο ειρηνοδικείο της Ικαρίας (και αντιστρόφως ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στην Ικαρία κωλύεται να υπηρετήσει σε ειρηνοδικείο της Σάμου), ενός άλλου δηλαδή νησιού, με το οποίο δεν έχει καμία απολύτως σχέση και στο οποίο πιθανώς να μην έχει βρεθεί ποτέ στη ζωή του. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με περιφέρειες άλλων νησιωτικών Πρωτοδικείων, οι οποίες εκτείνονται σε περισσότερα τους ενός νησιά. Έτσι ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στη Λέσβο δεν μπορεί να βρεθεί στο ειρηνοδικείο Λήμνου, ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στη Σύρο δεν μπορεί να βρεθεί στο ειρηνοδικείο Μυκόνου, ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στην Κω δεν μπορεί να βρεθεί στο ειρηνοδικείο Λέρου κ.ο.κ. Είναι προφανές ότι στις περιπτώσεις αυτές έχουμε μια υπερβολική διεύρυνση του κωλύματος, η οποία δεν δικαιολογείται με βάση την κοινή λογική και η οποία το μόνο που κάνει είναι να δημιουργεί δυσχέρειες στη ζωή του δικαστικού λειτουργού, ο οποίος σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε να υπηρετήσει πλησιέστερα στον τόπο της μόνιμης εγκατάστασής του. Περαιτέρω, αν η ρύθμιση αυτή συνδυαστεί με τις εξαιρέσεις της παρ. 5, τότε πραγματικά καταλήγουμε σε παραλογισμούς. Ας πάρουμε π.χ. την περιφέρεια του Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία εξαιρείται του κωλύματος. Στην περιφέρεια αυτή υπάγεται και το ειρηνοδικείο Αλμυρού, μιας επαρχιακής πόλης μερικών χιλιάδων κατοίκων. Εδώ, ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στον Αλμυρό μπορεί χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα να τοποθετηθεί και να υπηρετήσει στο ειρηνοδικείο Αλμυρού. Ομοίως, για την περιφέρεια π.χ. του Πρωτοδικείου Ηρακλείου στην οποία μεταξύ άλλων υπάγεται και το ειρηνοδικείο Μοιρών, μιας μικρής επίσης πληθυσμιακά πόλης της επαρχίας, ειρηνοδίκης με μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη αυτή μπορεί ακώλυτα να υπηρετήσει στο ειρηνοδικείο της. Και παρόμοια ισχύουν και για τις περιφέρειες και των υπολοίπων Πρωτοδικείων που εξαιρούνται του κωλύματος εντοπιότητας. Επομένως καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι όσον αφορά τους ειρηνοδίκες και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου η περιφέρεια του οικείου Πρωτοδικείου εκτείνεται σε περισσότερα του ενός νησιά, το κώλυμα εντοπιότητας διευρύνεται υπερβολικά και δεν υφίστανται πραγματικοί λόγοι που να δικαιολογούν μια τέτοια διεύρυνσή του. Τέλος, πιστεύω ότι θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η προβληματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται από πλευράς στελέχωσης και εύρυθμης λειτουργίας τα περισσότερα ειρηνοδικεία που εδρεύουν σε ακριτικά νησιά. Όπως είναι γνωστό, τα ειρηνοδικεία αυτά αποτελούν κέντρα «διερχομένων δικαστών», αφού κανείς δεν επιθυμεί να υπηρετήσει εκεί και όσοι τοποθετούνται εκεί έχουν σαν μόνο στόχο τη μετάθεσή τους σε κάποιο πιο «κεντρικό» ειρηνοδικείο. Δεν είναι επομένως σπάνιο τέτοια ειρηνοδικεία να βρίσκονται ακέφαλα για πολλούς μήνες μέσα στο δικαστικό έτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα του παρεχόμενου δικαστικού έργου και την επιβάρυνση των άλλων δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν στην περιφέρεια του οικείου Πρωτοδικείου. Αντί λοιπόν να δημιουργούνται εμπόδια με τη θέσπιση κωλυμάτων εντοπιότητας, θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για την αρτιότερη στελέχωση των ειρηνοδικείων αυτών και την όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτη λειτουργία τους. Θεωρώ επομένως ότι αν υπάρχει πνεύμα ορθολογικότερης αντιμετώπισης των κωλυμάτων εντοπιότητας, το εδ. β΄ της παρ. 2 του υπό διαβούλευση άρθρου 49 θα έπρεπε τουλάχιστον να αναδιατυπωθεί προς την κατεύθυνση του περιορισμού του κωλύματος εντοπιότητας των ειρηνοδικών μόνο στην περιφέρεια του οικείου ειρηνοδικείου.